ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 22 Δεκέμβρη 2018 - Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2018
Σελ. /40
5ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
Στα ίχνη μιας λογοτεχνίας «χρήσιμης» για τη σύγχρονη εποχή

Εκτενή αποσπάσματα από την εναρκτήρια ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού

Με μεγάλη επιτυχία έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο 15 και 16 Δεκέμβρη, στην έδρα της ΚΕ στον Περισσό, το 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ με θέμα: «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τον Μεσοπόλεμο».

Με το συνέδριο ολοκληρώθηκε το 5χρονο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Χαιρετισμό στην έναρξη του συνεδρίου απηύθυνε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, ενώ τις πολύ ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις πλαισίωσε ένα πλούσιο και πρωτότυπο καλλιτεχνικό πρόγραμμα και τις δυο μέρες του Συνεδρίου.

Οπως και με τα προηγούμενα επιστημονικά συνέδρια του ΚΚΕ, τα πρακτικά θα δημοσιευτούν σε ειδική έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής».

***

(...) Οι πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία με τη μορφή του ουτοπικού σοσιαλισμού. Γενικότερα, τη δεκαετία του 1870, ένα μέρος της λογοτεχνίας απέκτησε αντιδυναστικά μέχρι και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, ως αντανάκλαση των αστικοδημοκρατικών ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848, της Παρισινής Κομμούνας αργότερα και των πρώτων εργατικών απεργιών στη μεταποίηση.

Από το 1880, η τάση αυτή διακόπηκε και παρουσιάστηκε πισωγύρισμα. Η πεζογραφία στράφηκε στη λαϊκή παράδοση και την αποτύπωση των ηθών και των εθίμων της επαρχιακής ζωής - που ονομάζεται ηθογραφία - μέσα από τη σύνδεσή της με την πρωτοεμφανιζόμενη το 1884 επιστήμη της Λαογραφίας.

Η μεταστροφή της πεζογραφίας στην ηθογραφία και την παράδοση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επιδίωξη όλων των μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης να ενισχύσουν την εθνική ταυτότητα, ως προϋπόθεση για την εδαφική επέκταση του κράτους της. Αυτή άλλωστε είναι σταθερή επιδίωξη της αστικής τάξης από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, που ενσαρκώθηκε στη στρατηγική της «Μεγάλης Ιδέας», την ουτοπία για εδαφική επέκταση έως τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ιδεολογική επένδυση στον μεγαλοϊδεατισμό είχε ζωτική σημασία για την αστική τάξη, αφού η επιστράτευση σ' αυτόν της πλειονότητας του πληθυσμού εξυπηρετούσε τις ανάγκες της για διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς του κράτους και ενίσχυση της θέσης του στον διεθνή ανταγωνισμό (...).


Γύρω από το ορόσημο του 1880 συντελέστηκε ένας αποφασιστικός εκσυγχρονισμός του αστικού κράτους από την κυβέρνηση Τρικούπη, ενώ από το 1881 είχε πραγματοποιηθεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας, που αναζωπύρωσε τον μεγαλοϊδεατισμό. Ηταν φυσικό λοιπόν η πεζογραφία να προσαρμοστεί μέσα από την ηθογραφία στη σύγχρονη πραγματικότητα (...). Ετσι η ηθογραφία δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με μονομέρεια, ως επιστροφή στο παρελθόν μέσα από την εξιδανίκευση και την ειδυλλιακή νατουραλιστική αποτύπωση της ζωής στο χωριό, τάση οπωσδήποτε υπαρκτή. Το περιεχόμενο που κυριάρχησε στα αντιπροσωπευτικότερα ηθογραφικά πεζογραφήματα από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποτελεί ανάμειξη του λαογραφισμού με την καταπολέμηση αναχρονιστικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και καταστάσεων ή την καταγγελία στα πολιτικά και κοινωνικά «κακώς κείμενα». Τα στοιχεία αυτά τα συναντά κανείς στα έργα των σημαντικότερων εκείνα τα χρόνια πεζογράφων, όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας, με διαφορετικό στον καθένα τρόπο και από διαφορετική αφετηρία (...).

Η εισαγωγή του δημοτικισμού

Σε ένα πιο πρόσφορο από την καθαρεύουσα γλωσσικό μέσο για την ισχυροποίηση της εθνικής συνείδησης και την ομογενοποίησή της με αντιμετώπιση των γλωσσικών ιδιωμάτων αποσκοπεί και η εισαγωγή του δημοτικισμού από τον αστό Ψυχάρη, με το «Ταξίδι», το 1888. Στον πρόλογό του επισημαίνει πως ένα έθνος, για να γίνει έθνος, χρειάζεται «να μεγαλώσουν τα σύνορα και να κάμει φιλολογία δική του». Με άλλα λόγια, η δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε από μια μερίδα της αστικής διανόησης για να αποτελέσει την εθνική γλώσσα ως τη μόνη προσιτή στα λαϊκά στρώματα, σε αντίθεση με την καθαρεύουσα που υποστήριζε άλλη μερίδα της (...).


Η οξύτατη αντιπαράθεση δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων αποτελούσε ενδοαστική διαμάχη, έτσι που υποστηρικτές της μιας ή της άλλης γλωσσικής εκδοχής να συναντώνται και στα δύο βασικά αστικά στρατόπεδα, φιλελεύθερων και φιλοβασιλικών, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες τους για τις μορφές της αστικής διαχείρισης (...).

