ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Δεκέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Α. ΡΗΓΑΤΟΣ

Ο Γεράσιμος Ρηγάτος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1945. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και έγινε διδάκτωρ και υφηγητής άμισθος επίκουρος καθηγητής. Ασκεί την ειδικότητα του Παθολόγου - Ογκολόγου και τα τελευταία 18 χρόνια είναι διευθυντής νοσοκομείου, 16 από τα οποία στον «Αγιο Σάββα». Δραστηριοποιείται επίσης στο χώρο των επιστημονικών εταιριών και του ιατρικού Τύπου. Παράλληλα με την ιατρική ασχολείται και με την ιστορία, με τη λαογραφία και τον πολιτισμό της ιατρικής, καθώς και με την πεζογραφία. Η δραστηριότητα αυτή έχει ευρύτατα αναγνωριστεί και σχολιαστεί με κριτικά σημειώματα και άρθρα από διακεκριμένους πανεπιστημιακούς του χώρου των ανθρωπιστικών σπουδών, από κριτικούς και λογοτέχνες. Για τα βιβλία του ο Γεράσιμος Ρηγάτος έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Α΄ Τάξεως (1989), από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών (Επαινος Μάρκου Αυγέρη 1994) και από διάφορα λογοτεχνικά και άλλα σωματεία. Επίσης έχει τιμηθεί με ειδική εκδήλωση από τον Τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών (1996) και με υποτροφία από το Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Princeton (1998).


Τα φώτα των Χριστουγέννων στα φώτα των φαναριών

Παπαγεωργίου Βασίλης

Αν κι ήταν η ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά, η κίνηση δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο πολύς κόσμος είχε ψωνίσει νωρίτερα κι είχε μαζευτεί στο σπίτι. Οχι μόνο λόγω της ημέρας. Πιο πολύ εξαιτίας του καιρού. Ενας διαβολεμένος βοριάς κοκκίνιζε μάγουλα, πάγωνε μύτες κι αυτιά, γύρναγε κι έσπαγε ομπρέλες, ξύλιαζε τα χέρια αν τα έβρισκε έξω από τις τσέπες ή χωρίς γάντια. Η βροχή έπεφτε επίμονη, ψιλή και παγωμένη - χιονόνερο. Οι φωτεινές γιρλάντες των δρόμων έχαναν απ' τη λάμψη τους, καθώς η βροχή τύλιγε τους λαμπτήρες. Οι δρόμοι γλιστρούσαν, τα φρένα πιάνανε δύσκολα. Αλλά οι οδηγοί βιαστικοί, είτε από συνήθεια είτε από τη διάθεση να βρεθούν γρηγορότερα στο σπίτι τους, δεν το σκέφτονταν. Ετσι, είχε δει - μόνο στο φανάρι του - δύο τρακαρίσματα από το μεσημέρι.

Τ' αφεντικό τον άφησε εκεί από νωρίς το πρωί. «Ν' αφήσεις τις ντροπές στην άκρη», του είπε. «Δε θ' αφήνεις αυτοκίνητο να περνά χωρίς ν' απλώνεις το χέρι. Θα μιλάς κλαυτά και θα τους λες Καλά Χριστούγεννα...». Υστερα έπιασε να του δένει το χέρι. Εβαλε κάτω από τον πήχη ένα κοντραπλακέ τυλιγμένο σε μπαμπάκι κι άρχισε να το τυλίγει σ' ένα βρώμικο επίδεσμο. Τέλος το κρέμασε στο μαντίλι που του είχε περάσει απ' το λαιμό. «Ο κόσμος σε λυπάται πιο πολύ αν νομίζει πως έχεις σπασμένο το χέρι», του είπε. «Κι αν σήμερα δε μου φέρεις δεκαπέντε, θα στο σπάσω στ' αλήθεια», συμπλήρωσε κοιτάζοντάς τον άγρια. «Και θα πας με τα πόδια στην Μπίζα», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια του. Υστερα απομακρύνθηκε, βγάζοντας το κινητό, που χτυπούσε, από τη μέσα τσέπη του σακακιού του.

