ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 21 Μάρτη 2023
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Τα «καμπανάκια» δυναμώνουν παρά τη συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse

Copyright 2023 The Associated

Με διαδικασίες fast track, με την άμεση παρέμβαση της ελβετικής κυβέρνησης, αλλά και με ενεργή εμπλοκή των αμερικανικών αρχών στις σχετικές διαπραγματεύσεις, «έκλεισε» το απόγευμα της Κυριακής η συμφωνία για την εξαγορά του ελβετικού τραπεζικού κολοσσού Credit Suisse - που τις προηγούμενες μέρες βρέθηκε στα όρια της κατάρρευσης - από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, την UBS.

Οι εντατικές διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν όλο το Σαββατοκύριακο, η παροχή εγγυήσεων και ρευστότητας ύψους εκατοντάδων δισ. δολαρίων από το ελβετικό κράτος, όπως και η προώθηση ρυθμίσεων από την ελβετική κυβέρνηση για την παράκαμψη προβλεπόμενων διαδικασιών όπως η έγκριση της συμφωνίας από τις συνελεύσεις των μετόχων των τραπεζών, αποτυπώνουν τις μεγάλες ανησυχίες των αστικών επιτελείων για περαιτέρω «αναταράξεις» στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με φόντο και τις πρόσφατες καταρρεύσεις αμερικανικών τραπεζών.

Παρά την ανακοίνωση της συμφωνίας ωστόσο, οι περισσότερες αναλύσεις οικονομικών επιτελείων, οίκων αξιολόγησης κ.ο.κ. συγκλίνουν στην καταγραφή σοβαρών κινδύνων για τη συνέχεια, αποτυπώνοντας και το βάθος του προβλήματος στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.

Τι προβλέπει η συμφωνία

Η συμφωνία που ανακοινώθηκε προβλέπει την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, έναντι 3,3 δισ. δολαρίων (3 δισ. ελβετικά φράγκα) σε μετοχές και την κάλυψη έως 5,4 δισ. δολαρίων σε ζημιές.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, η αξία της Credit Suisse ανά μετοχή υπολογίστηκε στα 0,76 ελβετικά φράγκα. Την Παρασκευή ο τίτλος της είχε κλείσει στα 1,86 φράγκα ανά μετοχή, ενώ χτες διαπραγματευόταν πολύ χαμηλότερα.

Παράλληλα, η συμφωνία συμπεριλαμβάνει και την παροχή ρευστότητας ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων (περίπου 108 δισ. δολάρια) από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας. Επίσης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χορηγεί στην UBS εγγύηση ύψους 9 δισ. φράγκων για την ανάληψη ενδεχόμενων ζημιών από ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται σε αυτή ως μέρος της συναλλαγής, εφόσον τυχόν μελλοντικές απώλειες υπερβούν ένα συγκεκριμένο όριο.

Επιπλέον, η συμφωνία προβλέπει την «πλήρη απομείωση της ονομαστικής αξίας όλων των τίτλων AT1 της Credit Suisse, ύψους περίπου 16 δισ. φράγκων».

Αυτό το σημείο της συμφωνίας, μάλιστα, δημιούργησε ευρύτερες ανησυχίες για συνέπειες στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αφού η αγορά των ομολόγων ΑΤ1 (τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης) υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 275 δισ. δολάρια και κατευθείαν άρχισε να καταγράφεται υποχώρηση των τιμών των ομολόγων ΑΤ1 σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Καθόλου τυχαία, με κοινή ανακοίνωσή τους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB) της ΕΕ - πέρα από τις κλασικές αναφορές στον «ανθεκτικό» ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο και τα «ισχυρά επίπεδα» κεφαλαίων και ρευστότητας - έσπευσαν να διαφοροποιηθούν, επισημαίνοντας ότι το πλαίσιο της ΕΕ για τις προβληματικές τράπεζες καθορίζει πως «τα εργαλεία με βάση τα ίδια κεφάλαια (σ.σ. μετοχές) είναι τα πρώτα που απορροφούν ζημιές και, μόνο μετά την πλήρη χρήση τους, απαιτούνται κινήσεις διαγραφής των ομολόγων AT1».

Χαιρετίζουν και «καθησυχάζουν» οι Κεντρικές Τράπεζες...