Ο πόλεμος του 1897, παρά τη σύντομη διάρκειά του, υπήρξε σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρώτα - πρώτα βοήθησε να ακουστούν οι πρώτες φωνές καταδίκης του εθνικισμού και των πολεμόχαρων κηρυγμάτων (...). Το 1901 ο Δημοσθένης Βουτυράς δημοσίευσε το διήγημά του «Λαγκάς», αναδείχνοντας τη φρίκη του πολέμου και αναφερόμενος σε συμφέροντα που τον υποκινούν, ενώ λίγο αργότερα, το 1907, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στο διήγημά του «Αντάρτης» διακωμώδησε τη «Μεγάλη Ιδέα».

Η επίδραση της αντιδραστικής φιλοσοφίας του Νίτσε

Η πτώχευση επί Τρικούπη το 1893 και η ταπεινωτική ήττα του 1897, που έφερε τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο, οδήγησαν τη διανόηση όλων των αστικών μερίδων να αναζητά διέξοδο προς μια εθνική «αναγέννηση». Την απάντηση τη βρήκαν στη λύτρωση που θα έρθει από τα πάνω, από τον Υπεράνθρωπο (...). Ετσι, το μεγαλύτερο τμήμα των διανοούμενων προσχώρησε στην αντιδραστική φιλοσοφία του Νίτσε για τον ρόλο του Υπεράνθρωπου, που καθένας τους τον αντιλαμβάνονταν διαφορετικά: Ως σκληρό και άτεγκτο αρχηγό, ως οδηγό - διαφωτιστή, ως μεταρρυθμιστή. Ο ερχομός του Βενιζέλου το 1910 φαίνεται πως εκπλήρωσε την επιθυμία των περισσότερων. Ο νιτσεϊσμός ωστόσο συνέχισε για πολλά ακόμη χρόνια να διαποτίζει τη σκέψη και το έργο σπουδαίων λογοτεχνών όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός (...).


Ο νιτσεϊσμός εκφράστηκε στους περισσότερους λογοτέχνες που συμμετείχαν στο σημαντικότερο περιοδικό της περιόδου, «Νουμάς» (...). Ενα περιοδικό που μέσα στις στήλες του βρήκαν έκφραση οι βασικότερες τότε λογοτεχνικές και πολιτικο-ιδεολογικές αναζητήσεις.

Τομή στη σκέψη της διανόησης δημιούργησε το 1907 η δημοσίευση στο περιοδικό «Νουμάς» του έργου «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» του Γεωργίου Σκληρού (...). Ο Σκληρός ανακηρύσσει την πάλη των τάξεων «ως αναπόφευκτο και μόνο σχεδόν παράγοντα της κοινωνικής προόδου», αντιμετωπίζοντας όμως με μεταρρυθμιστική λογική αυτή την κοινωνική πρόοδο. Με αφορμή το έργο ξεκίνησε μια πλατιά συζήτηση από τις στήλες του «Νουμά» για τον σοσιαλισμό. Οι δημοτικιστές διαχωρίστηκαν σε εθνικιστές και σοσιαλιστές (...).

Οι πρόδρομοι σοσιαλιστές λογοτέχνες και η εποχή τους

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας πρώτης υλιστικής και σε κάποιο βαθμό επιστημονικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό στο χώρο της διανόησης - πριν από τη συγκρότηση του πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης - έπαιξε ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (...).

Ζώντας από τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και παρακολουθώντας από κοντά τις έντονες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στους κόλπους της Β' Διεθνούς, ήταν μαρξιστικά κατατοπισμένος όσο ελάχιστοι. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας και αναμείχθηκε ενεργά στις διεργασίες για τη συνδικαλιστική και πολιτική συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Τάχθηκε κατά του αστικού δημοτικισμού, τονίζοντας ότι κριτήριο για την προοδευτικότητα των δημοτικιστών είναι η στάση τους απέναντι στο εργατικό κίνημα.

Αντιπάλεψε την κυρίαρχη αντίληψη πως το στρατιωτικό πραξικόπημα στου Γουδή (1909) αποτελούσε επανάσταση. Κατήγγειλε τη στάση του «Νουμά», που επιδοκίμασε την κυβέρνηση Βενιζέλου και το τσάκισμα του, ανεβασμένου στα χρόνια της διακυβέρνησής του, απεργιακού εργατικού κινήματος. Καταδίκασε τη φιλοβενιζελική στάση του Σκληρού και τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό της Κοινωνιολογικής Εταιρείας.

Παράλληλα όμως - απογοητευμένος από την ανωριμότητα στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα - δήλωνε πως στην Ελλάδα πρέπει να υποστηριχτεί ένα μεταρρυθμιστικό, «μισο-αστικό», σοσιαλιστικό κίνημα. Αντιμετωπίζοντας ως μικρότερο κακό το πρόγραμμα του Βενιζέλου σε σχέση με αυτό των παλιών προσωπικών κομμάτων, συνεργάστηκε με τους Κοινωνιολόγους και την κυβέρνηση Βενιζέλου, ως λογοκριτής την περίοδο της Θεσσαλονίκης, ενώ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθώντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις στη Β' Διεθνή, τάχτηκε υπέρ του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ.

Ωστόσο, υπήρξε ο πρώτος που μετέφρασε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» το 1908 - αφήνοντας όμως ανοιχτό το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση - και το «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο» του Μαρξ. Κι ακόμα ήταν αυτός που μύησε στα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς τους σπουδαιότερους - μαζί με τον ίδιο - πρόδρομους σοσιαλιστές λογοτέχνες, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον Κώστα Παρορίτη (...).

Ο Θεοτόκης, άνθρωπος με πλατιούς μορφωτικούς ορίζοντες, ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του πεζογράφους, για την εκφραστική πνοή και την αισθητική αρτιότητα του έργου του.

