ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Μάη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ξανά στ' άρματα

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Μαγκλάρας σαν βρέθηκε άσφαλτα ξανά δεσμώτης και κατατρεγμένος ύστερα από τόσους αγώνες, προσδοκίες κι ονείρατα για λευτεριά και λαοκρατία τον πήρε το παράπονο.

Γυρόφερνε ο νους του κάθε τόσο ξεταστικά τούτο το αναποδογύρισμα της ιστορίας κι ένιωθε ένα ασήκωτο βάρος να πλακώνει την καρδιά του. Περήφανες θύμησες απ' την αντίσταση του λαού ενάντια στον καταχτητή σβούριζαν το μυαλό του, φούντωναν τον πόνο του και τότες αθέλητα ερχόταν το βούρκωμα στα μάτια του. Κι όταν πια τα δάκρυα τέλευαν, κείνος ο πόνος έπαιρνε και μαλάκωνε, η απελπισία καταλάγιαζε κι η ψυχή του μέρωνε.

Ως φαίνεται, το κλάμα είναι βάλσαμο που ανακουφίζει τη λαβωμένη ψυχή τ' ανθρώπου, στοχάζονταν ο Μαγκλάρας κι αναστέναζε απορημένα.

Απ' τη μέρα κείνη που αναγκάστηκε, ύστερα απ' τη συμφωνία της Βάρκιζας, να παραδώσει το ντουφέκι του, τα δάκρυα όλο κι ανέβαιναν στα μάτια του από μόνα τους.

Κοντά δυο χρόνια που ήταν στ' αντάρτικο μήτε στον ύπνο του δεν τ' αποχωριζόταν. Το ένιωθε σαν ένα κομμάτι απ' τον ίδιο. Για τούτο σαν ήρθε κείνη η απρόσμενη στιγμή του αποχωρισμού αισθάνθηκε σάμπως να του ξερίζωναν κάτι απ' τα σωθικά του. Κείνος ο χωρισμός απ' το ντουφέκι του πολύ του κόστισε και δεν έλεγε να τον λησμονήσει. Τον έτρωγε το μαράζι καταπώς κατατρώει την καρδιά της Μάνας που αδικόχασε το μονάκριβό της.

Ανήμπορες δείχνονταν οι παρηγόριες των συναγωνιστών του ν' αναμερίσουν τον καημό του και να σβαρνίσουν τη θλίψη του. Μονάχα σαν κύλησαν τα δάκρυα καυτά, νοτισμένα μ' αρμύρα, μονάχα τότες κείνος ένιωθε ησυχασμένος και καμώνονταν ότι το ξεπέρασε. Μα πώς γινόταν να το ξεπεράσει φυλακωμένος στην Αθήνα;

Κατατρεγμένος τώρα σε τούτη την πολύβουη πολιτεία, γιομάτος πίκρα και νοσταλγία, ως έβλεπε να κυλούν αργοκίνητα οι μέρες, ο νους του πάντα πισωγύριζε εκεί στο ντουφέκι που αποχωρίστηκε. Τούτη η πολιτεία δεν του πήγαινε, μα τι να έκανε; Απ' το χωριό του 'χαν μηνύσει: μη γελαστείς κι έρθεις κατά δω ότι οι χίτες σε ψάχνουν. Κι ήξερε καλά τι πάει να πει «σε ψάχνουν».

Καιρό τώρα, οι κιοτήδες κι οι προδότες της κατοχής, ξεθαρρεμένοι, με τις πλάτες των ξένων και ντόπιων αφεντικών τους, ρίχνονταν μπαμπέσικα στους αγωνιστές και τους αφάνιζαν. Πόσοι και πόσοι έτσι δε χάθηκαν ή ρίχτηκαν στις φυλακές!

Τούτα μάλιστα τα κυνηγητά, οι αδικοσκοτωμοί, τα φυλακώματα κι οι έχτρητες γίνανε αιτία πολλοί συναγωνιστές να τραβήξουν στα βουνά και να ξαναπιάσουν τ' άρματα. Για κείνο ο Μαγκλάρας το είχε πάρει απόφαση πως θα 'πρεπε να κουρνιάσει στην Αθήνα ίσαμε να δει τι θ' αποκάμει. Στερνά του είχε πει και κείνος ο καπετάνιος στα κρυφανταμώματά τους πως δε θ' αργούσαν να βγουν στο κλαδί και να σμίξουν με τους άλλους... μόνο ήθελε υπομονή, ότι παντού σούρνονταν χαφιέδες και σπιούνοι.