Ηταν κοντά δεκατριών χρονών. Μέτριο ανάστημα κι αδύνατος, έδειχνε ακόμα λιγότερο. Τα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπο, άλλα του έπνιγαν το σβέρκο. Τα μάτια του, γαλανά, τον έτσουζαν και τον πονούσαν καθώς τα έτριβε συνέχεια, εξαιτίας μιας μόλυνσης που χειροτέρευε. Την είχε αρπάξει όπως στεκόταν με τις ώρες στα φανάρια κι η μύτη του έτρεχε συνέχεια. Συνήθως τη σκούπιζε με το μανίκι του ή με την ανάστροφη του χεριού του. Τον έλεγαν Σαϊμίρ. Αλλά το αφεντικό τον είχε βγάλει Σωκράτη. «Αν τους πεις πως σε λένε Σαϊμίρ, βρε μαλάκα», του είπε ρίχνοντάς του μια σφαλιάρα στο σβέρκο, «θα σε καταλάβουν αμέσως για Αλβανό. Θα τους λες Σωκράτης, να σε νομίζουν Βορειοηπειρώτη». Κι αυτός έλεγε Σωκράτης, εκτός απ' όταν ξεχνιόταν.

Είχε γεννηθεί στην Μπίζα, μια μικρή πόλη κοντά στα Τίρανα. Ο πατέρας του δούλευε σ' ένα εργοστάσιο ξυλείας. Παλιά ήταν κρατικό. Κάθε πρωί, τότε, μάζευαν τους εργάτες μ' ένα ανοιχτό φορτηγό και τους πήγαιναν, όλους μαζί, στη δουλιά. Το χειμώνα τυλίγονταν σε ό,τι πιο ζεστό είχαν, φορούσαν πλεκτά γάντια και σκούφους, που τους κατέβαζαν μέχρι τ' αυτιά. Το καλοκαίρι ήταν καλύτερα, καθώς τους χτύπαγε δροσερό τ' αεράκι. Τους έβαζαν και να τραγουδάνε, τραγούδια για το κόμμα και τους ηγέτες. Μετά, το εργοστάσιο έκλεισε. Αργότερα το πήρε κάποιος, το άνοιξε από την αρχή, πότε είχε μεροκάματο, πότε δεν είχε. Κι ο καθένας έπρεπε να πηγαίνει στη δουλιά μόνος του. Απάνω σε τούτη τη δυσκολία, βρήκε το αφεντικό τον πατέρα του. «Θα σου πάρω ένα μηχανάκι και θα μου δώσεις τον μικρό, θα δουλέψει στην Ελλάδα, θα μάθει τέχνη, θα φάει, θα ντυθεί, θα μάσει λεφτά». Το σκέφτηκε - δεν το σκέφτηκε εκείνος, «μπέσα για μπέσα», τον έδωσε. Η μάνα του έκανε να διαμαρτυρηθεί, έφαγε δυο μπάτσες, τέλειωσε.

Τον πήρε από την Μπίζα με τη Μερσεντές. Στην Κορυτσά τον παρέδωσε στους ανθρώπους του. Εκείνοι τον πήγαν στο φυλάκιο, τον δώσανε στους τελωνοφύλακες. Κι αυτοί τον βάλανε μ' άλλους σ' ένα κλειστό φορτηγό. Στην Κρυσταλλοπηγή οι από δω ήταν μιλημένοι, «δικοί τους». Εφυγαν ελεύθερα. Στην Αθήνα φτάσανε νύχτα. Στην άκρη της πόλης τον παρέλαβε ένας πατριώτης του, δούλευε για τον μεγάλο. Το σπίτι ήταν ισόγειο, παλιό, σ' ένα απόκεντρο και κακοφωτισμένο δρόμο. Τα παραθυρόφυλλα κλεισμένα, η πόρτα ξύλινη και ξεβαμμένη. Μπήκαν μέσα, στο διάδρομο ένα ξεψυχισμένο φως. Ο πατριώτης άνοιξε μια πόρτα που έτριξε. Του έγνεψε να σταθεί. Μπήκε στο δωμάτιο, βγήκε με δυο κουβέρτες στο χέρι. Υστερα άνοιξε μιαν άλλη πόρτα, απέναντι. Τον έσπρωξε μέσα. «Βολέψου γι' απόψε», του είπε. Αυτό το απόψε κράτησε πολλούς μήνες. Κι ακόμα κρατεί. Στο βρώμικο πάτωμα ή σε μισοχαλασμένα στρώματα, σε ράντζα ή σε σανιδένια κρεβάτια απλώνονται κάθε βράδυ τα κουρασμένα κορμιά του Σαϊμίρ και του Αποστόλη, του Ντουρίμ, του Γιώργη, του Σαΐντ, του Εμβέρ και του Σωτήρη. Εκεί, ανάμεσα σε ροχαλητά και ποδαρίλα, σε καυγάδες και παράπονα, σε γουργουρητά πείνας, ρεψίματα και ξεπορδίσματα, τα παιδικά όνειρα στραβώνανε σε εφιάλτες.

