ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 22 Νοέμβρη 2014
Σελ. /24
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Απόφαση να πάμε μπροστά, όχι να στριφογυρίζουμε στο πίσω

Με άρθρο του στην «Καθημερινή», την Κυριακή 16/11, ο Αντ. Σαμαράς κάνει έναν σύντομο απολογισμό του κυβερνητικού έργου από το 2012, οπότε, όπως ισχυρίζεται, «ο ελληνικός λαός πήρε την απόφαση να προχωρήσει μπροστά! Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξεκινήσαμε μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και τριάντα χρόνια!». Είναι φανερό απ' αυτά που γράφει ότι ο απολογισμός έχει αποδέκτη το κεφάλαιο και όχι βέβαια το λαό.

Στα επιτεύγματα της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός συγκαταλέγει «την πιο θεαματική δημοσιονομική προσαρμογή που έχει γίνει ποτέ: Μηδενίσαμε το δημοσιονομικό έλλειμμα! Το 2015 τα πρωτογενή πλεονάσματα που βγάζουμε θα καλύπτουν και τις δαπάνες σε τόκους! Πράγμα που είχε να συμβεί στην Ελλάδα πάνω από σαράντα χρόνια, κι έχει συμβεί ελάχιστες φορές από ιδρύσεως ελληνικού κράτους».

Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά σε βάρος ποιανού έγινε αυτή η προσαρμογή; Στις πλάτες ποιων καλύφθηκαν τα ελλείμματα και προέκυψαν τα πρωτογενή πλεονάσματα; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Τη δημοσιονομική ανάκαμψη την πλήρωσε εξολοκλήρου ο λαός, δηλαδή ο μόνος που δεν ευθύνεται για τα κρατικά ελλείμματα και χρέη!

Το λαό τάραξε στη φορολογία η κυβέρνηση. Από αυτόν στέρησε ακόμα και τα στοιχειώδη στην Υγεία και στην Πρόνοια, μειώνοντας τα κονδύλια και αυξάνοντας την «ανταποδοτικότητα» των υπηρεσιών που προσφέρουν οι κρατικές δομές. Από το λαό κόπηκαν οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.


Μήπως αυτόν το δρόμο διάλεξε ο λαός το 2012, όταν - όπως λέει ο Α. Σαμαράς - αποφάσισε «να προχωρήσει μπροστά»; Το πισωγύρισμα είναι αναμφισβήτητο και φαίνεται στη ζωή της εργατικής - λαϊκής οικογένειας. Δεν ξεκίνησε βέβαια το 2012, αλλά επιταχύνθηκε την περίοδο της κρίσης. Και είναι πολύ μεγαλύτερο, αν πάρουμε για μέτρο σύγκρισης τις σύγχρονες ανάγκες και τη δυνατότητα που αντικειμενικά υπάρχει σήμερα για την ικανοποίησή τους.

Ηρθε η ανάκαμψη!

Αν και το πράγμα βγάζει μάτι, ο Αντ. Σαμαράς ισχυρίζεται λίγο - πολύ ότι το ξεζούμισμα του λαού άξιζε τον κόπο, επειδή «ήλθε η ανάκαμψη και μάλιστα υπό συνθήκες δύσκολης δημοσιονομικής προσαρμογής! Το τρίτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, για πρώτη φορά ύστερα από 24 τρίμηνα, η οικονομία κινήθηκε ανοδικά. Με 1,7%, δηλαδή πολύ περισσότερο απ' ό,τι προέβλεπαν και οι πιο αισιόδοξοι μέχρι χτες. Και η ανεργία άρχισε ήδη να υποχωρεί, σε πείσμα όσων προέβλεπαν την εφιαλτική διόγκωσή της».

Πώς έγιναν όλα αυτά; Απαντάει ο Αντ. Σαμαράς: «Απλά, οι μεταρρυθμίσεις που ξεκινήσαμε άρχισαν ήδη να αποδίδουν! Βεβαίως, έχουν να γίνουν ακόμα πολλά. Αλλά για πρώτη φορά έγιναν τομές αδιανόητες έως τώρα». Για την ανάκαμψη, ισχύει ό,τι και με την κάλυψη των ελλειμμάτων: Κάποιος την πληρώνει και κάποιος δρέπει τους καρπούς της. Οι ρόλοι είναι και εδώ μοιρασμένοι. Οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα πλήρωσαν την έξοδο από την κρίση, που οδηγεί σε «ξέφωτο» μόνο για το κεφάλαιο.

