ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Μάρτη 2010
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ
Μια υπόθεση που θρέφει τα αρπαχτικά

Το αστικό κράτος πνίγεται στα ελλείμματα επειδή ευνοεί τη συσσώρευση των κεφαλαίων και τα συσσωρευμένα κεφάλαια πνίγουν την κοινωνία για να αποσπάσουν κι άλλα κέρδη

Αν πριν από μερικά χρόνια άνοιγε κάποιος ένα οικονομικό λεξικό, για να ανακαλύψει τι σόι πράγμα είναι αυτό το spread, που τόσο βίαια μπήκε στην καθομιλουμένη μας, θα έβλεπε ότι η ίδια η λέξη σημαίνει «περιθώριο» και η αναφορά της συνήθως υποδηλώνει «τη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο που δίνει μια τράπεζα για τις προσφερόμενες καταθέσεις, με το επιτόκιο χορήγησης δανείων της ίδιας τράπεζας». Πού κολλάει αυτό στα περιβόητα spreads για τα οποία γίνεται τόσος λόγος; Πουθενά, εκτός από την ερμηνεία της ίδιας της λέξης ως «διαφορά», διαφορά που έχει πεδίο αναφοράς τα επιμέρους επιτόκια με τα οποία δανείζονται από τις τράπεζες τα κράτη - μέλη της ΕΕ, σε σχέση με το επιτόκιο δανεισμού του γερμανικού δημοσίου. Από εκεί και πέρα, πίσω από αυτήν τη διαφορά επιτοκίων δανεισμού, υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία που είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού σε συνθήκες κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης και - ταυτόχρονα - παγκοσμιοποίησης και πλήρους απελευθέρωσης των αγορών.

Προσπαθώντας να πιάσουμε το νήμα για όσα συμβαίνουν σήμερα, από τα κεντρικά ζητήματα όπως είναι η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, μέχρι και επιμέρους όπως είναι η χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων και τα επιτόκια, είναι απόλυτα αναγκαίο να ξαναμιλήσουμε για το ίδιο το σύστημα και τη διαδικασία διαρκούς υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων.

Το κεφάλαιο...

Τα συνεχώς αυξανόμενα κέρδη που αποσπούν οι καπιταλιστές από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης κατά την παραγωγική διαδικασία, έχουν σαν αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται στα χέρια τους όλο και περισσότερα κεφάλαια. Τόσα, που κάποια στιγμή, και με δεδομένη την άναρχη ανάπτυξη της παραγωγής, δεν είναι δυνατόν να αποφέρουν τα επιδιωκόμενα κέρδη στον κλάδο που δραστηριοποιούνταν. Τότε ξεκινάει μια συνεχής κίνηση των κεφαλαίων, τα οποία αναζητούν άλλους κλάδους ή και άλλους τομείς της οικονομίας, όπου θα μπορούσαν να τοποθετηθούν αποδίδοντας το επιθυμητό ποσοστό κέρδους για τον κάτοχό τους. Αυτή η κίνηση συνοδεύεται από ανακατατάξεις, ανταγωνισμούς, εξαγορές, συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, αλλά δεν είναι λίγοι και οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι οποίοι μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό σβήνουν και κατεβάζουν ρολά.

Στο διά ταύτα, πάντα υπάρχει το κομμάτι εκείνο των κεφαλαιοκρατών που συνεχίζει να κερδίζει, συνεχίζει να συσσωρεύει κεφάλαια, συνεχίζει να επεκτείνει τη δράση του σε κλάδους και τομείς της οικονομίας και ταυτόχρονα συνεχίζει να έχει ...«πρόβλημα» έλλειψης ζωτικού χώρου, για την ακόμα πιο κερδοφόρα αξιοποίηση των κερδών - κεφαλαίων. Κάποιο μέρος από αυτούς, αργά ή γρήγορα, συνασπίζεται με άλλα συγκεντρωμένα κεφάλαια και δημιουργούν τεράστιους χρηματοοικονομικούς ομίλους, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο των τραπεζικών πιστώσεων, των μετοχικών συμμετοχών σε άλλους επιχειρηματικούς ομίλους μέσω των χρηματιστηρίων κ.ο.κ.

Η κερδοφόρα δράση του κεφαλαίου, βέβαια, μπορεί να εξασφαλίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στην παραγωγή, ωστόσο η απόλυτη σύμφυση του κράτους με τα μονοπώλια την περίοδο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού επιδιώχθηκε και επειδή το κεφάλαιο στις μέρες μας έχει ανάγκη την ακόμα μεγαλύτερη και ποικιλόμορφη στήριξή του από το κράτος. Η στήριξη αυτή, που είναι στήριξη κύρια οικονομική, εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Με κρατικές παραγγελίες, με φοροελαφρύνσεις, με παραχωρήσεις πλουτοπαραγωγικών πηγών, με τη χρηματοδότηση επενδύσεων, με θέσπιση οικονομικών κινήτρων, με τακτικές και έκτακτες ενισχύσεις του κεφαλαίου κ.ο.κ.