Ο λόγος εκείνος του καπετάνιου του είχε δώσει θάρρητα. Κι ως ήταν καλά ζυγιασμένος σκόρπισε τα σκοτάδια του νου του κι έριξε φως στην ψυχή του.

Μα να! H κακιά ώρα δεν αργεί να 'ρθει. Ως γυρνούσε στην κρυψώνα του ένα απόβραδο το 'φερε η τύχη κι έπεσε πάνω σε σταυρωτήδες και μια και δεν είχε χαρτιά τον τράβηξαν γραμμή για εξακρίβωση. Ετσι βρέθηκε αναπάντεχα σ' ένα λόχο μουλαράδων κοντά στο Καρπενήσι.

Θα το πιω και τούτο το φαρμάκι σκεφτόταν ο Μαγκλάρας, μα θα μείνω απροσκύνητος, εγώ δεν κιοτεύω.

Μονότονες κι αργοκίνητες μοιάζουν οι μέρες κει πάνω κι οι ώρες δυσκολοπερνούσαν. Για κείνο κι οι παλιές σκέψεις αναδεύονταν στο μυαλό του Μαγκλάρα απανωτά και κάναν τη ζωή του βασανιστική. Μάχονταν να παρηγορήσει την ασυμβίβαστη ψυχή του κανακεύοντας τα μουλάρια πονετικά και κουτσοπίνοντας τ' απόσπερο στο καπηλειό του χωριού.

Σαν έρθει το κακό δεν αργεί να δευτερώσει, του 'λεε η γιαγιά του. Και πραγματικά δεν του έφτανε το ένα κακό, του ήρθε από κοντά και τ' άλλο.

Ενα απομεσήμερο, στα καλά καθούμενα, τον έπιασε ένας δυνατός πόνος στο δεξί νεφρό που τον έκανε να μουγκρίζει σα βαρεμένο μοσχάρι.

Ο γιατρός που τον 'ξέτασε ονομάτισε τον πόνο «κολικό», δίχως να δώσει καμιά άλλη εξήγηση και διάταξε να τον μεταφέρουνε στο πρόχειρο νοσοκομείο. Ετσι κι έγινε. Στο νοσοκομείο - που ήταν στημένο σ' ένα χαμόσπιτο του χωριού - το ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι, του κάνανε μια ένεση και τον παράτησαν. Ο ύπνος δεν άργησε να 'ρθει. Ηταν ένας ύπνος βαρύς, δίχως ονείρατα, όμοια με θάνατο.

Κάποια στιγμή, μήτε ήξερε κι αυτός πώς έγινε, άκουσε κάτι ψιλοκουβεντιάσματα. Θα είχε φαίνεται αποχορτάσει ύπνο γιατί ένιωθε τα ματόφυλλά του αλαφρωμένα.

Μπας είναι οι νοσοκόμοι και τα λένε, διαλογίστηκε, για να σκοτώσουν την ώρα τους; Ωστόσο, τα μονότονα ψιθυρίσματα από το διπλανό δωμάτιο τον παραξένεψαν κι η περιέργεια τον έσπρωξε να στήσει αυτί.

- «Κι είσαι σίγουρος ότι είναι αυτός;», έλεγε ο ένας.

- «Οπως σε βλέπω και με βλέπεις, τον θυμάμαι καλά», του απάντησε ο άλλος.

- «Αφού είναι έτσι, ευκαιρία να τον φάμε», ξανάπε ο πρώτος και πρόσθεσε: «μια ένεση παραπάνω και πάει λέοντας ο κατσαπλιάς».

Σε τούτα τ' ακούσματα, ο Μαγκλάρας οσμίστηκε τον κίνδυνο κι αγριεύτηκε.

Πάνε να με ξεκάνουν, λογιάστηκε και τον κυρίεψε τρόμος. Ανακάθισε κούρκουδα στο κρεβάτι, στυλώθηκε με τα χέρια κι άξαφνα πετάχτηκε ολόρθος σαν ελατήριο: Δε γίνεται, αποφάνθηκε, πρέπει να το σκάσω από δω, αλλιώτικα δεν τη γλιτώνω, θα με ξεκάνουν.