Μήπως όμως τώρα, που η ελληνική καπιταλιστική οικονομία αναπτύσσεται με 1,7% θα αυξηθούν οι μισθοί, θα επανέλθουν οι λεγόμενες «κοινωνικές παροχές» στα προ κρίσης επίπεδα, θα επιστραφούν τα λεφτά που κλάπηκαν από τα Ταμεία με το PSI; Μήπως θα καταργηθούν οι αντεργατικοί νόμοι, που στέλνουν τους εργαζόμενους σαν πρόβατα σε σφαγή να διαπραγματευτούν κατά μόνας τους όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης;

Αν η ανάπτυξη είναι χαράς ευαγγέλιο για το λαό, τότε γιατί συζητάμε πάλι για νέες ανατροπές στο Ασφαλιστικό, για νέες απολύσεις στο Δημόσιο, για νέες μειώσεις στις συντάξεις; Γιατί συζητάμε για απαγόρευση επί της ουσίας της συνδικαλιστικής δράσης;

Οπως πλήρωσε την έξοδο από την κρίση, έτσι ο λαός θα συνεχίσει να πληρώνει την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας στη φάση της ανάκαμψης, που κι αυτή κανείς δεν την εγγυάται. Αν το ιδεολόγημα της κρίσης ήταν ότι «πρέπει να σωθούμε», στη φάση της ανάκαμψης αντικαθίσταται από το «δεν πρέπει να ξανακυλήσουμε». Αυτό είναι το υπόβαθρο του εκβιασμού για όλα τα επόμενα μέτρα, που δεν έχουν τέλος, επειδή δεν έχει τέλος η δίψα των επιχειρηματικών ομίλων να βγάζουν ολοένα και μεγαλύτερο κέρδος, να βελτιώνουν διαρκώς τη θέση τους στον ανταγωνισμό, για να κυριαρχήσουν, ή για να μη χαθούν.

Αυτό το υπόβαθρο, δεν το αμφισβητεί ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, που κηρύττει ότι το δικό του μείγμα διαχείρισης, περισσότερο επεκτατικό ή λιγότερο περιοριστικό, εγγυάται καλύτερα τη διατήρηση και αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης.

Στα σκαλοπάτια της ανταγωνιστικότητας

Στο άρθρο του, ο Αντ. Σαμαράς δίνει και δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς εννοεί τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν και που πρέπει να συνεχιστούν και να βαθύνουν. Γράφει: «Το 2012, η Ελλάδα με βάση τη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας της Διεθνούς Τράπεζας βρισκόταν στην 147η θέση στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.

Σήμερα, με τις μεταρρυθμίσεις που ήδη έγιναν, η Ελλάδα βρίσκεται στην 36η θέση! Ανέβηκε μέσα σε δύο χρόνια 111 θέσεις! Και φέτος θα ανέβει ακόμα περισσότερο. Σε δύο - τρία χρόνια θα βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα διεθνώς. Κι αυτή είναι τελικά η αληθινή λύση στο πρόβλημα της ανεργίας. Γιατί όλες οι οικονομίες που βρίσκονται μπροστά σε αυτήν την κατάταξη, δεν έχουν κανένα πρόβλημα ανεργίας...».

Κοντολογίς, ο Αντ. Σαμαράς λέει ότι τα «γραφειοκρατικά» εμπόδια στη σύσταση νέων επιχειρήσεων επιβάρυνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ότι τώρα που το πρόβλημα λύνεται, είναι βέβαιο ότι θα μειωθεί και η ανεργία. Κατ' αρχήν, η άρση όποιων εμποδίων υπήρχαν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σαν κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν περισσότερο αναγκαίος στο κεφάλαιο, είναι ζήτημα αστικού εκσυγχρονισμού.

Δεν μπορεί, όμως, να παραγνωρίζει κανείς ότι γίνεται σε βάρος των εργαζομένων και του λαού. Γιατί η «γραφειοκρατία» δεν αφορά κυρίως τον αυτοαπασχολούμενο και τον μικροεπιχειρηματία, που τρέχει από υπηρεσία σε υπηρεσία, για να ανοίξει ένα μαγαζάκι και να βγάλει ένα μεροκάματο, κι αυτό μέχρι να τον «ρουφήξει» ο ανταγωνισμός. Αντίθετα, αφορά τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, που θέλουν να επενδύσουν μεγάλα ποσά, προσδοκώντας βέβαια μεγάλα κέρδη.

Αυτές είναι που περιορίζονται, για παράδειγμα, από τους περιβαλλοντικούς και άλλους όρους, από τις «αγκυλώσεις» της εργατικής - ασφαλιστικής νομοθεσίας που έχουν απομείνει και πάει λέγοντας. Αυτές είναι που ζητάνε την άρση κάθε περιορισμού στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, στην εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, των πρώτων υλών, των παραγωγικών δυνατοτήτων που δίνει η φύση. Γι' αυτούς νομοθετεί η κυβέρνηση και χάρη στις δικές τους επενδύσεις σκαρφαλώνει η χώρα την κλίμακα της ανταγωνιστικότητας.

Κρουαζιέρα θα σε πάω...

