ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Ιούλη 2013
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κυκλοφόρησε το 4ο τεύχος 2013 της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης

Το 4ο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης κυκλοφορεί σε μια χρονική συγκυρία όπου προωθείται με εντατικούς ρυθμούς ο κεντρικός στόχος της αστικής τάξης για ραγδαία μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, ενώ ταυτόχρονα εκφράζονται πιο ανοιχτά, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, οι νομοτελειακές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η «επίλυση» της κυβερνητικής κρίσης με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και τον κυβερνητικό ανασχηματισμό αποτελεί άλλο ένα επεισόδιο στη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, στη διαδικασία διαμόρφωσης νέου διπολισμού, της «Κεντροδεξιάς» και της «Κεντροαριστεράς», επιβεβαιώνοντας ότι, στις σημερινές συνθήκες, καταφέρνει να εξασφαλίζει μια σχετική σταθερότητα της αστικής διακυβέρνησης. Φυσικά, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα τίποτα καλό δεν έχουν να περιμένουν από τις αναδιατάξεις στο αστικό πολιτικό σκηνικό, μια που τόσο τα κόμματα της συγκυβέρνησης όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ως άξονα της πολιτικής τους το στόχο ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας», της λεγόμενης «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του ελληνικού καπιταλισμού. Εχει όμως ιδιαίτερη σημασία οι κομμουνιστές να μελετούν αυτές τις αναδιατάξεις που εκφράζουν τις προσπάθειες της αστικής τάξης να διαχειριστεί την καπιταλιστική οικονομική κρίση προς όφελός της, να αναδιατάξει τις συμμαχίες της, να ενσωματώσει με αποτελεσματικό τρόπο τη δυσαρέσκεια των εργατικών και λαϊκών μαζών.


Οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της προηγούμενης τρικομματικής κυβέρνησης (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ), με αφορμή πρώτα το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και στη συνέχεια το κλείσμο της ΕΡΤ, σίγουρα εκφράζουν και τις προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ να διατηρηθούν στο αστικό πολιτικό σκηνικό ως υπολογίσιμες δυνάμεις με ρόλο στην αναμόρφωση του νέου διπόλου ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ. Εχουν όμως και ένα πολύ βαθύτερο περιεχόμενο. Αντανακλούν σε πολιτικό επίπεδο τη διαπάλη που εξελίσσεται μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης για το μείγμα των αντιδραστικών μέτρων που θα εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια, για τον κλαδικό προσανατολισμό των επενδύσεων κεφαλαίου, για την κατεύθυνση των συμμαχιών με τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, αλλά και για το είδος των αλλαγών στο αστικό εποικοδόμημα (κομματικό σύστημα, κυβερνητικό σχήμα, Σύνταγμα, Δίκαιο, νομοθεσία για διαδηλώσεις - συνδικαλιστικό κίνημα κ.τ.λ.) που θα το θωρακίσουν καλύτερα και θα του επιτρέψουν να υλοποιήσει τα αντιδραστικά μέτρα με τις λιγότερες δυνατές κοινωνικές αντιδράσεις.

Τα στοιχεία και οι εξελίξεις του τρέχοντος έτους δείχνουν ότι συνεχίζονται η μεγάλη μείωση του ΑΕΠ με αμφίβολο το ενδεχόμενο ανάκαμψης για το 2014, οι παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων προς την κυβέρνηση προκειμένου να συνεχιστούν χωρίς καθυστερήσεις οι «μεταρρυθμίσεις», οι τρύπες του κρατικού προϋπολογισμού και η άθλια κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, η διόγκωση του κρατικού χρέους, ενώ το ΔΝΤ απειλεί να διακόψει τη χρηματοδότηση αν δεν υπάρξει νέο «κούρεμα» με τη συμμετοχή της ΕΕ. Στο υπόβαθρο αστικών πολιτικών αντιθέσεων βρίσκονται σημαντικές οικονομικές διεργασίες συγκεντροποίησης κεφαλαίου στις τράπεζες, στην Ενέργεια, στις υποδομές μεταφορών, οι ανταγωνισμόι ευρωπαϊκών, κινεζικών, αμερικανικών μονοπωλίων που οδήγησαν στην αναστολή της συγχώνευσης Εθνικής - Eurobank, της εξαγοράς της ΔΕΠΑ από ρωσικούς μονοπωλιακούς ομίλους. Η ελληνική αστική τάξη ξεδιπλώνει τη δραστηριότητά της σε μια περιοχή όπου είναι ιδιαίτερα οξυμένοι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, πρώτα και κύρια για τις ενεργειακές πηγές και τους δρόμους μεταφοράς, με ορατό τον κίνδυνο επέκτασης και γενίκευσης των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρό τους τη Συρία και το Ιράν.


Τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος στην ΕΡΤ αποτελούν κρίκο στην πολιτική που αποβλέπει να δημιουργήσει έναν κρατικό τομέα πιο «ευέλικτο» και «εκσυγχρονισμένο», πιο εξυπηρετικό στις ανάγκες των καπιταλιστών, με υπαλλήλους πειθήνιους, φοβισμένους και με συμπιεσμένα τα μισθολογικά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Σημαντικό μέρος αυτής της πολιτικής είναι και οι αλλαγές στις αναλογίες κράτους - ιδιωτικού κεφαλαίου στο δίκτυο των ψηφιακών συχνοτήτων, ζήτημα που επίσης αφορά τα τηλεπικοινωνιακά και ενεργειακά δίκτυα. Οι κινητοποιήσεις που ακολούθησαν ανέδειξαν, για μια ακόμα φορά, με έντονο τρόπο μια σειρά πλευρές της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης: Το «όλοι μαζί» στο κίνημα, τα περί «ενότητας των αριστερών δυνάμεων» που μπορεί δήθεν να δώσει ελπίδα στο λαό, αλλά και ζητήματα σχετικά με το ρόλο και τις λειτουργίες του αστικού κράτους. Πολιτικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια ο ΣΥΡΙΖΑ, επιχείρησαν να μετατρέψουν το προαύλιο της ΕΡΤ σε «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για τη στάση τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Οι αντιδραστικές αλλαγές της τελευταίας 20ετίας, με την πρόσκαιρη κυριαρχία των δυνάμεων του κεφαλαίου παγκόσμια τροφοδότησαν νέα αναθεωρητικά και οπορτουνιστικά ρεύματα στο κομμουνιστικό κίνημα, ξαναζωντάνεψαν παλιές θεωρίες για την αναγκαιότητα «ανεξαρτησίας» και «ουδετερότητας» των συνδικάτων, πέρα από κόμματα και «σεχταριστικές» διαιρέσεις, αντιλήψεις που ισχυρίζονται ότι ο συντονισμός της πάλης των εργατών σε ταξική κατεύθυνση στενεύει την πάλη, την υποτάσσει σε πολιτικές προτεραιότητες, την εγκλωβίζει σε καλούπια που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Φυσικά, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και τα στηρίγματά τους στο συνδικαλιστικό κίνημα όχι μόνο ικανοποιούνται από τέτοιες αντιλήψεις, αλλά τις προβάλλουν και τις συντηρούν ως δήθεν μοντέρνες και προοδευτικές.

Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για καινούργιες θεωρίες. Σε κάθε ιστορική καμπή και υποχώρησή του το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα γνώρισε τέτοιες τάσεις. Η ίδια όμως η ιστορική πείρα καταδεικνύει ότι ο καθαρός προσανατολισμός για τους τελικούς στόχους της ταξικής πάλης, η σύγκρουση με τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου και με τους εκπροσώπους του στο συνδικαλιστικό κίνημα αποτελούν αναγκαίους όρους για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του κινήματος, για την αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου, για το άνοιγμα του δρόμου για συνολικότερες ανατροπές.

Στη χώρα μας, είναι ορατό το αποτέλεσμα της πολιτικής της ταξικής συνεργασίας των πλειοψηφιών (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ) σε ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, αλλά και σε ομοσπονδίες και πρωτοβάθμια σωματεία. Οι συνδικαλιστικές αυτές δυνάμεις λειτούργησαν για δεκαετίες με τη λογική των «κοινωνικών διαλόγων», της συμπόρευσης με τις αστικές πολιτικές ηγεσίες και με την εργοδοσία, τελικά εγκλώβισαν την εργατική τάξη στην υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων μείωσης μισθών, αναγνώρισης της διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, άνοιξαν το δρόμο στις επιχειρησιακές συμβάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η εργατική τάξη να βρεθεί ανέτοιμη την κρίσιμη ώρα, όταν το σύνολο των κατακτήσεών της βρέθηκε υπό αμφισβήτηση, ενώ οι πλειοψηφίες αυτές, παίζοντας το ρόλο του «Δούρειου Ιππου», υπονόμευαν κάθε προσπάθεια ανάπτυξης αποτελεσματικού αγώνα αντεπίθεσης, για την παρεμπόδιση και ανατροπή των μέτρων.