Μια δυνατή σουγλιά στην κοιλιά τον αφάνισε. Ηταν έτοιμος να ουρλιάξει απ' τον πόνο, μα κρατήθηκε μην προδοθεί. Σούρθηκε με κόπο, πήρε τα ρούχα του, τα φόρεσε όπως - όπως και δρασκέλισε με βιάση το παραθύρι.

Σαν βρέθηκε στο δρόμο, τον έπιασε ένα χτυποκάρδι, σφάλισε τα μάτια, ακούμπησε στο ντουβάρι του σπιτιού με την πλάτη κι έμεινε εκεί αστόχαστος καταπού θα κάνει να ξεφύγει.

Κείνη την ώρα, το χωριό ξαπόσταινε αποκαμωμένο απ' τις ταλαιπωρίες της μέρας. Τυλιγμένο μέσα στα σκοτάδια της αφέγγαρης νύχτας, έμοιαζε έρημο και πεθαμένο.

Το υγραμένο χώμα του 'φερε ένα σύγκρυο, και τότε θυμήθηκε πως ήταν ξυπόλυτος. Φόρεσε στα γρήγορα τις αρβύλες του ακάλτσωτος και πήρε δρόμο.

Για καλή του τύχη, το «σπίτι - νοσοκομείο» βρισκόταν στα ριζά του χωριού και δε χρειάστηκε πολύ για να φτάσει στις αραποσιτιές, τις ξεπέρασε γρήγορα και ψαχουλευτά μέσα στο πηχτό σκοτάδι προχωρούσε για να ξεβγεί αντίπερα.

Πήρε ένα χοντροκάλαμο να κρατιέται, ότι ένιωθε να βαραίνει χεροπόδαρα και δυσκολοπατούσε. Διάβηκε ένα ξεροπόταμο που βρέθηκε μπροστά του κι ως πέρασε αντίπερα ένιωσε μέσα του ένα ξαλάφρωμα και πήρε φόρα για να φτάσει όσο γινόταν πιο γρήγορα στο δάσωμα.

Πρέπει να βιαστώ - διαλογίστηκε- μπας και μ' έχουν πάρει ξοπίσω.

Ο νυχτωμένος τόπος τον είχε αγριέψει και ο κακόδρομος δυσκόλευε την περπατησιά του.

Ετσι και χωθώ στο δάσωμα - μουρμούρισε - άντε να με βρούνε.

Ως ανηφόριζε ξέγνοιαστα και κοντοζύγωνε να τρυπώσει στο δάσωμα, μια φωνή πνιχτή του πάγωσε το αίμα και τον έκανε να στυλωθεί στον τόπο, έτοιμος να πέσει κατάχαμα.

Κείνο το «αλτ!» έπεσε σαν αστροπελέκι. Και μονοστιγμής ένιωσε τα μελίγγια του να βουίζουν, λες και είχε πέσει μέσα σε ξελαχιουρισμένο μελίσσι, λυγίσανε τα γόνατά του και αθέλητα σωριάστηκε κατάχαμα. Από κει και πέρα δε θυμόταν τίποτα.

Σαν άνοιξε τα μάτια του στο φως της μέρας, παραξένεψε πώς έγινε και βρέθηκε ξαπλωμένος μέσα σε κείνη τη σπηλιά.

Γύρα του ήσαν καθισμένοι ανακούρκουδα δυο - τρεις αντάρτες και σιγοκουβέντιαζαν. Με το που τον είδαν ν' αργοσαλεύει απορημένος ανασηκώθηκαν και τον σίμωσαν.

- «Λοιπόν, συναγωνιστή, πώς και βρέθηκες κατά δω;», τον ρώτησε ο ένας και ανυπόμονα πρόσμεναν την απόκρισή του.

-«Φέρτου, μωρέ, πρώτα ένα φασκόμηλο και λίγο ψωμοτύρι να στυλωθεί κι απέ στερνά μας το μολογάει», γύρισε και του είπε ο άλλος αντάρτης.

