ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Μάη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΡΑΤΟΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Το «καλιμμαύχι» της αστικής εξουσίας

«Το κράτος δεν πρέπει να 'χει καμιά δουλιά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμία θρησκεία, δηλαδή να είναι άθεος (...). Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμία επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμία επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών - ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία (...). Ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος και το σχολείο. Πλήρη και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση. Αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλιστικό προλεταριάτο στο σημερινό κράτος και στη σημερινή εκκλησία».

Β.Ι.Λένιν («Απαντα», τόμος 12)

Μη νομίσει κανείς ότι η παραπάνω τοποθέτηση είναι διατυπωμένη σε χρόνο κατοπινό της σοσιαλιστικής επανάστασης του 1917. Ισα ίσα. Το αίτημα για την «αποκρατικοποίηση» της θρησκείας και της συνακόλουθης «αποθεοποίησης» του κράτους, είναι υπερώριμο ήδη από την εποχή του τσάρου. Τα λόγια του Λένιν ειπώθηκαν το 1905, μέσα στο καθεστώς δηλαδή της μισοφεουδαρχικής - μισοκαπιταλιστικής Ρωσίας των αρχών του αιώνα. Αλλά απ' ό,τι φαίνεται, αυτό που αποτελούσε στοιχειώδες μέτρο αστικοδημοκρατικού «εκσυγχρονισμού», από την εποχή του τσάρου ακόμα, στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚικού «εκσυγχρονισμού» αποτελεί «βλασφημία»... Απ' ό,τι φαίνεται, στην Ελλάδα, εν έτει 2000, ο «τσαρισμός» ζει και βασιλεύει!

Πλαστή «ταυτότητα» σε «σικέ» παιχνίδι

Το τελευταίο διάστημα, οι Αγιατολάχ του «ελληνοορθόδοξου» σκοταδισμού επιδίδονται σε ένα «σικέ» παιχνίδι, από κοινού με την κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση, υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στα τυπικά δεδομένα της ευρωενωσιακής «δημοκρατίας», εμφανίζει την ανάγκη της σαν φιλοτιμία. Υποκρίνεται ότι η σκανδαλωδώς καθυστερημένη κατοχύρωση κάποιων απολύτως στοιχειωδών δικαιωμάτων (μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πολιτική κηδεία, κατάργηση του όρκου κλπ.) αποτελεί «επίθεση» (!) κατά του αναχρονισμού. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ταυτότητες, η ίδια εκείνη κυβέρνηση που επέβαλε το ηλεκτρονικό φακέλωμα διά της Συνθήκης Σένγκεν (για να μην πούμε για τις δικαστικές και αστυνομικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ), έρχεται τώρα και υποδύεται την προστάτιδα (!) των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Για το γεγονός, βέβαια, ότι με τις νέες ταυτότητες (είτε γράφουν το θρήσκευμα είτε όχι) και με τη βοήθεια της πληροφορικής, θα μπορούν οι αρχές να ελέγχουν τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου μέχρι... τετάρτης γενεάς και μέχρι βαθμού DNA, δεν ομιλεί κανείς.

***

Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι «βγάζουν μάτι» εκείνες οι διατάξεις που συνεχίζουν να ρυθμίζουν με θεοκρατικό τρόπο το πώς θα διαχειρίζεται κανείς το σώμα του μετά το θάνατό του ή το πώς και το αν θα δηλώνει τα θρησκευτικά του πιστεύω. Η κυβέρνηση επιθυμεί την απαλλαγή της από τα παραπάνω, που αποτελούν βαρίδια όσον αφορά την εναρμόνιση της Ελλάδας με τη νομική βιτρίνα «ανοχής» που θέλει να δείχνει προς τα έξω η δικτατορία των πολυεθνικών της ΟΝΕ.

Ομως, την ίδια ώρα, η δήθεν εκσυγχρονιστική κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει στην Εκκλησία τη διατήρηση του κύριου όπλου της, ώστε να μπορεί το κατεστημένο ιερατείο να παίζει το σύνηθες εξουσιαστικό (και απολύτως υποβοηθητικό για την άρχουσα τάξη) παιχνίδι του: Ούτε στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος πρόκειται να θιγεί η αντιδραστική σύμφυση μεταξύ κράτους - Εκκλησίας. Είναι προφανές, επομένως, ότι η κυβέρνηση έχει πράξει το ουσιαστικό της καθήκον έναντι της δεσποτείας. Οχι μόνο δεν ενοχλεί, αλλά προστατεύει για πολλά ακόμα χρόνια τον «άμβωνα» του «ελληνοορθόδοξου φονταμενταλισμού».