Τα κούφια λόγια του ΣΥΡΙΖΑ για «ξαναστήσιμο του εργατικού κινήματος από την αρχή» και οι ψευτο-ριζοσπαστικές διακηρύξεις για «εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος» που πρέπει «να λειτουργεί ως κοινωνικό κίνημα ανατροπής των πολιτικών υποβάθμισης της εργασίας» δεν μπορούν να ξεγελάσουν κανέναν τίμιο εργαζόμενο που γνωρίζει, αν όχι την προϊστορία των συνδικαλιστών του, τουλάχιστον τη σημερινή τους στάση: τη συμπόρευση σε πάμπολλες διοικήσεις σωματείων με τους εκλεγμένους της ΠΑΣΚΕ, τη στήριξη της ΑΥΤΟΝΟΜΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας από τη μεγαλο-εργοδοσία των σούπερ μάρκετ και τόσα άλλα. Στην πραγματικότητα, πίσω απ' αυτές τις διακηρύξεις κρύβεται η προσπάθεια για διαμόρφωση ενός νέου είδους «κυβερνητικού συνδικαλισμού», αυτού της «κυβέρνησης της αριστεράς». Το συνδικαλιστικό κίνημα στήριγμα της «κυβέρνησης της αριστεράς» δεν είναι παρά η αναπαλαίωση του ΠΑΣΟΚοκρατούμενου συνδικαλιστικού κινήματος.

Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δώσουν συγχωροχάρτι σε αυτές τις δυνάμεις, παρά τα δήθεν «ανεξάρτητα» και «ακηδεμόνευτα» προσωπεία με τα οποία μπορεί να εμφανίζονται σήμερα, προκειμένου να ξεγελάσουν τον εργατόκοσμο. Αντίθετα, πρέπει να τις περιθωριοποιήσουν, γιατί αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στην ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές συνδικαλιστές είναι ανεξάρτητοι από και σε αντιπαράθεση με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και το κράτος που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, αλλά είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Παλεύουν και ζυγιάζουν την κάθε τους κίνηση με βάση τα συνολικά συμφέροντα όλης της εργατικής τάξης, δίχως συντεχνιασμούς και τη λογική ο καθένας να κοιτά το «μαγαζάκι» του. Βλέπουν το δάσος και όχι μόνο τα δέντρα.

Η πρόταση συμμαχίας του ΚΚΕ, η πρόταση για τη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας είναι η πιο πλατιά ενωτική πρόταση, γιατί απευθύνεται στην πλειοψηφία του λαού που είναι εργάτες, αυτοαπασχολούμενοι, φτωχοί αγρότες, νέοι και γυναίκες της λαϊκής οικογένειας. Αυτή η συμμαχία μπορεί να υπερασπίσει το εργατικό λαϊκό εισόδημα, να οργανώσει την αλληλεγγύη, να αντικρούσει τα βάρβαρα μέτρα, μπορεί να υπερασπίσει δικαιώματα, να παλέψει για κατακτήσεις. Κυρίως όμως αυτή η συμμαχία μπορεί ν' ανοίξει το δρόμο για ριζικές αλλαγές, ανατροπές, γιατί έχει αντιμονοπωλιακό - αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.

