Αποκαλυπτικά στοιχεία από την έκθεση του Eurofound, για την πορεία αύξησης των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλίων αυξάνει αντικειμενικά το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και η παραπέρα ελαστικοποίηση και ευελιξία στην αγορά εργασίας. Ετσι, μια θέση πλήρους απασχόλησης μοιράζεται πλέον σε δύο και τρεις ανέργους, που προσπαθούν να ζήσουν με 200 και 300 ευρώ το μήνα, ενώ γενικεύονται και όλες οι ευέλικτες μορφές.
Πρωτεργάτης στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων δεν είναι μόνο οι μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι, αλλά και το κράτος, που διευρύνει σταθερά την ελαστικότητα στην εργασία, θέλοντας να περιορίσει το κόστος της και να πετύχει τη δημοσιονομική προσαρμογή, που είναι προαπαιτούμενο για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Θέλει ακόμη να μειώσει πλασματικά την ανεργία και λέμε πλασματικά γιατί αυτές οι θέσεις εργασίας δεν είναι μόνιμες, σταθερές, με σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο 8ωρο ή 7ωρο, πλήρη ασφαλιστική κάλυψη κ.λπ.
Βέβαια, οι ανατροπές στα Εργασιακά, με στόχο τη μεγαλύτερη ευελιξία, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ούτε ξεκίνησε να υπάρχει (αν και εντάθηκε ραγδαία) στα χρόνια της κρίσης. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από οργανισμούς που λειτουργούν για λογαριασμό των μονοπωλίων, όπως είναι το Eurofound (οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο οποίος ιδρύθηκε το 1975 και ασχολείται κυρίως με μελέτες των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας).
Στην Εκθεσή του «Πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της προσωρινής απασχόλησης: Αύξηση της απασχόλησης, μισθοί και μεταβάσεις» (2015) παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι η κυριαρχία των ελαστικών και προσωρινών μορφών απασχόλησης, που συνοδεύονται από μείωση μισθών και συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, υπηρετεί διαχρονικά τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Χαρακτηριστικά, η Εκθεση επισημαίνει: «Η αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας και του παγκόσμιου ανταγωνισμού στη δεκαετία του 1980 οδήγησε σε αιτήματα για μεγαλύτερη ευελιξία στην εργασία αγορών (...) Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια αυξανόμενη χρήση των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες».
Αναλυτικότερα, αναφέρει πως «οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης προσφέρουν στις επιχειρήσεις το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους» και εξηγεί ότι «όταν μια προσωρινή σύμβαση δεν ανανεωθεί, το κόστος είναι πρακτικά μηδενικό, ενώ οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνήθως έχουν σημαντικό κόστος λόγω της αποζημίωσης απόλυσης».
Ακόμα, «η μεγαλύτερη δυναμική των συμβάσεων ορισμένου χρόνου μπορεί να εξηγηθεί από την ευελιξία που παρέχουν στους εργοδότες. Οι προσωρινές συμβάσεις επιτρέπουν στους εργοδότες να επεκτείνουν το εργατικό δυναμικό τους πιο γρήγορα, κάθε φορά που η ζήτηση για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους αρχίζει να διευρύνεται ή αναμένουν βελτίωση των συνθηκών. Από την άλλη, οι εργοδότες μπορούν να αρχίσουν τη μείωση του εργατικού δυναμικού με τη μη ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όταν υπάρχει αβεβαιότητα στο επιχειρηματικό περιβάλλον».
Με άλλα λόγια, οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης είναι πιο φτηνές, γιατί οι εργοδότες μπορούν με αυτές να προσλαμβάνουν και να απολύουν όποτε αυτοί θέλουν, χωρίς το κόστος της αποζημίωσης. Ετσι, προσαρμόζουν το εργατικό δυναμικό και επομένως το κόστος εργασίας ανάλογα με τις διακυμάνσεις και τα σκαμπανεβάσματα στην καπιταλιστική παραγωγή ή ανάλογα με την εποχικότητα ορισμένων κλάδων της οικονομίας.
Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία, οι προσωρινά απασχολούμενοι είναι πιο φτηνοί συγκριτικά με τους εργαζόμενους που έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η Εκθεση αναφέρει ότι «κατά μέσο όρο, οι προσωρινοί απασχολούμενοι στα 19 κράτη - μέλη της ΕΕ με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, αμείβονται κατά 19% χαμηλότερα από ό,τι οι μόνιμοι εργαζόμενοι (σ.σ. εννοεί με συμβάσεις αορίστου χρόνου)».
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην ίδια έκθεση αφορούν στην περίοδο 2001-2012, που σημαίνει ότι δεν έχει συμπεριληφθεί η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των προσωρινών μορφών απασχόλησης που καταγράφεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, κάτι που παραδέχεται ουσιαστικά και η ίδια η έκθεση. Εχοντας δεδομένη την έλλειψη αυτή, από την παράθεση των στοιχείων προκύπτει ότι:
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εξής χαρακτηριστικά της προσωρινής απασχόλησης, που καταγράφει η έκθεση:
Τα στοιχεία της Εκθεσης για την Ελλάδα δείχνουν μείωση σε απόλυτους αριθμούς των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης για τη συγκεκριμένη περίοδο (2001-2009). Συγκεκριμένα, το 2001 εμφανίζει να έχει 318.000 συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, το 2008 αυξάνονται ελαφρά στις 328.000 και το 2012 πέφτουν στις 235.000.
Η μείωση αυτή μπορεί να εξηγηθεί τόσο από τη μείωση του συνόλου των απασχολουμένων, όσο και από τη δραστική συρρίκνωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο, που μέχρι το 2008 πρωτοστατούσε σε προσλήψεις ορισμένου χρόνου, πολύ περισσότερο από σήμερα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, που δεν απεικονίζονται στην Εκθεση, η αύξηση της προσωρινής απασχόλησης έχει λάβει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο της λήξης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που δίνει το σύστημα «Εργάνη», το οποίο με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο δείχνει την αύξηση αυτού του είδους των συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, το στοιχείο που αναφέρεται στη λήξη των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, για τον Ιούνη των ετών 2013 έως 2016, καταγράφει τεράστια άνοδο κατά 106,5% (!) μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Σε αριθμούς, τον Ιούνη του 2013 έληξαν 47.442 συμβάσεις ορισμένου χρόνου, φτάνοντας, μέσα από συνεχείς ετήσιες αυξήσεις, τον Ιούνη του 2016, τις 97.952!
Επίσης, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας που προκύπτουν κάθε μήνα, είναι θέσεις μερικής - προσωρινής απασχόλησης, που σημαίνει ότι η ευελιξία κερδίζει σταθερά έδαφος.
Εκεί αποσκοπούν άλλωστε και οι νέες ανατροπές που σχεδιάζουν κυβέρνηση - κεφάλαιο και κουαρτέτο στα Εργασιακά, βάζοντας στο στόχαστρο την όποια προστασία έχει απομείνει από τις ομαδικές απολύσεις, την παραπέρα περιστολή της συνδικαλιστικής δράσης και την κατοχύρωση της ζούγκλας που επικρατεί σήμερα στην αγορά εργασίας με νέους αντεργατικούς νόμους.