Μετά την ιδεολογική μεταστροφή του γύρω στο 1911 από τον νιτσεϊσμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό στον υλισμό, κατόρθωσε να εκφράσει στο έργο του με πολύ μεγαλύτερη από τον Χατζόπουλο καθαρότητα και ωριμότητα την ταξική, οικονομική βάση των κοινωνικών σχέσεων και φαινομένων της ελληνικής ζωής, με την παρουσία μάλιστα της εργατικής τάξης στο εξελισσόμενο βιομηχανικό περιβάλλον.

Εφτασε να ξεπεράσει τον κριτικό ρεαλισμό, προβάλλοντας στο σπουδαίο μυθιστόρημά του «Σκλάβοι στα δεσμά τους» (1922) την αναγκαιότητα μιας καινούργιας και ανώτερης κοινωνίας. Αν και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πρωτοστάτησε στη συγκρότηση σοσιαλιστικού κινήματος στη γενέτειρά του την Κέρκυρα, για να καταλήξει κι αυτός, όπως η μάζα των συνεργατών του «Νουμά», στην υποστήριξη της ενεργού συμμετοχής στον ιμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στις τάξεις του βενιζελισμού, αν και στη συνέχεια διαχωρίστηκε.

Από τους σοσιαλιστές λογοτέχνες, μόνο ο Παρορίτης δεν παρασύρθηκε από τη ρεφορμιστική επίδραση της Β' Διεθνούς, καθώς συγκλονίστηκε από τη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Αυτό και μόνο το γεγονός δίνει μεγάλη αξία στο λογοτεχνικό έργο του ως το πρώτο προλεταριακό, παρά τις αισθητικές αδυναμίες του (...).

Στη λογοτεχνική δημιουργία του, ειδικά μετά το 1910, αποτυπώνεται ένα καυτερό μίσος για τη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, καταδικάζονται η δήθεν φιλολαϊκή πολιτική του Βενιζέλου και ο προδοτικός ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, καθώς και η κάλπικη σύγκρουση των δύο φιλοπόλεμων αστικών παρατάξεων - βασιλικών και βενιζελικών - την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι ήρωές του, συχνά τύποι μποέμ - όπως και του Δ. Βουτυρά, λογοτέχνη προπαντός της δεκαετίας του '20 με σοσιαλιστική τάση - δεν ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο, όπως ισχυρίζεται η αστική βιβλιογραφία, εντάσσοντάς τους ανάμεσα στους εκφραστές ενός αλητισμού στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου. Εχουν τα χαρακτηριστικά των άπλαστων ακόμη σοσιαλιστών και της νεαρής εργατικής τάξης, που περιπλανιέται μεταξύ ανεργίας και άθλιου μεροκάματου στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η τόλμη του να προβάλλει τόσο πρώιμα την επαναστατική σοσιαλιστική αναγκαιότητα, είναι η κύρια αιτία για τη συνειδητή αγνόηση του έργου του που - από τον καιρό του ακόμη - χαρακτηριζόταν προπαγανδιστικό και άτεχνο.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες άφησαν τα ίχνη τους και στο έργο του Παλαμά εκείνης της περιόδου όχι γιατί είχε διαμορφώσει ιδεολογία σοσιαλιστική, αλλά γιατί ως σπουδαίος δημιουργός, υπήρξε ιδιαίτερα ευαίσθητος στους παλμούς της ζωής, αντανακλώντας στο έργο του τα αντιφατικά μηνύματά της.

Η αναγνώριση των δημιουργικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, το ουτοπιστικό όραμά του για μια νέα πανανθρώπινη κοινωνία και τα γιούχα στις πατρίδες, την προγονοπληξία, τις θρησκείες, στις επικές ποιητικές συνθέσεις της πιο γόνιμης περιόδου του στις αρχές του 20ού αιώνα, προπαντός στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και τη «Φλογέρα του Βασιλιά», είναι σάλπισμα ανασύνταξης για εθνική αναγέννηση πάνω στις αρχές του ορθολογισμού και της επιστήμης.

Συνυπάρχουν, ή πιο σωστά υπακούν, στους μεγαλοϊδεατικούς οραματισμούς του. Το δριμύ κατηγορώ του στην αστική τάξη, ιδιαίτερα στα «Σατιρικά Γυμνάσματα», και ο ανατρεπτικός λόγος του έχουν το νόημα της διόρθωσης προβληματικών κοινωνικών καταστάσεων.

Αλλωστε, και αυτός μαζί με τους περισσότερους λογοτέχνες είδε τη λύτρωση στον ερχομό του Βενιζέλου. Στη συνέχεια, η ποίησή του ξεπεράστηκε ιστορικά από άποψη ιδεολογική και πολιτική, γιατί άλλαξε ιστορικά η θέση της αστικής τάξης, που με το έργο του εκπροσωπούσε. Αναμφισβήτητα όμως το μεγάλο ποιητικό ταλέντο του, οι ριζοσπαστικές και εξελίξιμες πλευρές των ιδεών του, οι καινοτομίες στο ύφος και τον ρυθμό της ποιητικής γλώσσας, η τεράστια συνεισφορά του στην ανάπτυξη της δημοτικής και η γλωσσοπλαστική ικανότητά του, έβαλαν καθοριστικά τη σφραγίδα τους στην ποίηση των επερχόμενων γενεών, όπως του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, αλλά και του Βάρναλη και του Ρίτσου.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η ίδρυση του ΣΕΚΕ άνοιξαν ρήγμα στην αντίληψη της διανόησης για τον σοσιαλισμό