Η πραγματική διαχωριστική γραμμή στην ελληνική κοινωνία είναι ταξική, πρώτα και κύρια στη βάση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Ο διαχωρισμός στη βάση «αριστερά - δεξιά» χαρακτήρισε στη χώρα μας μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: αυτή των μεταπολεμικών δεκαετιών, με το ΚΚΕ σε παρανομία, με δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και την εξορία, με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων σε πλήρη ισχύ, συνθήκες στις οποίες δεν έγινε κατορθωτός ο πλήρης οργανωτικός, ιδεολογικός και πολιτικός διαχωρισμός των κομμουνιστικών δυνάμεων από τη σοσιαλδημοκρατία (ενσωμάτωση των δυνάμεων του ΚΚΕ στην ΕΔΑ). Η προσπάθεια να αξιοποιηθεί σήμερα αυτός ο διαχωρισμός, σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, να αγνοηθούν τα συμπεράσματα από τη μελέτη της αρνητικής πείρας, αποτελεί μια ξεκάθαρη λαθροχειρία, είτε για να οικοδομηθεί το καινούργιο δίπολο στο αστικό πολιτικό σύστημα (ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ) είτε για να στολιστεί με αριστερό μανδύα η εφαρμοζόμενη πολιτική (ΔΗΜΑΡ). Οπως τόνισε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ταξικό κριτήριο είναι αυτό που μπορεί να προφυλάξει τον εργάτη από τις τρικλοποδιές, τις παγίδες, από τις αυταπάτες, μπορεί να τον βοηθήσει να δει μπροστά του καθαρά ολοκάθαρα ποιος είναι ο ένοχος, ποια είναι η αιτία, ποιος φταίει που οι λίγοι καρπώνονται τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί».

Η συζήτηση για το «τι δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται» αναθέρμανε όμως και τα διάφορα οπορτουνιστικά ιδεολογήματα για το ρόλο του αστικού κράτους και της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πρώτα και κύρια από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ζητήματα που ο κάθε κομμουνιστής, ο κάθε ριζοσπάστης αγωνιστής πρέπει να κατανοεί ολόπλευρα, προκειμένου να ξεσκεπάζει τον πραγματικό χαρακτήρα της πολιτικής πρότασης των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων που προβάλλει την «ενίσχυση του κρατικού τομέα», ν' αποκαλύπτει ότι η πρόταση αυτή δεν ξεπερνάει τον ορίζοντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Μεταπολεμικά, σε μια διαφορετική συγκυρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης -μετά τις μεγάλες καταστροφές της κρίσης της δεκαετίας του 1930 και του πολέμου που ακολούθησε- και με ένα διαφορετικό παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων (ύπαρξη ΕΣΣΔ και σοσιαλιστικών χωρών), σε πολλές καπιταλιστικές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) υπήρξε μια διεύρυνση των κοινωνικών λειτουργιών του αστικού κράτους (σε Παιδεία, Υγεία - Πρόνοια) και μια επέκταση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (κατασκευή δρόμων, λιμανιών, αεροδρομίων, βιομηχανικών μονάδων και ανάλογων οργανισμών διαχείρισής τους). Οι συγκυριακές αυτές προσαρμογές, που σε επίπεδο προπαγανδιστικής ορολογίας είναι πλατιά γνωστές με τις έννοιες του «κοινωνικού κράτους» ή του «κράτους πρόνοιας», προβλήθηκαν συχνά από ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ως ένα διαφορετικό, φιλολαϊκό «μοντέλο» προς μίμηση, ως το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», στην ουσία ως δυνατότητα ενός ανθρώπινου καπιταλισμού. Από δυνάμεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, κάτω και από την επίδραση των αναθεωρητικών αντιλήψεων περί «κοινοβουλευτικού δρόμου περάσματος στο σοσιαλισμό» που κυριάρχησαν μεταπολεμικά, ερμηνεύτηκαν ως μια υποτιθέμενη δυνατότητα της ταξικής πάλης να δίνει σταθερές κατακτήσεις και βελτιώσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αναδείχτηκαν θολοί στόχοι πάλης για «αντιμονοπωλιακά» μέτρα, «διεύρυνση του δημόσιου τομέα» και ανάδειξή του σε «μοχλό», «δημοκρατική διαχείριση», κ.τ.λ., ως ενδιάμεσα στάδια πριν την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, ενώ αποσιωπήθηκε, δεν αξιολογήθηκε η πείρα της περιόδου της δεκαετίας του 1970, που εκδηλώθηκε η κρίση σε αυτόν τον «ανθρώπινο καπιταλισμό».