Οι μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες χαιρέτισαν τη συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse, συνεχίζοντας και την προσπάθεια να «καθησυχάσουν» τις αγορές για τους εντεινόμενους κλυδωνισμούς στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας σε ανακοίνωσή της για την εξαγορά ανέφερε ότι βρέθηκε λύση ώστε «να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα και να προστατευθεί η ελβετική οικονομία σε αυτήν την εξαιρετική κατάσταση».

Ο Πρόεδρος της χώρας, Αλέν Μπερσέ, ανέφερε ότι η συμφωνία είναι «ο καλύτερος τρόπος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος».

Την ικανοποίησή τους για τη συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse και την «υποστήριξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» από τις ελβετικές αρχές εξέφρασαν η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, και ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας (Fed), Τζέρομ Πάουελ. Στις έντονες διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν όλο το Σαββατοκύριακο, άμεση ήταν η εμπλοκή και των αμερικανικών αρχών, σε άλλη μια χαρακτηριστική επιβεβαίωση της βαρύτητας των εξελίξεων για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Η δε πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, χαιρέτισε την «ταχεία αντίδραση» των ελβετικών αρχών, λέγοντας ότι οι αποφάσεις «θα συμβάλουν στην αποκατάσταση των όρων ευταξίας της αγοράς».

...ενώ αυξάνονται τα «καμπανάκια»

Ηδη από την πρώτη στιγμή, ωστόσο, μια σειρά από οικονομικά επιτελεία και αναλυτές προειδοποιούν για τους κινδύνους που παραμένουν ισχυροί για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.

Μεταξύ άλλων, ο Μ. Φράτσερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), προειδοποίησε ότι «ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπάρξει τραπεζική κρίση στη Γερμανία και την Ευρώπη, με σημαντικό κόστος για την ανάπτυξη και την ευημερία». Επισήμανε επίσης πως οι εξελίξεις με την ελβετική τράπεζα Credit Suisse και την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στη γερμανική και την ευρωπαϊκή οικονομία. «Η μεγαλύτερη ανησυχία σήμερα είναι ότι θα επικρατήσει πανικός στις κεφαλαιαγορές και μεταξύ των επενδυτών και των αποταμιευτών, αφού κανείς δεν ξέρει ποιες τράπεζες θα μπορούσαν ακόμα να βρεθούν σε μπελάδες», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Ως εκ τούτου, ουδείς Γερμανός υπουργός Οικονομικών πρέπει απρόσεκτα να πει ότι τα πάντα είναι ξεκάθαρα, διαφορετικά θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία του», προσθέτει, ενώ επικρίνει τις αποφάσεις της ΕΚΤ για νέες αυξήσεις επιτοκίων: «Νομίζω ότι η αύξηση των επιτοκίων της περασμένης Πέμπτης από την ΕΚΤ ήταν μια επικίνδυνη απόφαση στην καλύτερη περίπτωση, και ένα σοβαρό λάθος, στη χειρότερη».

Αντίστοιχα, αναλυτές της «Morgan Stanley» για τις ευρωπαϊκές αγορές θύμισαν χτες ότι οι ανοδικοί κύκλοι αύξησης των επιτοκίων από το 1950 προκάλεσαν ύφεση στο 80% των περιπτώσεων, καθώς και δύο κρίσεις, το 1984 και το 1994. Δεδομένης της νέας «σύσφιξης της διαθεσιμότητας πιστώσεων», σε συνδυασμό με την αντεστραμμένη καμπύλη των αποδόσεων των ομολόγων, «οι πιθανότητες δεν φαίνονται σήμερα καλές», επισημαίνουν.

Η βασική εκτίμηση της βρετανικής εταιρείας οικονομικών αναλύσεων «Oxford Economics» είναι ότι μία γενικευμένη τραπεζική κρίση μπορεί να αποφευχθεί, αν και υπογραμμίζει πως ιστορικά οι τραπεζικές κρίσεις επηρεάζουν τις οικονομίες με επιπτώσεις ακόμη και στη μείωση του μακροπρόθεσμου ΑΕΠ κατά 5%-10%.

Εντονες αντιδράσεις και εντός Ελβετίας

Στο μεταξύ, έντονες αντιδράσεις και προειδοποιήσεις για τις συνέπειες της εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS καταγράφονται και από σημαντικό τμήμα του ελβετικού αστικού πολιτικού συστήματος.