***

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έχει διασφαλίσει στην Εκκλησία εκείνους τους υλικούς όρους, που της επιτρέπουν - και της το επιτρέπουν γιατί παραμένει ανέγγιχτος ο κρατικοδίαιτος χαρακτήρας των δοξασιών της - να απειλεί θεούς και δαίμονες! Ο κ. Χριστόδουλος γνωρίζει ότι με τη δύναμη που του έχουν παραχωρήσει οι κρατούντες του συστήματος (ενός συστήματος που σε πολιτικό επίπεδο κρατά από τον κοτζαμπασισμό, μεγαλούργησε την περίοδο του «διχασμού», γαλουχήθηκε με το μετεμφυλιακό γάλα και εκτροχιάστηκε με το «Ελλάς - Ελλήνων - Χριστιανών») μπορεί να διεκδικήσει πολύ περισσότερα από την όποια αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και τα διεκδικεί υποδυόμενος τον «διωκόμενο»!

Εκείνο που επιδιώκει, πέραν της - διά του φανατισμού και των... ανεκδότων - ενίσχυσης της επιρροής του κηρύγματος της συνειδησιακής αποχαύνωσης του λαού, είναι η αναβάθμιση της Εκκλησίας ως μηχανισμού άσκησης εξουσίας μέσα στο αστικό εποικοδόμημα. Το εκκλησιαστικό κατεστημένο, δε, κάνοντας επίδειξη της φυσιογνωμίας του ως «κράτος εν κράτει» και θέτοντας σε ετοιμότητα τις παραθρησκευτικές του «γιάφκες», απειλεί ότι θα θέσει σε κατάσταση μάχης το «στρατό» του, δηλαδή τους πιστούς! Ταυτόχρονα, κυκλοφορεί πάντα με την... τιάρα του πλαστογράφου της ιστορίας. Πλαστογράφος όσον αφορά τη στάση του (του ιερατείου και όχι του λαϊκού κλήρου) σε κρίσιμες στιγμές για το λαό και τον τόπο, που ξεκινούν από την αποκήρυξη της Επανάστασης του '21 και φτάνουν στην ορκωμοσία της χούντας, με πολλές στάσεις στα Μακρονήσια. Πλαστογραφίες από τις οποίες δεν έχει ξεφύγει ούτε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και, βεβαίως, ούτε το Βυζάντιο.

***

Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα των ημερών αποκαλύπτουν ότι ο δήθεν «μάρτυρας» - με την αμύθητη περιουσία - είναι πηγή σκοταδισμού και ανελευθερίας. Η ιστορία, από τον Λασκαράτο και τον Καζαντζάκη, μέχρι τους σημερινούς «αφρίζοντες» έξω από τη Σχολή Ευελπίδων «χριστιανούς» (!), έχει αποφανθεί. Ο «μεγιστάνας», που όποιος θυμηθεί τα αντισκοπιανά συλλαλητήρια, θα αντιληφθεί το «μαύρο» που εκπέμπει, αποτελεί ένα κρατικοποιημένο πλην... «θεόσταλτο» αντιδραστικό μαστίγιο στα χέρια εκείνων που, για να εξασφαλίζουν την αδιατάρακτη εφαρμογή μιας πολιτικής που διατηρεί άλυτα τα πραγματικά προβλήματα του λαού, συνηθίζουν να προκαλούν τεχνητές εντάσεις και έριδες ανάμεσα σε όσους τα υφίστανται. Και τα προβλήματα αυτά τα υφίστανται όλοι. Είτε πιστεύουν στον Χριστό, είτε στον Αλλάχ, είτε στο Βούδα, είτε πουθενά. Ολοι αυτοί έχουν τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια δικαιώματα.