Οι εξελίξεις των 2-3 τελευταίων δεκαετιών απέδειξαν τη σαθρότητα όλων των παραπάνω επιχειρημάτων. Η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου το ώθησε ν' αναζητήσει πεδία τοποθέτησης σε κλάδους (από τηλεπικοινωνίες έως Υγεία και Παιδεία) που τις προηγούμενες δεκαετίες δεν προσέφεραν τα αναγκαία ποσοστά κερδοφορίας. Ταυτόχρονα, η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, αλλά και οι αντεπαναστατικές αλλαγές παγκόσμια οδήγησαν σε μια γενικευμένη αφαίρεση κατακτήσεων των λαϊκών στρωμάτων, δυσκόλεψαν την αστική διαχείριση των ήδη διογκωμένων δημόσιων χρεών. Ολο και πιο «επικίνδυνο» για το σύστημα γινόταν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το κραχ σε τράπεζες παγκόσμιας εμβέλειας, όλο και πιο επιτακτική γινόταν η ανάγκη μείωσης των αντίστοιχων κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού, τουλάχιστον για χώρες όπως η Ελλάδα, ενταγμένες σ' ενιαίο νόμισμα.

Σήμερα, η στρατηγική κατεύθυνση της αστικής τάξης είναι η μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κράτους και της ανάμειξής του στους τομείς των «κοινωνικών υπηρεσιών». Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η προσπάθεια του αστικού κράτους να εκσυγχρονιστεί, προσαρμόζοντας τις λειτουργίες του στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα και κρατικών παρεμβάσεων, ακόμα και κρατικοποιήσεων, εκεί που απαιτείται από τις συνολικότερες αναγκαιότητες της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής, της ώθησης μιας γενικότερης ανάπτυξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, εξόδου από τη βαθιά και συγχρονισμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση. Είναι εξόχως χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του κρατικού ελέγχου στις ΗΠΑ πάνω σε μεγάλα τραπεζικά μονοπώλια τα τελευταία χρόνια. Προτάσεις για μια πιο γενικευμένη κρατική παρέμβαση, πλάι-πλάι με έναν «παραγωγικό και υγιή» ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα, όχι μόνο αποτελούν αυταπάτη στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά και παγιδεύουν τη λαϊκή σκέψη στα μονοπάτια της μιας ή της άλλης φιλομονοπωλιακής πολιτικής.

Στην ενότητα «Ιδεολογία - Πολιτική» δημοσιεύεται κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Για τις εξελίξεις στα αστικά κόμματα». Το κείμενο αναφέρεται στις διεργασίες που συντελούνται στα αστικά κόμματα στην κατεύθυνση αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Οπως τονίζεται και στο ίδιο το κείμενο, η παρακολούθηση των διεργασιών στα αστικά πολιτικά κόμματα δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα ούτε υπόθεση ειδικών. Αφορά κάθε κομμουνιστή, κάθε ΚΝίτη, κάθε φίλο, κάθε έναν που καλείται να συμπαραταχθεί με το ΚΚΕ. Είναι προϋπόθεση για να γίνεται κατανοητός ο πραγματικός χαρακτήρας των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από τον αυτοπροσδιορισμό τους («δεξιά» - «κέντρο» - «αριστερά»), η ανάδειξη της ενιαίας ταξικής στόχευσης αλλά και των διαφορών τους, ο ρόλος τους στη διαμόρφωση της αστικής διακυβέρνησης. Είναι απαραίτητα ώστε να γίνεται πιο ουσιαστική και στοχευμένη η αντιπαράθεση μαζί τους με σκοπό τον απεγκλωβισμό εργατικών - λαϊκών δυνάμεων που τα ακολουθούν.

Η παρουσίαση της έκδοσης της «Σύγχρονης Εποχής» «Β. Ι. Λένιν: Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση» αφορά το πάντα επίκαιρο ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πρόκειται για ζήτημα που ο Λένιν το μελέτησε διεξοδικά μέσα και από την πείρα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στη διάρκεια του οποίου η μεγάλη πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών, παραβιάζοντας τις αποφάσεις των συνεδρίων της Β΄ Διεθνούς, στήριξαν τις αστικές τάξεις των χωρών τους, είτε ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις στα κοινοβούλια είτε ακόμη και συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις που διεξήγαγαν τον πόλεμο. Ο μπολσεβίκος ηγέτης προσδιόρισε ότι -από τη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης- το ζήτημα δεν είναι απλώς η εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά η αξιοποίηση των ρηγμάτων που δημιουργούνται στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, της αποδυνάμωσης που φέρνει στην αστική τάξη κάθε χώρας, με σκοπό τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου (τόσο για τις «επιτιθέμενες» όσο και για τις «αμυνόμενες» χώρες) σε ταξικό πόλεμο (εμφύλιο πόλεμο), σε μάχη για την εξουσία. Η βιβλιοπαρουσίαση περιλαμβάνει και το μέρος των ερωταπαντήσεων, με ενδιαφέρουσα συζήτηση για την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις εξελίξεις στη Συρία και το ρόλο των ΚΚ, για το τι σημαίνει «ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον πόλεμο», για το πώς μπορεί να συνδεθεί ο πόλεμος με τη δημιουργία επαναστατικής κατάστασης και με την επιτυχημένη έκβαση της επαναστατικής εξέγερσης για την εξουσία.