Οι Πράσινοι και οι Σοσιαλδημοκράτες σκοπεύουν να συγκαλέσουν ειδική κοινή συνεδρίαση των δύο Σωμάτων του Κοινοβουλίου για το θέμα. «Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας και η κυβέρνηση έχουν βάλει στο τραπέζι 209 δισ. ελβετικά φράγκα - είναι ένας τεράστιος κίνδυνος για την Ελβετία», δήλωσε ο επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών στη Βουλή. «Η νέα UBS αποτελεί έναν άλλο τεράστιο κίνδυνο - θα έχει πάνω από 1,5 τρισ. ελβετικά φράγκα σε περιουσιακά στοιχεία και είναι απλά πολύ μεγάλη για την Ελβετία», πρόσθεσε.

Ο δε πρόεδρος της «φιλελεύθερης δεξιάς», Τ. Μπούρκχαρτ, χαρακτήρισε την εξέλιξη «ντροπή για την Ελβετία» και «μαύρη ημέρα για τη χρηματοπιστωτική θέση της Ελβετίας και για ολόκληρη την Ελβετία». Η μεγαλύτερη πολιτική παράταξη της Ελβετίας, η ριζοσπαστική δεξιά (UDC), καταγγέλλει την επιρροή των ρυθμιστικών αρχών και των ξένων εποπτικών αρχών επί του σχεδίου διάσωσης.

«Ενα ζόμπι εξαφανίσθηκε, αλλά γεννήθηκε ένα τέρας», ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος της εφημερίδας «Neue Zurcher Zeitung».

Χτες βράδυ, εξάλλου, ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης S&P αναθεώρησε αρνητικά την αξιολόγησή του για την τράπεζα UBS, προτού καλά καλά συμπληρωθεί ένα 24ωρο από τη συμφωνία για εξαγορά της Credit Suisse, διαβλέποντας «σημαντικό κίνδυνο υλοποίησης» στην ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής της Credit Suisse...


ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Δανεισμός ρεκόρ από τους μηχανισμούς ρευστότητας

Την ίδια ώρα που στο επίκεντρο βρέθηκαν οι εξελίξεις γύρω από την ελβετική Credit Suisse, έντονες παραμένουν οι «πιέσεις» σε τράπεζες των ΗΠΑ, κάτι που αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι μόνο την προηγούμενη βδομάδα δανείστηκαν συνολικά 164,8 δισ. δολάρια από δύο μηχανισμούς ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed).

Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι πριν φτάσει η Credit Suisse στα όρια της χρεοκοπίας, είχε καταγραφεί η κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών, της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, ενώ και άλλες περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ σημείωσαν βουτιά στην τιμή των μετοχών τους.

Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που δημοσίευσε η Fed έδειξαν δανεισμό 152,85 δισ. δολ. από το παράθυρο προεξόφλησης τη βδομάδα που έληξε στις 15 Μαρτίου, που συνιστά ιστορικό υψηλό, έναντι δανεισμού 4,58 δισ. δολ. την προηγούμενη βδομάδα. Το προηγούμενο υψηλό όλων των εποχών ήταν 111 δισ. δολάρια, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταγράφηκε επίσης δανεισμός 11,9 δισ. δολαρίων από τον νέο μηχανισμό έκτακτης ανάγκης της Fed (Bank Term Funding Program), ο οποίος ξεκίνησε να λειτουργεί την προηγούμενη Κυριακή.

Στα παραπάνω προστέθηκε, σύμφωνα με όσα μεταδίδει το «Bloomberg», επιστολή του Συνασπισμού Μεσαίων Τραπεζών των ΗΠΑ προς τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές, με την οποία ζητά να επεκτείνουν την ασφάλιση της FDIC σε όλες τις καταθέσεις για τα επόμενα δύο χρόνια, υποστηρίζοντας ότι η εγγύηση είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί ένα ευρύτερο κύμα απόσυρσης καταθέσεων.

Σε ένα τέτοιο φόντο, την Κυριακή με κοινή δήλωσή τους η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα του Καναδά, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας ανακοίνωσαν νέα μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας μέσα από τις συμφωνίες swap για δολάρια. Ανέφεραν πως «για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των swap στην παροχή χρηματοδότησης σε δολάρια, συμφώνησαν να αυξήσουν τη συχνότητα των πράξεων λήξης επτά ημερών που προσφέρουν από εβδομαδιαία σε καθημερινή». Ανέφεραν δε πως θα συνεχίσουν αυτές τις «καθημερινές πράξεις τουλάχιστον μέχρι το τέλος Απριλίου».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