Ενα μικρό τμήμα των δημοτικιστών - μετά και τον αναπροσανατολισμό του Δημήτρη Ταγκόπουλου και του «Νουμά» από το 1919 προς τους νέους κοινωνικούς και σοσιαλιστικούς ορίζοντες και την υποταγή του δημοτικιστικού αγώνα του σε αυτούς - πλησίασαν γρήγορα την κομμουνιστική ιδεολογία, το ΣΕΚΕ και το εργατικό κίνημα, πολλοί περισσότεροι σε μια πορεία. Ανάμεσα στους πρώτους συμπεριλαμβάνονται ο Κώστας Παρορίτης, ο ποιητής Σπύρος Νικοκάβουρας, ο γλωσσολόγος Μένος Φιλήντας, οι ποιητές Ρήγας Γκόλφης και Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο κορυφαίος Κώστας Βάρναλης. Ανάμεσα σ' εκείνους που με σχετική καθυστέρηση προσέγγισαν το ΚΚΕ διακρίνεται η συμβολική μορφή του παιδαγωγού, διανοητή και κλασικού φιλόλογου Δημήτρη Γληνού (...).

Παρότι το νεαρό ΣΕΚΕ ταλανιζόταν από εσωκομματική διαπάλη, αντιμετωπίζοντας μάλιστα άγρια καταστολή από το αστικό κράτος επειδή αντιτάχθηκε στην ιμπεριαλιστική μικρασιατική εκστρατεία, η κομμουνιστική ιδεολογία άφησε έντονο αποτύπωμα στη λογοτεχνία της δεκαετίας του 1920, ιδιαίτερα μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.

Οι ευαίσθητες κεραίες των ποιητών της δεκαετίας δεν ήταν δύσκολο να συλλάβουν το νόημα της εποχής: Ενας κόσμος που γεννιέται κι ένας που πεθαίνει. Από τη μια, η νέα σοσιαλιστική κοινωνία που ερχόταν να πραγματοποιήσει τα πιο προωθημένα ιδανικά της ανθρωπότητας και, από την άλλη, ο καπιταλισμός που από καιρό είχε μπει στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, με τα συμπτώματα της παρακμής του στο απόγειο: Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και αστικοποίηση, με άθλιες συνθήκες ζωής για τα λαϊκά στρώματα, που επιδεινώθηκαν από τη μαζική εισροή των προσφύγων: Ανεργία, μισοαπασχόληση, εκμετάλλευση και φτώχεια που οδηγούσε μεγάλο ποσοστό τους στην εξαθλίωση και το περιθώριο, αρρώστιες που θέριζαν συχνά και τους ίδιους τους λογοτέχνες, κατάρρευση των εθνικιστικών αυταπατών και πολιτική κρίση (...).

Με αδύναμη ακόμη τη συνειδητή παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας, του ΚΚΕ, ήταν πολύ δύσκολο να βρουν τον δρόμο που οδηγεί από τα σκοτάδια της σύγχρονής τους πραγματικότητας στο φως της άλλης, της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι ποιητές της γενιάς του '20 αντανακλούν στο έργο τους αυτήν την αντίφαση: Αμφισβήτηση, αποστροφή για τον ξένο, τον εχθρικό κόσμο που τους περιβάλλει, αντίδραση με φυγή απ' αυτόν, αλλά και σύγκρουση με επαναστατικούς τόνους ή με έναν απελπισμένο αγώνα, όπως αυτός της κεντρικής φυσιογνωμίας της γενιάς, του Κώστα Καρυωτάκη. Η απέχθεια της γενιάς του '20 προς την παρηκμασμένη καπιταλιστική πραγματικότητα είναι η αιτία που οι εκπρόσωποι αστών λογοτεχνών της δεκαετίας του '30 - αναλαμβάνοντας να αναστηλώσουν τα καταρρακωμένα αστικά ιδεώδη - την πολέμησαν σκληρά ως παρακμιακή, μεμψίμοιρη και πεισιθάνατη, αποσιωπώντας, αν και μοντερνιστές, πως αυτή, η γενιά του '20, ήταν η πρώτη που εισήγαγε τον μοντερνισμό στην ελληνική ποίηση.

Την ίδια περίοδο άνθισε και η αντιπολεμική πεζογραφία με τρία έργα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας: Τη «Ζωή εν τάφω» (1924) του Μυριβήλη, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» το 1929 του Δούκα και το «Νο 31328» του Βενέζη το 1931.

Η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της Οκτωβριανής Επανάστασης εκδηλώθηκε και στην αστική λογοτεχνία της περιόδου: Στην κοινωνική τριλογία «Πλούσιοι και Φτωχοί», «Τίμιοι και Ατιμοι», «Τυχεροί και Ατυχοι» του σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης Γρηγόρη Ξενόπουλου και στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ με τίτλο «Ρουσία» του Νίκου Καζαντζάκη (...). Κάπως αργότερα στο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», του Μ. Καραγάτση, παρατηρούνται δείγματα συμπάθειας για το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, που σε επόμενες εκδόσεις αντιστρέφονται.

Η «προλεταριακή λογοτεχνία» και η επίδρασή της

Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κομμουνιστικής πεζογραφίας στη δεκαετία του ΄20 ήταν ο Πέτρος Πικρός - κομματικό στέλεχος κύρια από τη θέση του αρχισυντάκτη - αρχικά στον «Ριζοσπάστη» και στη συνέχεια διαδοχικά μέχρι το 1931 στα κομμουνιστικά λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα Επιθεώρηση» και «Πρωτοπόροι». Στο έργο του, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του, αποτυπώνονται οι αδυναμίες της νεοφώτιστης γενιάς των κομμουνιστών να επεξεργαστούν μια λογοτεχνία κατάλληλη να εκφράσει τα ιδανικά τους.