Οσο για τον διαφαινόμενο «συμβιβασμό», θα επιχειρηθεί να είναι αντίστοιχος όλων των προηγούμενων «συμβιβασμών» που έγιναν μέχρι τώρα για τον «τερματισμό» των κρίσεων στις σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και Εκκλησίας. «Συμβιβασμοί» που υποτίθεται ότι «έλυσαν» τις κρίσεις αυτές, αλλά πάντα επ' ωφελεία της Εκκλησίας. Επαναλαμβάνουμε ότι όλες αυτές οι κρίσεις, από το 1829 και εντεύθεν, όταν πρωτοτέθηκε το ζήτημα αν τα κτήματα θα τα έχει η Εκκλησία ή οι ακτήμονες, ήταν κρίσεις μεταξύ κοινωνίας και Εκκλησίας και όχι κρίσεις μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Πάντα, δε, σε αυτές τις κρίσεις (με τελευταία εκείνη για την εκκλησιαστική περιουσία) το κράτος λειτουργούσε σαν ο... πληρωμένος διαιτητής της κρατικοδίαιτης Εκκλησίας σε βάρος της κοινωνίας.

Οι κομμουνιστές απέναντι στη θρησκεία

Οι κομμουνιστές όταν εξετάζουν το ζήτημα της θρησκείας δεν ξεχνούν το βασικό: Τις ταξικές (και συνεπώς εξαιρετικά κοσμικές) αναγκαιότητες που μετέτρεψαν τη θρησκεία σε πλευρά των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων, αλλά και σε «εργαλείο» αναπαραγωγής αυτών των σχέσεων.

«Πίστευε και μη ερεύνα»

Ολες οι θρησκείες, και ο χριστιανισμός, διαπερνώνται από το εξής σχήμα: Πράγματι ο επίγειος βίος δεν είναι τόσο φιλικός με τον άνθρωπο, αλλά η δικαιοσύνη (κάποτε) θα αποκατασταθεί. Θα αποκατασταθεί, όμως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και - κυρίως - σε μια... άλλη ζωή. Ποια ζωή; Α, εδώ είναι που αρχίζουν τα «πίστευε και μη ερεύνα»...

Είναι προφανές ότι αυτό το στοιχείο, της μεταθανάτιας ανταμοιβής, που το προβάλλουν όλα τα θρησκευτικά δόγματα, γίνεται πολύ χρήσιμη δύναμη στα χέρια όσων θέλουν να περνούν «μπέικα» στον... μάταιο τούτο κόσμο. Ας το σκεφτούμε: Γιατί να αντιδρούν οι καταπιεζόμενοι εναντίον των καταπιεστών τους, αφού θα πάρουν την «εκδίκησή τους» στον... «παράδεισο»;

Εδώ θα δανειστούμε πάλι τη σκέψη του Λένιν, που, όπως σημείωνε, η θρησκεία καλλιεργεί, στον στερημένο και εκμεταλλευόμενο αυτού του κόσμου, την παρηγοριά της επουράνιας ανταμοιβής, με ενέχυρο την καρτερικότητα για όσα υφίσταται επί της Γης. Ομως, και οι άλλοι δεν πάνε χαμένοι. Ειδικά «σε κείνους που ζουν από ξένη εργασία, η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα», όπως διαπίστωνε.

Θρησκεία «συμβατή» με τον καπιταλισμό

Σε ό,τι αφορά ειδικά τον χριστιανισμό, ο Ενγκελς αναγνώριζε ότι στην «πρωτόγονη» φάση του «υπάρχουν άξια προσοχής σημεία προσέγγισης με το σύγχρονο εργατικό κίνημα». Εδώ, όμως σταματούν οι ομοιότητες.

Ο χριστιανισμός στην εξέλιξή του, με το «λυτρωτικό» του μήνυμα που ανάγεται στο «μεταθανάτιο υπερπέραν» (σε αντίθεση με το σοσιαλισμό, που, όπως έλεγε ο Ενγκελς, «κηρύττει» τη λύτρωση στον επίγειο κόσμο και στο μετασχηματισμό της κοινωνίας), αποτέλεσε «εργαλείο» αξιοποιήσιμο για τις κυρίαρχες τάξεις από την εποχή κιόλας της αρχαίας Ρώμης. Ο χριστιανισμός δεν επιλέχτηκε τυχαία (από θρησκεία των δούλων και των «μη εχόντων») να γίνει η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας του Καίσαρα και η επίσημη ιδεολογία του Μεσαίωνα...