Τον βγάλανε την επόμενη μέρα να μαθαίνει τη δουλιά. Πήγαν κοντά του άλλα δύο παιδιά, ήταν εδώ από παλιότερα. Στάθηκαν στα φανάρια Καβάλας και Παπανδρέου. Ενας παλιός κι ο καινούριος στη μια κατεύθυνση, ο άλλος παλιός στην αντίθετη. Είχαν μαζί τους κουβά, σφουγγάρια, υαλοκαθαριστήρα με λαστιχένια αιχμή. Στην αρχή, ασυνήθιστος, δεν προλάβαινε, όσο κρατούσε το φανάρι, να καθαρίσει το μπροστινό τζάμι. Αυτοκίνητα φεύγανε με λερωμένο το παρμπρίζ, οι οδηγοί βρίζανε και τον βλαστημάγανε. Σιγά σιγά απέκτησε ταχύτητα, προλάβαινε και το μπροστινό και το πίσω, αργότερα και το δεύτερο αυτοκίνητο. Μετά τον αφήσανε μόνο του. Πιο μετά του αλλάξανε στέκι, τον πήγανε πιο κεντρικά.

Κάθε παιδί έπρεπε ν' αφήνει στ' αφεντικό δυο πεντοχίλιαρα τη μέρα. «Τίποτα δε βγάζω» τους φώναζε. «Σας ταΐζω, σας κοιμίζω, πληρώνω φως, νερό, πρέπει να λαδώνω τους μπάτσους». Αφριζε από το κακό του. Οταν φέρνανε λιγότερα τ' άφηνε νηστικά και τα πλάκωνε στα σκαμπίλια. Καμιά φορά έχανε τον έλεγχο, τα σακάτευε. Μα δεν τολμούσαν να φύγουν. Πού να πάνε; Χαρτιά δεν είχαν, δουλιά δεν είχαν, κόσμο δεν ξέρανε. Θα τα έβρισκε, θα τα έδερνε, θα τα ξαναπήγαινε πάνω - χώρια που θα ντρόπιαζαν τον πατέρα τους που είχε δώσει μπέσα. Ο,τι έβγαινε πάνω από τα δύο πεντοχίλιαρα το άφηνε δικό τους. Θέλανε το κρατάγανε - και πού να το φυλάξουν; - θέλανε του το δίνανε να τους το φυλάξει αυτός. Οι πιο πολλοί του τα δίνανε. Στην αρχή του τα 'δινε κι ο Σαϊμίρ. Μετά σκέφτηκε να τα κρατάει. Μέχρι που του ρίχτηκαν ένα βραδάκι δυο μεγαλύτεροι, τον έδειραν και του τα πήραν. Οταν τον βρήκε τ' αφεντικό, καθόταν στην κολόνα ενός φαναριού, στη διαχωριστική νησίδα κι έκλαιγε. Τον μάζεψε. «Ας τα έδινες να στα φυλάω», του είπε, πριν αυτός προλάβει να του εξηγήσει τι είχε γίνει. Αν και σκέφτηκε μήπως και τ' αφεντικό ήταν στο κόλπο, δεν είπε τίποτα. Και (τι να κάνει;) άρχισε πάλι να του τα δίνει.