Για αρκετά ακόμη χρόνια η κομμουνιστική λογοτεχνία ταλαιπωρήθηκε από τα ανώριμα χαρακτηριστικά της αποκαλούμενης προλεταριακής τέχνης - μια αντανάκλαση ανάλογων αναζητήσεων στην ΕΣΣΔ - και τις διάφορες παραλλαγές της μέχρι το 1934, όταν στο συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων καθιερώθηκε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

Η στενή οριοθέτηση και σχηματικότητα, με την οποία παρουσιάστηκε και ερμηνεύτηκε στη συνέχεια ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στο όνομα της λαϊκότητας και της περιφρούρησης της νέας λογοτεχνίας από ξένες αστικές επιδράσεις, αλλά και η απώλεια από το 1935 του αντικαπιταλιστικού, ανατρεπτικού χαρακτήρα του, για να εξυπηρετηθεί η προβληματική στρατηγική περί σύμπηξης κομμουνιστικών και αστικών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων ενόψει του φασιστικού κινδύνου, εμπόδισαν για πολλά χρόνια την εκδήλωση της δυναμικής του. Παρ' όλα αυτά, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός άνοιξε τους ορίζοντες για μια βαθιά, υλιστική - διαλεκτική λογοτεχνική αντιμετώπιση της κοινωνικής - ιστορικής πραγματικότητας, με στόχο όχι απλά να την αποκαλύψει, αλλά επιδρώντας στη συνείδηση να την αλλάξει. Με άλλα λόγια, άνοιξε δρόμο για τη μετάβαση από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό και την επιφανειακή υποκατηγορία του, τον νατουραλισμό, στον ρεαλισμό που θα εκφράζει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Μέχρι τότε, ωστόσο, τόσο ο Π. Πικρός στη δεκαετία του ΄20 όσο και οι υπόλοιποι προλεταριακοί λογοτέχνες Γ. Καζαντζάκη, Θ. Κορνάρος, Ν. Κατηφόρης, Ε. Αλεξίου κ.ά. στη δεκαετία του '30, συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους - με αξιοθαύμαστο βέβαια τρόπο - στην αποκάλυψη και καταγγελία των πιο εξόφθαλμα νοσηρών ή δραματικών όψεων της καπιταλιστικής κοινωνίας (...) με την πεποίθηση ότι αυτό αρκούσε για να διεγερθούν αντικαπιταλιστικά αντανακλαστικά στον αναγνώστη. Μια θεώρηση που απηχούσε την τροτσκιστική θέση - που φαίνεται πως αρχικά υιοθετούσε και ο Λουνατσάρσκι - ότι σοσιαλιστική τέχνη θα υπάρχει μόνο στον κομμουνισμό, επομένως για τη λογοτεχνία στην περίοδο της καπιταλιστικής επικράτησης αρκεί η άρνηση της αστικής κοινωνίας (...).

Οι «Νέοι Πρωτοπόροι», το πιο προωθημένο πολιτικοϊδεολογικά περιοδικό της κομμουνιστικής διανόησης που εκδόθηκε στη θέση των «Πρωτοπόρων», δίχως πια τον Πικρό, παρενέβαιναν επίμονα με υποδείξεις για τη διόρθωση της τροπής που είχε πάρει η πεζογραφική δημιουργία των κομμουνιστών. Εως το 1934 επικέντρωνε στην ανάγκη να απομακρυνθούν οι λογοτέχνες από την αποσπασματική καταδίκη μεμονωμένων πλευρών της καπιταλιστικής κοινωνικής παθογένειας φανερώνοντας και τις αιτίες της, οδηγίες που δεν ξέφευγαν από τον αστικό κριτικό ρεαλισμό των κορυφαίων μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα, στο επίπεδο των οποίων η ελληνική μυθιστοριογραφία δεν είχε ποτέ φτάσει.

Στο επίμαχο ερώτημα για το πώς η προλεταριακή λογοτεχνία θα μπορέσει να υπερβεί την προηγούμενή της αστική, το περιοδικό δεν είχε επίσημη τοποθέτηση. Από τη μέχρι τότε αρθρογραφία στους «Νέους Πρωτοπόρους», αλλά και στο προηγούμενό τους κομμουνιστικό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» με διευθυντή τον ικανότατο δημοσιογράφο και κριτικό Αιμίλιο Χουρμούζιο - που, μέσω του τροτσκισμού, προσχώρησε αργότερα στο αστικό στρατόπεδο - διαφαινόταν η κατεύθυνση για μια λογοτεχνία που θα εκφράζει τους πόθους, τα ιδανικά, την ιδεολογία, τελικά την ψυχολογία της εργατικής τάξης, βασισμένη στον ορισμό του Μπουχάριν ότι η τέχνη είναι η συστηματοποίηση των συναισθημάτων.

Μια λογοτεχνία όμως που αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση της συνείδησης στην εργατική τάξη με όρους ψυχολογίας και όχι με την επιστημονική προσέγγιση του διαλεκτικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των κοινωνικών σχέσεων, πολύ εύκολα ξεπέφτει στην αυθαιρεσία και τον ιδεαλισμό (...).

