ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 22 Οχτώβρη 2022 - Κυριακή 23 Οχτώβρη 2022
Σελ. /40
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Λέγε μέσα σου πως δεν θα πάψης ποτέ να ελπίζεις»*

Το πρώτο εξώφυλλο της έκδοσης «Μπολιβάρ» που κυκλοφόρησε το 1944
Το πρώτο εξώφυλλο της έκδοσης «Μπολιβάρ» που κυκλοφόρησε το 1944
Πολύ χρώμα και «παράδοξες» συναντήσεις προσώπων μυθικών και υπαρκτών, στη ζωγραφική, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του, αλλά και στην ποίησή του, είναι η σκηνή και οι πρωταγωνιστές της ωραίας «πολιτείας» που δημιούργησε ο Νίκος Εγγονόπουλος.

Με υψηλούς στόχους για τη ζωή, ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε ρηχή κοσμικότητα, στόμφο και μεγαλοστομία, προσπάθησε «ιστορώντας» ποίηση με τη ζωγραφική του και ζωγραφική με την ποίησή του να γεφυρώσει την αντίθεση ανάμεσα στα εξορισμένα όνειρα και τη σκληρή πραγματικότητα, προσπάθησε αν όχι να καταργήσει, έστω να αναιρέσει τα όρια αυτά μέσω της τέχνης.

Αυτή, εξάλλου, ήταν και η ουσία του υπερρεαλισμού, του κινήματος που αναδύθηκε στην κατεστραμμένη από τον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο Δυτική Ευρώπη, με αρχικά διακηρυγμένο στόχο μια άλλη στάση ζωής, η οποία θα ήταν το αποτέλεσμα ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας.

Εξαρχής με συνειδητά διαμορφωμένη ποιητική πρόταση

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα, από πατέρα Κωνσταντινουπολίτη και μητέρα Αθηναία, και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη.

Από το 1920 έως το 1928 ήταν οικότροφος σε λύκειο στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα και αντιμετωπίζοντας βιοποριστικά προβλήματα εργάστηκε, φοιτώντας συγχρόνως σε νυχτερινό γυμνάσιο για να αποκτήσει ελληνικό απολυτήριο.

Στο διάστημα 1932-1938 φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ συνδέθηκε με τον Φώτη Κόντογλου από τον οποίο διδάχθηκε βυζαντινή αγιογραφία.

Καθοριστική χρονιά για τον Ν. Εγγονόπουλο ήταν το 1938, καθώς με την ολοκλήρωση των σπουδών του κοντά στον Κ. Παρθένη ένιωσε ελεύθερος να εκφραστεί προσωπικά στην τέχνη, σε «διαφορετική σχολή», εν προκειμένω υπερρεαλιστικά, καθώς θεωρούσε απρέπεια να κάνει κάτι τέτοιο όσο μαθήτευε δίπλα στον δάσκαλό του.


Εκείνη τη χρονιά πραγματοποίησε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του με μετάφραση ενός ποιήματος του Τριστάν Τζαρά στον συλλογικό τόμο «Υπερρεαλισμός», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Επίσης το 1938 πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του στο περιοδικό «Κύκλος», από τις εκδόσεις του οποίου κυκλοφόρησε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η πρώτη ποιητική συλλογή του «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν».

Το 1939 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής» από τις εκδόσεις «Ιππαλεκτρυών» και πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση πινάκων του.

Η κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής του προκάλεσε πρωτοφανές για τα ελληνικά γράμματα «σκάνδαλο», με χυδαίες προσωπικές επιθέσεις τόσο εναντίον του, όσο και εναντίον του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος μαζί με τον Κώστα Παρθένη ήταν οι μόνοι που τον υπερασπίστηκαν.

Σημαντικό είναι ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος ευθύς εξαρχής κατέθεσε συνειδητά διαμορφωμένη ποιητική πρόταση.

Ο Εγγονόπουλος και η «Γενιά του '30»

Ο Νίκος Εγγονόπουλος δήλωνε ότι δεν ανήκε στη «Γενιά του '30», δηλαδή στους αστούς διανοούμενους που επιχειρούσαν τον συγχρονισμό με τα τότε ευρωπαϊκά ρεύματα Τέχνης, με ταυτόχρονη αξιοποίηση των γηγενών στοιχείων και διαφοροποίηση από τις προηγούμενες γενιές λογοτεχνών.