Αυτό, βέβαια, καθόλου δε φέρνει τους εργαζόμενους σε καλύτερη μοίρα, όπως προσπαθεί να πείσει ο Αντ. Σαμαράς. Μπορεί, βέβαια, στη φάση της ανάκαμψης η ανεργία να υποχωρεί σχετικά με την περίοδο της κρίσης, μπορεί σε ορισμένους κλάδους να υπάρξει και μια σχετική βελτίωση στους μισθούς, αλλά η γενική τάση δεν αντιστρέφεται. Η ανεργία δεν μπορεί να εξαλειφθεί στον καπιταλισμό, όση κι αν είναι η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.

Συμβαίνει, μάλιστα, μια οικονομία να είναι ψηλότερα στην κλίμακα της ανταγωνιστικότητας και η ανεργία να είναι σχετικά μεγάλη, επειδή εισάγει τεχνολογία για να αυξήσει την παραγωγικότητα και έτσι πετάει εκτός παραγωγής ζωντανή εργατική δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, η ανεργία δεν εξαλείφθηκε στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα των περισσότερων κρατών - μελών της είναι αθροιστικά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της Ελλάδας, όπως ο ίδιος ο Αντ. Σαμαράς λέει. Αντίθετα, η ανεργία στην ΕΕ και την Ευρωζώνη βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά.

Ακόμα πιο πέρα: Τι θέσεις εργασίας είναι αυτές που φτιάχνονται; Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι θέσεις προσωρινής ημιαπασχόλησης και υποαπασχόλησης, ή επίσης προσωρινής αυτοαπασχόλησης, που απλά συγκαλύπτουν την πραγματική ανεργία. Παράδειγμα γι' αυτό είναι στη χώρα μας ο τουρισμός. Τους καλοκαιρινούς μήνες η ανεργία μειώνεται, αλλά οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στα ξενοδοχεία και τις επισιτιστικές επιχειρήσεις είναι άθλιες, προσωρινές, κακοπληρωμένες, μέχρι και απλήρωτες.

Μάλιστα, ο Αντ. Σαμαράς φτάνει να επικαλείται την άρση του καμποτάζ στην κρουαζιέρα σαν τη μεταρρύθμιση που βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα και έφερε δουλειές. Γράφει στο άρθρο του: «Εμείς, λοιπόν, καταργήσαμε το "καμποτάζ", με αποτέλεσμα να έλθουν φέτος 4 εκατομμύρια τουρίστες μόνο από τα κρουαζιερόπλοια! Και να δώσουν πολύτιμη ώθηση στον τουρισμό. Το ίδιο συνέβη με τις συγκοινωνίες, τα ταξί, τα φορτηγά, τους όρους λειτουργίας των καταστημάτων».

Αλήθεια, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί η ανεργία των ναυτεργατών αυξάνεται αντί να μειώνεται. Γιατί παραμένουν άνεργοι πάνω από 15.000 ναυτεργάτες, αν το «καμποτάζ» εμπόδιζε τις δουλειές να «ανοίξουν»; Κι αν ο τουρισμός αυξήθηκε και φέρνει κέρδη, τότε γιατί καταργούνται οι Συλλογικές Συμβάσεις στα καράβια και στα ξενοδοχεία, αντί να αυξάνονται οι μισθοί των εργαζομένων;

Κι αν η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας ωφελεί το εμπόριο, γιατί τα μικρομάγαζα κλείνουν με το σωρό; Γιατί ο τζίρος συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερες μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σ' αυτές αμείβονται με λιγότερα και εργάζονται σε χειρότερες συνθήκες;

Να βγει η πλειοψηφία στο προσκήνιο

Σε τελική ανάλυση, επαληθεύεται ότι από τις μεταρρυθμίσεις-αναδιαρθρώσεις ωφελημένοι βγαίνουν οι καπιταλιστές, οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι και όχι βέβαια οι εργαζόμενοι και ο λαός. Αυτό θα συνεχίσει να γίνεται όσο τα μονοπώλια κρατούν τα γκέμια της οικονομίας, όσο το κράτος αποτελεί δύναμη επιβολής των συμφερόντων τους πάνω στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Να τι πρέπει να γίνει σήμερα! Να δεθεί καλύτερα ο αγώνας ενάντια στο αλυσόδεμα του λαού, με την πάλη για το σπάσιμο της αλυσίδας.

Αυτό σημαίνει σύγκρουση και ρήξη με το κεφάλαιο και τη στρατηγική του, σημαίνει ανάδειξη του λαού σε πραγματική αντιπολίτευση με όρους κινήματος απέναντι σε οποιαδήποτε κυβέρνηση θέλει να διαχειριστεί τον βάρβαρο καπιταλισμό. Σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ανασύνταξη του κινήματος σε ταξική κατεύθυνση και ισχυρό ΚΚΕ. Ετσι μόνο θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το λαό να προχωρήσει πραγματικά μπροστά!


Του
Περικλή ΚΟΥΡΜΟΥΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