Από την αφετηρία της ότι η τέχνη πρέπει να εκφράζει την ταξική εργατική ψυχολογία, η προλεταριακή λογοτεχνία πολύ εύκολα κατέληξε να προβάλλει μια εξιδανικευμένη εικόνα για την εργατική τάξη, διατυπώνοντας μάλιστα την κατεύθυνση πως ο λογοτεχνικός ήρωας πρέπει να είναι η μάζα της εργατικής τάξης και όχι το άτομο. Για ένα διάστημα επικράτησε μια ακραία εκδοχή του ουτοπικού αυτού φιλεργατισμού, πως μόνο οι εργάτες μπορούν να γράψουν προλεταριακή λογοτεχνία, γιατί καμιά άλλη κοινωνική κατηγορία δεν είναι ικανή να συλλάβει γνήσια τα βιώματά τους (...).

Σ' αυτές τις αντιλήψεις είναι ολοφάνερη η επίδραση της σοβιετικής Προλετκούλτ, μαζικής πολιτιστικής οργάνωσης με πρωταγωνιστή τον Μπογκντάνοφ, του οποίου η ιδεαλιστική φιλοσοφία είχε υποστεί την κριτική του Λένιν. Σύμφωνα με την τεχνοκρατική θεωρία του Μπογκντάνοφ, η εργατική τάξη αποκτά τα χαρακτηριστικά της πρωτοπορίας κύρια μέσα από τη συμμετοχή της στη σύγχρονα οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή. Επομένως, κάθε βιομηχανικός εργάτης έχει συνείδηση των συμφερόντων και του ρόλου του στην κοινωνία, έξω από τις σχέσεις ιδιοκτησίας που τη διαφεντεύουν και επιδρούν καταλυτικά στη συνείδησή του, αν δεν μεσολαβήσει για την πολιτική και ιδεολογική του αφύπνιση ο συνειδητός φορέας της εργατικής τάξης, το ΚΚ.

Επιπλέον, σε δημοσιευμένο στη «Νέα Επιθεώρηση» το 1929 άρθρο του, ο Μπογκντάνοφ υποστηρίζει ότι «η λογοτεχνία δεν επιτρέπεται, όσο η πολιτική, να υπολογίζει σε σύμμαχο που έρχεται απ' έξω».

Κώστας Βάρναλης και Γιάννης Ρίτσος, οι μεγαλύτερες μορφές της κομμουνιστικής λογοτεχνίας

Ετσι εξηγείται η επιφύλαξη της κομμουνιστικής λογοτεχνικής κριτικής απέναντι στον μικροαστικής προέλευσης και θέσης Βάρναλη, παρότι από νωρίς είχε αναγνωρίσει τη μεγάλη λογοτεχνική αξία και επαναστατικότητα του έργου του. Το μέγεθος ωστόσο του Βάρναλη μόνο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λογοτέχνες του καιρού του μπορεί κανείς να το συλλάβει σε όλο το βάθος και την έκτασή του. Πολύ νωρίτερα, από το 1922, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το «Φως που καίει», ο Βάρναλης είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα για να ανασάνει η ποιητική γενιά του ΄20 από την ασφυκτικά καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Πολύ έγκαιρα ακόμη, είχε φωτίσει με το έργο του τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει η λογοτεχνική πρωτοπορία για να αισθητοποιήσει καλλιτεχνικά την κομμουνιστική ιδεολογία της.

Ομως οι κατευθύνσεις που χάραξε ο Βάρναλης, με το λογοτεχνικό κυρίως έργο του, ήταν δύσκολο να υιοθετηθούν μέσα σ΄ένα κλίμα όπου θεωρούνταν δεδομένο πως η μέθοδος μορφοποίησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας μπορεί να ερευνηθεί και να προσδιοριστεί μόνο από τη χώρα που οικοδομεί τον σοσιαλισμό. Ετσι από την αρχή, του είχε ασκηθεί άδικη κριτική πως ήταν γκρεμιστής της παλιάς ζωής και όχι οικοδόμος της νέας (...).

Ομως ο Βάρναλης είχε σκέψη διαλεκτική. Με την ανελέητη σάτιρά του, αναδείκνυε τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της (...), αποκάλυπτε ότι η καπιταλιστική πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και χτυπούσε δυνατά την καμπάνα πως μόνο με την ταξική πάλη μπορούν αυτές οι αντιφάσεις να επιλυθούν σε όφελος των καταπιεσμένων. Η ποίησή του αποκλείει κάθε περιθώριο να σκεφτεί κανείς άλλη διέξοδο πέρα από την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού κόσμου και την οικοδόμηση ενός νέου, σοσιαλιστικού.

Στην πραγματικότητα, αυτό που του καταλογιζόταν ήταν η σπανιότητα θετικών ηρώων και η κριτική του στην ιδεολογική - πολιτική καθυστέρηση της εργατικής τάξης, παραβιάζοντας απαιτήσεις απαράβατες της προλεταριακής τέχνης και αργότερα του μηχανιστικά τοποθετημένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Μια κριτική που βέβαια τον βοήθησε να γράψει το 1930, τον αριστουργηματικό «Οδηγητή» και να τον προσθέσει στο «Φως που Καίει» σε νεότερη έκδοσή του. Ομως, ακόμη και χωρίς θετικούς ήρωες, το έργο του Βάρναλη αποπνέει την ιστορική επαναστατική αισιοδοξία, αβίαστα και χωρίς κηρύγματα. Είναι έργο σοσιαλιστικά ρεαλιστικό έξω από καλούπια και στρεβλώσεις, πριν ακόμη διατυπωθεί ο όρος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βάρναλης υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε ότι ο ιστορισμός στην ποίηση του Καβάφη αποτελούσε μέσον για κριτική στη σύγχρονή του πραγματικότητα και τον αξιοποίησε στο έργο του.