Σε συνθήκες ιδιαίτερα σύνθετες, το εύρος και η σημασία των οποίων δεν μπορούν να αναλυθούν στα όρια του παρόντος άρθρου, η αστική διανόηση στρέφεται και προς την «παράδοση», επιχειρώντας να κατασκευάσει τον «Ελληνισμό», μια δήθεν «ενιαία ολότητα», δηλαδή, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά «ασυμβίβαστα» με τα «δυτικά».

Κυρίως, επιχείρησαν να πείσουν ότι στον δήθεν ενιαίο «Ελληνισμό» δεν υπάρχουν ασυμφιλίωτες ταξικές αντιθέσεις.

Στη «Δύση» είχαν αντιταχθεί και οι υπερρεαλιστές, θεωρώντας τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αλλά και την αλλοτρίωση των μαζών στο εκμεταλλευτικό σύστημα ως «τρέλα» που είχε τις αιτίες της στον μηχανιστικό ορθολογισμό, ο οποίος απομυζούσε τους πιο ζωτικούς χυμούς των ανθρώπων.

Αντίπαλος αυτού του ορθολογισμού ήταν και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο οποίος, όμως, δεν εχθρευόταν γενικά τη «Δύση», αλλά επιδίωκε να δείξει πως η ζωή είναι πιο πλούσια, πιο απρόβλεπτη, πιο «μαγική» από τους στεγνούς υπολογισμούς και τα «κοινωνικά συστήματα», τα οποία γενικεύοντας αντιμετώπιζε ως «ίδια», που καταντούσαν τους ανθρώπους «σκιές».

Γι' αυτόν τον λόγο, αν στην ποίηση της «Δύσης» στο φοβερό βάραθρο του υποσυνείδητου ελλοχεύει ο θάνατος, στη δική του ποίηση υπάρχει ζωή, γιατί κάπου στο βάθος τρεμοπαίζει το ελπιδοφόρο φως των εικόνων με τις οποίες μιλούν τα απωθημένα όνειρα. Αυτές τις εικόνες ο δημιουργός θα ανασύρει με την τέχνη του, γεφυρώνοντας τις αποστάσεις, «συμφιλιώνοντας» την πεζή πραγματικότητα με το όνειρο.

Ο Εγγονόπουλος αντλεί και αυτός από την «παράδοση», αλλά για να δείξει με παράξενα συναπαντήματα - ο Μεγαλέξαντρος και ο Ρήγας Φεραίος με το μπουζούκι του, η κόρη με τους χρυσούς μαστούς και ο Παρθένης με τον Κόντογλου και πολλοί άλλοι - πόσο πλούσια και απρόβλεπτη είναι η ζωή.

Στην ποίησή του δεν «κυριαρχεί» κανένα θέμα. Αναδεικνύει σε κάθε ποίημά του την κυματοειδή πορεία της ζωής ανάμεσα σε υψηλές και ταπεινές στιγμές, ανάμεσα σε τραγικότητα, αδιέξοδα και διαψεύσεις και ελπίδες και όνειρα.

Ως υπερρεαλιστής, ο Νίκος Εγγονόπουλος μέσω της δημιουργίας του εξέφρασε την ηθική του εξέγερση και εν τέλει την ανάγκη μεταμόρφωσης του κόσμου, χωρίς όμως ταξική πάλη, επαναστατική ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος και εξουσία της εργατικής τάξης.

Τα χρόνια της θύελλας

Τα βιώματα του Νίκου Εγγονόπουλου στη διάρκεια της δεκαετίας 1940-1950 αποτυπώνονται καταρχάς σε επτά ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» τον Μάρτιο του 1944, τα οποία περιελήφθησαν στη συλλογή «Η Επιστροφή των Πουλιών» που δημοσιεύθηκε το 1946.

Το 1940 υπηρέτησε στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου.

Στις 13 Απριλίου 1941 συνελήφθη αιχμάλωτος των ναζί, κρατήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Σερβία, από όπου κατάφερε να δραπετεύσει.

Το 1942 γράφει τον αριστουργηματικό «Μπολιβάρ» που διαδόθηκε σε χειρόγραφο από χέρι σε χέρι, ενώ κυκλοφόρησε το 1944.

Οπως ανέφερε ο ίδιος, το ποίημα στάθηκε αφορμή για να τον αναζητούν οι ναζί στην Αθήνα, ενώ τον έκρυψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Στη διάρκεια της Κατοχής έγραψε επίσης το εξαίσιο «Ενα οργισμένο ποίημα της Κατοχής» με αφορμή την εκτέλεση στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης του Μήτσου Αστερίου από τους Γερμανούς, οι οποίοι πρώτα τον τύφλωσαν σε βασανιστήρια.

Τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο του 1945 δημοσιεύει το ποίημα «Πικασσό» με αναφορές στον Δεκέμβρη του '44.

Το 1948 κυκλοφορεί η συλλογή «Ελευσις» (ο ίδιος δεν τόνισε τη λέξη): «Τούτη η εποχή / του εμφυλίου σπαραγμού / δεν είναι εποχή / για ποίηση / κι' άλλα παρόμοια: / σαν πάει κάτι / να / γραφή / είναι / ως αν / να γράφονταν / από την άλλη μεριά / αγγελτηρίων /θανάτου / γι' αυτό και / τα ποιήματά μου / είν' τόσο πικραμένα / (και πότε -άλλωστε- δεν είσαν;) / κι' είναι / -προ πάντων- / και / τόσο/ λίγα».

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε περίοδο όπου όλα τα έντυπα έγραφαν περί «συμμοριτοπόλεμου», εκείνος έγραψε περί «εμφυλίου σπαραγμού».

Επιπλέον, το 1948 ο Ν. Εγγονόπουλος όπως και οι Αιμ. Χουρμούζιος, Α. Σικελιανός, Γ. Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Ν. Γκάτσος, Α. Εμπειρίκος, Τ.Κ. Παπατζώνης, Β. Βαρίκας δεν συμμετείχαν στην «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών», την οποία δημιούργησαν όσοι παραιτήθηκαν από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών ως αντίπαλοι της «ανταρσίας», όπως ονόμασαν την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα στον 20ό αιώνα, με τον αγώνα του ΔΣΕ.

Η δημιουργική του πορεία και εκείνη ως πανεπιστημιακού δασκάλου στο ΕΜΠ συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια.

Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Biennale Βενετίας, το 1958 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως.

Το 1966 επανεκδόθηκαν οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του, το 1977 εκδόθηκε σε δύο τόμους από τις εκδόσεις «Ικαρος» το ποιητικό του έργο και το 1978 η εξαιρετική και επί της ουσίας αυτοβιογραφική ποιητική συλλογή «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες».

Το 1979 τιμήθηκε εκ νέου με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος «έφυγε» στις 31 Οκτωβρίου 1985.

Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής**

Ολη η δύναμη της ποίησης του Νίκου Εγγονόπουλου είναι εκείνη των μεταφορών του, και γι' αυτό το ποίημα πρέπει να «διαβάζεται» συνολικά ως «εικόνα». Υπηρετεί, έτσι, την υπερρεαλιστική «επιταγή» πως ο αναγνώστης πρέπει να «ζει» το ποίημα, όχι να το «καταλαβαίνει».

Εκείνο που «ανακαλύπτει» ο Εγγονόπουλος είναι βαθιά ανθρώπινο. Το αναπάντεχο που ξαφνιάζει στην ποίησή του, δείχνει την α-νοησία του στόμφου και των άκριτα μεγαλεπήβολων σχεδίων που απειλούν τον άνθρωπο με συντριβή.

Μέσα από μια εν πολλοίς μοναχική και όχι χωρίς αντιφάσεις πορεία, ο Ν. Εγγονόπουλος υπήρξε ένας δημιουργός, πρώτα - πρώτα με ειλικρινή προβληματισμό και αγωνία, ο οποίος δεν έχασε την ελπίδα του και γι' αυτό η πνευματική του κληρονομιά είναι σημαντική με ορισμένα εξαίσια έργα, και κυρίως επειδή είναι η κληρονομιά ενός ανθρώπου που πάσχισε σε όλη του τη ζωή να δώσει λίγη παρηγοριά στον πικραμένο άνθρωπο όπου Γης.

* Ο τίτλος του άρθρου από πρόταση του Ν. Εγγονόπουλου στο κείμενο «Ικεσία» - «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες»

** Τίτλος ποιήματος του Ν. Εγγονόπουλου - «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες»

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Νίκος Εγγονόπουλος: «Ποιήματα» - Εκδ. «Ικαρος»

Νίκος Εγγονόπουλος: «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» - Εκδ. «Ικαρος»

Νίκος Εγγονόπουλος: «Πεζά Κείμενα» - Εκδ. «Υψιλον/βιβλία»

Νίκος Εγγονόπουλος: «Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά...» - Εκδ. «Υψιλον/βιβλία»

Ανδρέας Εμπειρίκος: «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο» - Εκδ. «Αγρα»

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου: «Νίκος Εγγονόπουλος - Η ποίηση στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας» - Εκδ. «Στιγμή»


Γιώργος ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Μέλος του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