Σε συνθήκες καπιταλισμού, ο χριστιανισμός αποδείχτηκε ακόμα πολυτιμότερος «σύμμαχος» των εκμεταλλευτριών τάξεων. Ο Μαρξ εξηγούσε πως «ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου... αποτελεί την πιο κατάλληλη μορφή θρησκείας για μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών». Ο λόγος είναι απλός: Ο καπιταλισμός, ως σύστημα παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, που θέλει να επικαλύπτεται η εκμεταλλευτική του φύση, βασιζόμενος στην απόκρυψη από τις μάζες εκείνων των αναλυτικών ιστορικο-διαλεκτικών δυνατοτήτων που θα τους έδιναν τη «γνώση» για να δουν την ουσία του συστήματος, έχει την ανάγκη μιας «συμβατής» με το καπιταλιστικό σύστημα θρησκείας.

Ο καπιταλισμός έχει την ανάγκη μιας θρησκείας «συμβατής» με τον εαυτό του. Εχει ανάγκη μια θρησκεία που θα αναγκάζει τον άνθρωπο να προσκρούει πάνω σε ένα πέπλο φετιχισμού και ιδεοληψίας, ώστε η εξήγηση των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων να εμποδίζεται από τις φαντασμαγορικές δοξασίες που κατατείνουν στο «ήταν θέλημα Θεού»... Εχει ανάγκη από μια θρησκεία που, όπως όλες οι θρησκείες, αλλά πιο εκλεπτυσμένα, θα αξιοποιεί το φόβο του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο, θα δαιμονοποιεί τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, θα «θεοποιεί» τις συμφορές της ανεργίας, της φτώχειας, της αρρώστιας κλπ. Ολα αυτά έχουν άλλα αίτια, φυσικά, πολύ διαφορετικά από το «αμαρτωλό κρίμα», αλλά η θρησκεία τα χρησιμοποιεί. Στόχος είναι η άγνοια του ανθρώπου να μην αντικατασταθεί από τη γνώση, αλλά αντίθετα αυτή η άγνοια να γίνει η «μήτρα», για να γεννηθεί στη συνείδηση του ανθρώπου ο Θεός. Ο καπιταλισμός και κάθε εκμεταλλευτικό σύστημα θέλει μια θρησκεία που θα δημιουργεί την ανάγκη της πίστης σε μια μετά θάνατον καλύτερη ζωή. Μια ζωή που θα κατακτηθεί, αφ' ενός μέσω της εξατομικευμένης «νηστείας και προσευχής» και αφ' ετέρου μέσω μιας κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου που θα διέπεται είτε από την αρχή του «γύρνα και το άλλο μάγουλο» είτε από την αρχή του «κάνε ιερό πόλεμο» (Τζιχάντ), αλλά για τα συμφέροντα της επίγειας εξουσίας των κάθε λογής Αγιατολάχ...

Προϊόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης

Στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Εργατών, ο Λένιν έλεγε ότι «η πιο βαθιά πηγή των θρησκευτικών προλήψεων είναι η εξαθλίωση και η αμάθεια. Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε». Αλλά ο Λένιν δεν περιοριζόταν εκεί. Οπως σημείωνε, αν η παραπάνω θέση δε συμπληρωθεί από τη θέση πως οι ρίζες της θρησκείας « στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες είναι κύρια κοινωνικές», τότε θα συνιστά μια μεταφυσική εξήγηση της θρησκείας. Εξήγηση καλή για τους αστούς υλιστές, αλλά όχι για τους προλετάριους.