Εκείνος που εντόπισε γρήγορα τη σημασία του Βάρναλη ως τροχιοδείκτη για τη στρατευμένη στα κομμουνιστικά ιδανικά λογοτεχνία και πάτησε στα φτερά του για να πετάξει ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Από την πρώτη του συλλογή «Τρακτέρ» που κυκλοφόρησε το 1934 - χρονιά και ένταξής του στο ΚΚΕ - με ποιήματα γραμμένα από το 1930, ανάμεσα στις επιρροές άλλων σπουδαίων ποιητών - σαν τον Μαγιακόφσκι και τον Καρυωτάκη - διακρίνεται η καυστική σάτιρα του Βάρναλη για την αστική κοινωνία και το ρόλο της αστικής τέχνης. Η επίδραση του Βάρναλη αποτυπώνεται και στη δεύτερη συλλογή του Ρίτσου «Πυραμίδες» (1935) ειδικά στα επαναστατικά στοιχεία των αντιπολεμικών ποιημάτων του «Γράμματα από και για το μέτωπο», προδρομικά για τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο», στον οποίο η κληρονομιά του Βάρναλη δημιούργησε.

Αυτό υπήρξε και το τελευταίο ομοιοκατάληκτο ποίημα του Ρίτσου, που έχοντας εμβαθύνει στην ουσία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από την αρχή δεν δίστασε να οικειοποιηθεί τις μορφοπλαστικές κατακτήσεις οποιουδήποτε λογοτεχνικού ρεύματος, απογυμνωμένου από το ιδεαλιστικό ιδεολογικό - φιλοσοφικό του υπόβαθρο. Στις τρεις επόμενες συνθέσεις του «Το τραγούδι της αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία» και «Εμβατήριο του Ωκεανού» - γραμμένες στις συνθήκες της αγριότερης έως τότε καταδίωξης του ΚΚΕ από τη δικτατορία Μεταξά και με τη λογοκρισία να μεσουρανεί - υιοθέτησε τη μοντερνιστική γραφή, που πλευρές της ανιχνεύονται και σε προηγούμενα έργα του. Οι συνθέσεις αυτές, αν και στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, περιέχουν σαφείς νύξεις, ορισμένες φορές ιδιαίτερα τολμηρές, ενάντια στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και τον φασισμό ως συνειδητό αποκύημα της αστικής κυριαρχίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα συμφέροντά της.

Η αποτελεσματικότητα της ιδεολογικής παρέμβασης του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο

Παρά τις κατηγορίες που έχει δεχτεί η κομμουνιστική πρωτοπορία ότι στην αισθητική της υπήρξε συντηρητική, ανάμεσα στους πρώτους που υποδέχτηκαν στο έργο τους πρωτοποριακές και μοντερνιστικές τεχνοτροπίες ήταν κομμουνιστές και φιλοκομμουνιστές. Εκτός από τον Γιάννη Ρίτσο, συγκαταλέγονται σε αυτούς ο Νικήτας Ράντος, η Μέλπω Αξιώτη, μέλος του Κόμματος από το 1936, που θεωρείται εισηγήτρια τεχνοτροπιών του υπερρεαλισμού στην πεζογραφία, ο Γιάννης Σκαρίμπας με την εντελώς ιδιότυπη γραφή του που θυμίζει την υπερρεαλιστική χωρίς να εντάσσεται σε αυτή, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το ΚΚΕ είχε μια ιδιαίτερα αποτελεσματική ιδεολογική παρέμβαση στον Μεσοπόλεμο μέσω σειράς περιοδικών για τη λογοτεχνία και τις κοινωνικές επιστήμες («Νέοι Βωμοί», «Λογοτεχνική Επιθεώρηση», «Νέα Επιθεώρηση», «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι»). Σημαντικότατη ήταν και η επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στους φοιτητές. Η αστική διανόηση υποχρεώθηκε να οργανώσει την αντεπίθεσή της (...).

Η προσπάθεια της αστικής διανόησης να απαντήσει οργανωμένα στην επίδραση των κομμουνιστικών ιδεών

Σε ανταπάντηση των «Νέων Πρωτοπόρων», το 1933 εκδόθηκε το αντικομμουνιστικό περιοδικό «Ιδέα», με στόχο να καταπολεμήσει την κομμουνιστική ιδεολογία, αναζωογονώντας τις αρχές του ιδεαλισμού και του αστισμού. Τη συντακτική επιτροπή αποτελούσαν ο Σπύρος Μελάς, φανατικός τότε οπαδός του Βενιζέλου που στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους ναζί κατακτητές, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς και ο Γιάννης Οικονομίδης με σπουδές στη φιλοσοφία, ενώ βασικοί συνεργάτες ήταν ο Κ. Θ. Δημαράς και ο κριτικός λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας, το περιοδικό επιδίωξε να επιβάλει λογοτέχνες, έργα και αισθητικούς κανόνες που να υπηρετούν τους στόχους του, ενώ υιοθέτησε τον δημοτικισμό ως προϋπόθεση για την εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού, με σκοπό την αντίσταση στον κομμουνισμό, όπως λίγο αργότερα ο Μεταξάς (...). Στον Γληνό στο πεδίο της ιδεολογίας και στον Βάρναλη σ' αυτό της λογοτεχνίας προσωποποιήθηκαν τα πυρά του περιοδικού ενάντια στο ΚΚΕ (...).