Ηταν τόσο αποκαμωμένος απ' το δρόμο, την αγωνία και τις σουγλιές στο νεφρί του, που δεν είχε τη δύναμη να κουνήσει τα χείλη του. Ηπιε το φασκόμηλο που του δώσανε, μα δεν κατάφερε να βάλει μπουκιά απ' το ψωμότυρο. Το λαρύγγι του ήταν ξεραμένο και η φαρμακίλα στο στόμα του τον λιγούριαζε, δεν πήγαινε κάτω τίποτα.

-«Φάει μωρέ συναγωνιστή να ψυχοπιάσεις», του είπε κάπως παρακαλεστά ο ένας αντάρτης.

- «Φχαριστώ, αναγουλιάζουμαι», αποκρίθηκε ο Μαγκλάρας και γυροκόρμιασε στα ζερβά.

Σιγά - σιγά ξεμπαμπάκωνε το μυαλό του, σφιχτόδεσε ξανά η σκέψη του κι άρχισε ν' αναφέρνει στο νου του τα χτεσινοβραδινά. Τότες από μόνος του πήρε το λόγο και ξέψυχα τους αράδιασε πως έφτασε ίσαμε το λημέρι τους.

Οσο κείνος έλεγε για το φευγιό του απ' το νοσοκομείο, τόσο οι αντάρτες δείχναν να χαίρουνται που γλίτωσε απ' το θάνατο και ανάμεσα ρίχναν και καμιά βλαστήμια για τους προσκυνημένους φασίστες.

Σαν τέλεψε την ιστόρηση, τον ζύγωσε ο ένας αντάρτης, που δείχτηκε πως ήταν ο καπετάνιος, του έσφιξε το χέρι και του είπε: «Αντε, κάνε υπομονή ίσαμε να 'ρθει ο γιατρός και μη σεκλετίζεσαι θα γειάσεις γρήγορα».

Με τα λόγια του καπετάνιου, τον πήρε το ψυχοπόνι και δάκρυσε. Το είδε ο καπετάνιος, έσκυψε αποπάνω του και με φωνή ίσια και βαθιά, συνταιριασμένη με την περίσταση, του είπε:

-«Συναγωνιστή, σε βλέπω απροσκύνητο κι αδίψαστο, αν η ψυχή σου το θέλει να μείνει κοντά μας, είσαι καλοδεχούμενος».

Ο Μαγκλάρας ανάστρεψε το κεφάλι του καταπάνω, η ματιά του ανταμώθηκε σπαθιστά με κείνη του καπετάνιου κι ως να το είχαν συμφωνημένο αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά. Από δω και μπρος μπορώ να είμαι ήσυχος και περήφανος, είπε με το νου του... βρήκα ξανά το δρόμο μου, το δρόμο του δίκιου και της λεφτεριάς.


Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ

Βιογραφικό

Ο Σταύρος Καλφιώτης είναι οικονομολόγος, συγγραφέας, στοχαστής και σημαντικός κοινωνικός παράγοντας, με πλούσια επιστημονική, κοινωνική και λογοτεχνική δράση. Διακρίνεται για το πρωτότυπο προσωπικό του ύφος, γεγονός που κάνει το έργο του να ξεχωρίζει μέσα στο χώρο της Ελληνικής Γραμματείας. Ιδιαίτερα για τις εργασίες του πάνω στον τουρισμό, έχει χαρακτηριστεί ως ο κατ' εξοχήν θεμελιωτής της τουριστικής επιστήμης στην Ελλάδα.

Είναι μέλος της ΠΕΑΕΑ και έχει τιμηθεί με το μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης '41 - '45. Επίσης έχει τιμηθεί με πλακέτα της Ενωσης Δημοσιογράφων - Συγγραφέων Τουρισμού Ελλάδας, καθώς και με βραβείο του Ελληνοβουλγαρικού Συνδέσμου. Τιμητικά αφιερωμένος στον Σταύρο «Καλφιώτη είναι αφιερωμένος τόμος 14 καθηγητών των ΤΕΙ με τον τίτλο: «Ο τουρισμός στο 2000».

Το 1967 διώχτηκε από τη δικτατορία και απολύθηκε από την υπηρεσία του.

Εργα του: «Η μπαλάντα του δασκάλου», «Η λάμψη της αποκάλυψης», «Ιταλία 1970», «Θύμηση και νοσταλγία», «Η αδούλωτη Κύπρος», «Ταξίδι στην ΕΣΣΔ», «Βουλγαρία» κ.ά.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