Απόψε έπρεπε να δώσει δεκαπέντε στ' αφεντικό. Μέρες γιορτών, ο κόσμος δίνει εύκολα. Γιορτές της αγάπης, που λέει ο λόγος, ο άλλος κάνει ψυχικό. Με εκατό, με διακόσιες, με τρακόσιες δραχμές αγοράζει αντίστοιχης αξίας ευλογία, αγοράζει κομμάτι παράδεισο. Βέβαια, ο Σαϊμίρ από Χριστούγεννα δεν ήξερε. Ηξερε το ραμαζάνι, ήξερε τη γιορτή της θυσίας - κι αυτά αόριστα. Χριστούγεννα τι είναι, εδώ έμαθε. Για το παιδάκι που γεννήθηκε στη σπηλιά, γύρω γύρω δέντρα με φωτάκια. Κι έστεκε παραπέρα ένας γέροντας χοντρός με άσπρα γένια και κόκκινα ρούχα. Ετσι έμαθε τα Χριστούγεννα, βλέποντας με κλεφτές ματιές τις βιτρίνες των μαγαζιών, γιατί ποιος να του πει και τι να του εξηγήσει του Σαϊμίρ στις γωνιές των δρόμων και στο δωμάτιο με το φθαρμένο πάτωμα και τη μυρουδιά της απλυσιάς και της ανθρωπίλας.

Τ' αυτοκίνητα όλο κι αραίωναν, οι οδηγοί όλο και πιο βιαστικοί, ο βοριάς όλο και πιο παγωμένος. Είχε πάψει, από ώρα πια, να καθαρίζει τα παρμπρίζ, καθώς το νερό κρυστάλλιαζε στα χέρια του και τα τζάμια. Στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, άπλωνε το τυλιγμένο με τους βρώμικους επιδέσμους χέρι του κι έλεγε με μισοκλεισμένο το στόμα και το σαγόνι να τρέμει «Καλά Χριστούγεννα». Πολλοί δεν άνοιγαν καν το τζάμι, να μην μπει το κρύο. Κι αυτός, με το κορμί παγωμένο, σχεδόν άκαμπτο, με τα δάχτυλα κόκκινα και ξεπαγιασμένα, τα μάτια να τρέχουν, τις μύξες να κρέμονται από τα ρουθούνια του, περίμενε τ' αφεντικό να τον μαζέψει. Κι εκείνος αργούσε.

Οταν, επιτέλους, έφτασε, βρήκε έναν Σαϊμίρ με πρόσωπο άσπρο σαν το πανί, χέρια και χείλη μελανιασμένα, τα δόντια του να χτυπούν. Τον έβαλε στο αυτοκίνητο. Δε συνερχόταν. «Δες ο μπάσταρδος μέρα που βρήκε ν' αρρωστήσει», σκέφτηκε, «θες να πάθει και τίποτα να τραβιόμαστε;» Πήρε τα χρήματα απ' τις τσέπες του, ο Σαϊμίρ σχεδόν δεν το κατάλαβε. Εφημέρευε το «Λαϊκό». Τον πήγε. Η κίνηση μικρή, το νοσοκομείο ήσυχο, γιατροί - νοσοκόμες στις θέσεις τους. «Βρήκα τον μικρό στο φανάρι, Μεσογείων και Φειδιππίδου γωνία», τους είπε. «Ζητιάνευε. Μάλλον ξένος μου μοιάζει». Τον άφησε, τους ευχήθηκε «Καλά Χριστούγεννα» κι έφυγε.

Εκείνη τη νύχτα ο Σαϊμίρ κοιμήθηκε σε κρεβάτι, σε θάλαμο με καλοριφέρ. Του βάλανε ορό. Του δώσανε φάρμακα. Επεσε ο πυρετός. Τη νύχτα μια ηλικιωμένη νοσοκόμα, τον ρώτησε αν ήθελε τίποτα. «Πεινάω», της είπε. Του έφερε φαγητό. Οι γυναίκες απ' το θάλαμο, που ξενυχτούσαν με τους δικούς τους, του δώσανε και γλυκά. Δίπλες, μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Εφαγε μέχρι που έκανε εμετό. Την άλλη μέρα, Χριστούγεννα, του δώσανε λεφτά, του φέρανε από το σπίτι τους ρούχα, άλλη πανταλόνι, άλλη πλεκτό, ένα μπουφάν χακί μ' έναν αετό κεντημένο στην τσέπη, γάντια μάλλινα και ένα σκούρο μπλε σκούφο. «Α, ρε μάνα μου, και να ήμουν άρρωστος κανένα μήνα» ευχήθηκε μέσα του. Τώρα αρβανίτικα το σκέφτηκε, ελληνικά το σκέφτηκε, αυτό δεν το έμαθε ποτέ κανένας. Πάντως αυτά τα Χριστούγεννα ήταν τα καλύτερα της ζωής του. Και σίγουρα θα τα θυμάται για πολλά χρόνια.


Γεράσιμος Α. ΡΗΓΑΤΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