Η σκυτάλη της αστικής αντεπίθεσης μεταβιβάστηκε στη συνέχεια στο επόμενο αστικό περιοδικό «Νέα Γράμματα» (1935 - 1940) επικεντρωμένο στη λογοτεχνία, που επιδεικνύει πιο σύγχρονο πνεύμα και χαμηλότερους αντικομμουνιστικούς τόνους. Αυτό, άλλωστε, ήταν λογικό, γιατί ο αντίπαλος είχε βγει από τη σκηνή. Οι ασφυκτικοί περιορισμοί και οι διώξεις που αντιμετώπιζε η κομμουνιστική διανόηση όλα τα προηγούμενα χρόνια από το βενιζελικό Ιδιώνυμο, με τη δικτατορία Μεταξά κορυφώθηκαν. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των «Νέων Πρωτοπόρων», ενώ σχεδόν σύσσωμη η τελευταία τους συντακτική επιτροπή βρέθηκε στις εξορίες: Ο Δημήτρης Γληνός στην Ανάφη και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία, ο Γιάννης Ζεύγος στην Ακροναυπλία, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και η Φούλα Χατζηδάκη στην Κίμωλο. Ο μόνος που δεν είχε συλληφθεί ήταν ο Νίκος Καρβούνης, ο οποίος στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας καθοδηγούσε την παράνομη φοιτητική - επιστημονική κομμουνιστική οργάνωση Αλήθεια. Επίσης στη Σίκινο εξορίστηκε και ο δημοσιογράφος και κριτικός Γιώργης Λαμπρινός, υπεύθυνος των «Πρωτοπόρων» που επανεκδόθηκαν για μικρό διάστημα στην Κατοχή, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος - που τα προηγούμενα χρόνια είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική αντιπαράθεση στους τομείς της Ιστορίας και της λογοτεχνικής κριτικής στη «Νέα Επιθεώρηση», στους «Νέους Πρωτοπόρους» και άλλα ευρύτερα προοδευτικά λογοτεχνικά περιοδικά - είχε συλληφθεί και φυλακιστεί.

Διευθυντής στα «Νέα Γράμματα» ήταν τα περισσότερα χρόνια ο γνωστός από το περιοδικό «Ιδέα» Αντρέας Καραντώνης, ενώ σ' αυτό συσπειρώθηκαν όλοι οι επώνυμοι λογοτέχνες της αντιεπιστημονικά αποκαλούμενης γενιάς του '30, καθώς δεν είχαν ιδεολογική ομοιογένεια. Ανάμεσά τους βασικότεροι ήταν οι Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Αντρέας Εμπειρίκος στην ποίηση και οι Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης, Στρατής Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης στην πεζογραφία. Ο τελευταίος μάλιστα το 1944 έγινε μέλος του ΚΚΕ, έχοντας όμως από εκείνα τα χρόνια δώσει στο έργο του δείγματα αμφισβήτησης μέχρι άρνησης της τάξης του, που είχαν εντοπιστεί από τους «Νέους Πρωτοπόρους», αλλά και από τον δαιμόνιο Καραντώνη.

Ο κεντρικός προσανατολισμός του περιοδικού συνοψιζόταν στην ανάδειξη της ελληνικότητας και συγκεκριμένα της εθνικής διάστασης στη λογοτεχνία μέσα από τη δημοτική γλώσσα και την προβολή της ελληνικής ιδιοτυπίας, έναντι της ταξικής διάστασης που εξέφραζε η κομμουνιστική λογοτεχνία. Ειδικά για την πεζογραφία, είχε προστεθεί και ο παράγοντας της προβολής των υποτιθέμενων αρετών της αστικής τάξης (...). Η πρόταξη της ελληνικότητας με θέματα από την Ιστορία, τον πολιτισμό, τη λαϊκή παράδοση, το λαό και τη φύση της Ελλάδας συγχωνεύονταν με ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα συγχρονισμού με τη Δύση. Η αισιοδοξία, η κατάφαση στην καπιταλιστική πραγματικότητα, αποτελούσε κεντρική απαίτηση. Με άλλα λόγια, το περιοδικό «Νέα Γράμματα» έθεσε κανόνες και προδιαγραφές για έναν αστικό ρεαλισμό στην πεζογραφία, απονευρωμένο από το πιο βασικό χαρακτηριστικό του - την κριτική στάση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα - στον αντίποδα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τους βασικούς συνεργάτες του περιοδικού - αν και δεν αμφισβητούσαν την αστική κυριαρχία - σαν άξιοι λογοτέχνες που ήταν, σχεδόν κανείς δεν αντιμετώπισε αβασάνιστα, άκριτα και αισιόδοξα την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.

Από το βήμα αυτού του περιοδικού - σε πείσμα της αντιπάθειας που έτρεφε ο Καραντώνης στα ξενόφερτα ρεύματα - προβλήθηκε το ποιοτικό άλμα, που συντελέστηκε την περίοδο εκείνη στην νεοελληνική ποίηση προς έναν αφομοιωμένο μοντερνισμό, καθώς και η αποφασιστική μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα, αλλαγές που απηχούσαν μια συγχρονισμένη με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ο Γιάννης Ρίτσος προχώρησε σε μια περιπαιχτική κίνηση, υποδηλωτική ότι οι κομμουνιστές δεν υστερούν στην ανανέωση της ελληνικής ποίησης, με το να στείλει τρία ποιήματά του στο περιοδικό κάτω από το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου και να αποσπάσει διθυραμβικούς επαίνους από τον Καραντώνη, ο οποίος στο πρόσωπο του Ρίτσου συγκέντρωνε εκείνη την περίοδο όλο το μένος του για την κομμουνιστική ιδεολογία.

Στο κλείσιμο της ομιλίας της, η Ελ. Μηλιαρονικολάκη σημείωσε ότι είναι χρέος η δημιουργία προϋποθέσεων, για να δυναμώσει η κομμουνιστική παρέμβαση στη λογοτεχνία. Σε αυτήν τη φροντίδα ήταν αφιερωμένο και τούτο το Συνέδριο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