Αλλαγή της κοινωνίας, λοιπόν, είναι το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σήμερα, στην εποχή της απίθανης προόδου της επιστήμης. Μιας προόδου, όμως, που δεν μπορεί από μόνη της να απελευθερώσει από τη «θρησκευτική καταπίεση της ανθρωπότητας (που) είναι απλώς προϊόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης στους κόλπους της κοινωνίας». Αλλωστε, πάλι ο Λένιν είχε διαγνώσει ότι «αντιδραστικές προσπάθειες γεννιούνται από την πρόοδο της επιστήμης». Αυτή είναι και η απάντηση στο εύλογο ερώτημα: Γιατί η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν επιφέρει αυτόματα την απαλλαγή από τα δεσμά του θρησκευτικού μυστικισμού; Ούτε καν και σε αρκετούς από τους κατέχοντες τα επιστημονικά εφόδια; Μα, επειδή ακριβώς η πρόοδος αυτή δε συντελείται στο «κενό», αλλά μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια και αποτελεί (και αυτή) όπλο στα χέρια των «ελέω Θεού» εκμεταλλευτών.

Πολύτιμη είναι επίσης η σκέψη του Πάβελ Γκούρεβιτς, που στο βιβλίο του «Οι θεοί ξαναζούν», αναφερόμενος στην προσέγγιση του Λένιν, σημείωνε τη θέση του τελευταίου ότι η επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων και η προσωρινή τους νίκη οδηγεί σε προσπάθειες εκ μέρους της άρχουσας τάξης «να αναβιώσει τη θρησκεία, να αυξήσει την απαίτηση για θρησκεία, να ανακαλύψει θρησκεία, να μπολιάσει τους ανθρώπους με θρησκεία, ή να δυναμώσει την επιρροή της θρησκείας με νέες μορφές».

Πεδίο ταξικής πάλης

Το πώς αντιμετωπίζεται το φαινόμενο του θρησκευτικού ανορθολογισμού είναι επίσης ένα από τα ερωτήματα που τίθενται.

Ο μαρξισμός - λενινισμός είναι σαφής: Η θρησκεία και δεν πρέπει, αλλά και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως υπό εξόντωση αντικείμενο. Οχι μόνο για λόγους σεβασμού απέναντι στο θρησκευτικό δικαίωμα του οιουδήποτε. Αλλά και γιατί μια τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν, το λιγότερο, κουτή, αφού τα χιλιάδες χρόνια που η θρησκεία επηρεάζει τον άνθρωπο έχει γίνει μέρος της κληρονομιάς, των παραδόσεων και των αισθημάτων του (Δ. Κασιούρας, «Μαρξισμός και νεοορθόδοξοι», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Επ' αυτού του ζητήματος η διατύπωση του Μαρξ είναι αξεπέραστη: «Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση(...) Οι πηγές της θρησκείας - τόνιζε - δε θα βρεθούν στον ουρανό, αλλά εδώ στη Γη. Μόλις αυτή η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, της οποίας η θρησκεία είναι αντανάκλαση, διαλυθεί, η τελευταία θα πεθάνει από φυσικό θάνατο».

Η υπέρβαση των θρησκευτικών προκαταλήψεων, επομένως, δε θα έρθει διά διαταγμάτων, αλλά μέσα από την οριστική ανατροπή των κοινωνικών συνθηκών, που αυτές γεννούν το έδαφος για μεταφυσική απόδραση από την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι παύουν να έχουν την ανάγκη του Θεού, όταν πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ζωής τους. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι να μάθουν ότι (πράγματι) μπορούν και ότι (πράγματι) πρέπει να γίνουν «κύριοι του εαυτού τους».

Συνεπώς, όπως συμπλήρωνε ο Λένιν, την ίδια ώρα που θα δίνουμε την καθημερινή και αναγκαία πάλη με τα καθαρά προπαγανδιστικά μέσα για «να διαλύσουμε τις θρησκευτικές προλήψεις», πρέπει να προσανατολίζουμε κατάλληλα την πολιτική μας πάλη. Και αυτό γιατί τελικά είναι «ανοησία» να μην αντιλαμβάνεσαι ότι «με κανενός είδους φυλλάδες και με κανενός είδους κήρυγμα δεν μπορείς να διαφωτίσεις το προλεταριάτο, αν δεν το διαφωτίσει η ίδια η πάλη του».