Το άρθρο για τη «2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ» παρακολουθεί τις εξελίξεις και τη διαπάλη στο χώρο του πολιτικού αυτού σχήματος. Ασκεί αναλυτική κριτική στη θέση που υιοθέτησε για το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα», ένα πρόγραμμα αιτημάτων και πολιτικών στόχων που μπορεί δήθεν να προωθηθεί ως αλληλεπίδραση του εργατικού κινήματος και της σε καπιταλιστικό οικονομικό και θεσμικό έδαφος «αριστερής» κυβέρνησης, ως πρόγραμμα που σπρώχνει στην αλλαγή του συσχετισμού υπέρ της εργατικής τάξης. Ανεξάρτητα από τις φραστικές διακηρύξεις της κυρίαρχης άποψης μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι το «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν μπορεί να το υλοποιήσει μια «κυβέρνηση της αριστεράς», η μετάθεση των καθηκόντων για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος στο μαζικό κίνημα και η έλλειψη προγραμματικής σύνδεσης αξόνων του (εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, έξοδος από ευρώ και ΕΕ, δημοκρατικές κατακτήσεις κ.λπ.) φανερώνουν ότι το πρόγραμμα αυτό δεν υπερβαίνει τα πλαίσια του καπιταλισμού και οδηγεί νομοτελειακά στη στήριξη μιας «μεταβατικής» κυβέρνησης.

Η συνέντευξη στελεχών του ΚΚΕ «για τις αγροτικές κινητοποιήσεις» δίνει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο ορισμένα βασικά συμπεράσματα από τις φετινές αγροτικές κινητοποιήσεις. Στέκεται στα ζητήματα που αφορούν τον καλύτερο πανελλαδικό συντονισμό με ενιαίο πλαίσιο αιτημάτων, την όξυνση των δυσκολιών από την ασκούμενη πολιτική που έσπρωξε πιο μαζικά τους αγρότες στο δρόμο, την εναλλαγή στις μορφές πάλης που βοηθά στη συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα, στον απεγκλωβισμό από αδιέξοδα, το ρόλο των μεσαίων αγροτών, αλλά και την αιτία της σχετικής απουσίας των μικρών αγροτών (που η μεγάλη πλειοψηφία τους φαίνεται ότι έχει βασικό εισόδημα από άλλες πηγές), το ρόλο της ΠΑΣΥ και τις μορφές οργάνωσης που υιοθετήθηκαν στα μπλόκα, τη στάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων, τις προσπάθειες για την προώθηση της κοινής δράσης με την εργατική τάξη.

Στην ενότητα «Ιστορία» το άρθρο του Τ. Ντεμπρέντ «Το Κομμουνιστικό Κόμμα απέναντι στην άνοδο του χιτλερισμού» δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τα οργανωτικά μέτρα που υιοθέτησε το ΚΚ Γερμανίας ως απάντηση στην όξυνση της ταξικής πάλης, στην ένταση της επίθεσης ενάντια στο εργατικό κίνημα και στη ραγδαία ενίσχυση του Ναζιστικού Κόμματος. Αποκαλύπτει τη στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, μέσα και από τις θέσεις που κατείχε στους κρατικούς μηχανισμούς, υπέρ των συμφερόντων της αστικής τάξης, στάση που εκφράστηκε με αιματηρά κατασταλτικά μέτρα ενάντια στο ΚΚ Γερμανίας. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933 και μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες (απαγόρευση ΚΚΓ, χιλιάδες συλλήψεις, εκτελέσεις), οι Γερμανοί κομμουνιστές πρωτοστατούν στην οργανωμένη αντιφασιστική αντίσταση, την ίδια ώρα που η μεγάλη πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών παρέδιδαν τα κλειδιά των μηχανισμών του κράτους στους χιτλερικούς.

Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύονται κομματικά ντοκουμέντα της περιόδου από 13.4.2013 έως 28.6.2013.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