Ο Λένιν απαντά στους... . «λενινιστές»

Αν κάποιος περιορίστηκε στην παρακολούθηση της προεκλογικής αρθρογραφίας του αστικού Τύπου που αφορούσε το ΚΚΕ, αλλά και μετεκλογικά όποιος σταθεί στην τρέχουσα επικαιρότητα, όπως διαμορφώνεται από την υπόθεση των... ταυτοτήτων, θα έχει μείνει με την εντύπωση ότι το κυρίαρχο θέμα διαπάλης στην ελληνική κοινωνία είναι το «θρησκευτικό ζήτημα»!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Οι εκπαιδευμένοι (ατελώς ως συνήθως) στην «κουκουεδολογία», θεώρησαν τον εαυτό τους ικανό για να παραδώσει κατά την προεκλογική περίοδο μαθήματα... λενινισμού στο ΚΚΕ! Στόχος τους ήταν να πλήξουν και να συκοφαντήσουν την πολιτική των συμμαχιών του Κόμματος, υποκρινόμενοι τους «στεναχωρημένους». Είχαν «προβληματιστεί» επειδή το ΚΚΕ... απώλεσε την ιδεολογική του καθαρότητα - όπως έλεγαν - αφού συνεργάζεται με πρόσωπα που είναι και δηλώνουν χριστιανοί.

Τέτοιο «αμάρτημα»! Φανταστείτε δηλαδή πόσο «αμαρτωλός» ήταν ο ίδιος ο Λένιν, που τόνιζε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα όχι μόνο με απλούς λαϊκούς χριστιανούς, αλλά ακόμα και με παπάδες μπορεί να συνεργάζεται. Και όχι μόνο να συνεργάζεται, αλλά ακόμα και να τους κάνει δεκτούς στις γραμμές του! «Αν ο παπάς έρχεται σε μας για μια από κοινού πολιτική δράση - απαντούσε ο Λένιν - και εκπληρώνει ευσυνείδητα την κομματική δουλιά, χωρίς να δρα ενάντια στο πρόγραμμα του Κόμματος, μπορούμε να τον δεχτούμε στις γραμμές του», υπογράμμιζε ο ηγέτης του μπολσεβίκικου κόμματος (Λένιν, Απαντα - τόμος 17). Κάτι μας λέει πως οι «ψάλτες» της ολιγαρχίας θα έχουν ήδη αρχίσει να... σταυροκοπιούνται.

***

Φυσικά για τους «φίλους» του ΚΚΕ δεν έχει και μεγάλη σημασία η λενινιστική αρχή πως εξ αντικειμένου - και δεδομένου ότι το πρόγραμμα του Κόμματος είναι θεμελιωμένο στην επιστημονική και υλιστική κοσμοθεωρία - «η προπαγάνδα μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την προπαγάνδα του αθεϊσμού», αλλά αυτό με κανένα τρόπο δε σημαίνει ότι απαγορεύουμε «και δεν πρέπει να απαγορεύουμε στους προλετάριους που έχουν διατηρήσει τούτα ή εκείνα τα υπολείμματα των παλαιών προλήψεων να πλησιάσουν το κόμμα μας (...). Μας είναι απαραίτητο - συμπλήρωνε ο Λένιν - να καταπολεμούμε την ασυνέπεια οποιονδήποτε "χριστιανών", αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου πως πρέπει να προωθούμε το θρησκευτικό ζήτημα στην πρώτη σειρά, γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η σειρά του» και τούτο, κατέληγε, γιατί δεν πρέπει «να επιτρέπουμε το κομμάτιασμα των δυνάμεων της πραγματικά επαναστατικής, οικονομικής και πολιτικής πάλης για τριτεύουσες απόψεις και φαντασιοπληξίες».

***

Επομένως οι κομμουνιστές δεν πρόκειται να κάνουν τη χάρη σε κανένα «τρίτο». Προτιμούν να κάνουν... τη χάρη στο Λένιν, που έλεγε πως δεν πρόκειται ούτε «να πάψουμε να απαιτούμε ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος για να καταπολεμούμε τη θρησκευτική θολούρα με καθαρά ιδεολογικά, και μόνο με ιδεολογικά όπλα», αλλά ούτε και πρόκειται να παίξουμε το παιχνίδι της αστικής τάξης με τη «συδαύλιση διαφωνιών δευτερεύουσας σημασίας» μέσα στην εργατική τάξη. Αντίθετα προτιμούμε να επιλέγουμε «το ήρεμο, το σταθερό, το υπομονετικό (...) κήρυγμα της προλεταριακής αλληλεγγύης και της επιστημονικής κοσμοθεωρίας».


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