...το κράτος του κεφαλαίου...

Το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη και οι κεφαλαιοκράτες κρατούν για δικό τους λογαριασμό προοδευτικά μεγαλύτερο κομμάτι, αφενός του άμεσα παραγόμενου πλούτου, αφετέρου των κονδυλίων στήριξης που αναδιανέμονται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, οδηγεί στη δημιουργία δημόσιων ελλειμμάτων. Το φαινόμενο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι χαρακτηριστικό για τις περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες και δημιουργείται αποκλειστικά εξαιτίας της φιλομονοπωλιακής πολιτικής των αστικών κρατών. Ταυτόχρονα, είναι και ένα φαινόμενο που μακροπρόθεσμα έρχεται σε αντίθεση ακόμα και με τα συμφέροντα του ίδιου του κεφαλαίου, αφού η ύπαρξη ελλειμμάτων αργά ή γρήγορα οδηγεί στο στέρεμα των πηγών χρηματοδότησής του. Αυτό όμως είναι άσχετο, μια και η φύση του κεφαλαίου υπαγορεύει - αναγκάζει τους κεφαλαιοκράτες να αποσπούν άναρχα κάθε συγκεκριμένη στιγμή το όλον κέρδος που μπορούν να αποσπάσουν, αδιαφορώντας για το αύριο και το μεθαύριο.

Αυτά τα ελλείμματα του δημοσίου, οι κυβερνήσεις - υπηρέτες της άρχουσας τάξης, αρχικά προσπαθούν να τα καλύψουν με τα κλασικού τύπου διαχειριστικά μέσα, όπως αυξομειώσεις εσόδων και δαπανών. Τα μέτρα αυτά μπορεί πρόσκαιρα να μειώσουν το έλλειμμα, ωστόσο η τυφλή υποταγή στις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις του κεφαλαίου, οδηγεί τα ελλείμματα σε υψηλότερα επίπεδα.

Κάποια στιγμή - και με δεδομένο ότι οι κεφαλαιοκράτες δεν κάνουν πίσω από αξιώσεις αλλά αντίθετα προβάλλουν συνεχώς περισσότερες - εξαντλούνται τα περιθώρια διευθέτησης του δημόσιου ελλείμματος με τέτοιου τύπου παρεμβάσεις. Τότε, στην επιφάνεια έρχεται η μέθοδος του κρατικού δανεισμού. Το δημόσιο δανείζεται για να καλύψει τα ελλείμματα, στη συνέχεια παίρνει δάνεια για να καλύψει τα νέα ελλείμματα, αλλά και να πληρώσει τα προηγούμενα δάνεια, ο συνεχής δανεισμός διογκώνει το δημόσιο χρέος και από κάποια στιγμή και μετά ...χάνεται ο λογαριασμός. Για να πληρωθούν τα τοκοχρεολύσια επιβάλλονται πολιτικές λιτότητας, αυξάνονται οι έμμεσοι και άμεσοι φόροι, κόβονται οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα και πάει λέγοντας.

...και ο λογαριασμός

Στη χώρα μας μέχρι και τη δεκαετία του '80, το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών αναγκών του δημοσίου καλυπτόταν από τον εσωτερικό δανεισμό. Με ομόλογα και έντοκα γραμμάτια που εξέδιδε το δημόσιο και τα οποία αγοράζονταν από ντόπιες τράπεζες (οι περισσότερες κρατικές) και επιχειρήσεις, από ασφαλιστικά ταμεία, είτε με πόρους που προέρχονταν από την ιδιωτική αποταμίευση (τραπεζικές καταθέσεις). Το Δημόσιο όριζε το επιτόκιο και όποιος επιθυμούσε, αποκτούσε τους σχετικούς τίτλους. Εκείνη την περίοδο το δημόσιο χρέος της χώρας κυμαινόταν σε ποσοστά γύρω από το 55% του ΑΕΠ.

Ενας από τους κεντρικούς στόχους που είχε θέσει η οικονομική ολιγαρχία την περίοδο της σύστασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ήταν η εξασφάλιση των περιβόητων τεσσάρων ελευθεριών. Ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, ατόμων. Στην ουσία το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο μέσα από τον κρατικό συνασπισμό των καπιταλιστικών χωρών, χάραξε μια στρατηγική γενικευμένης επίθεσης στις λαϊκές κατακτήσεις των χωρών - μελών, εξασφαλίζοντας ευνοϊκότερους όρους για την κερδοφορία του κεφαλαίου και ανοίγοντας νέους τομείς για τοποθετήσεις κεφαλαίων. Ενας από αυτούς τους τομείς εξασφαλισμένης κερδοφορίας (ή κερδοσκοπίας, όπως αρέσκονται να λένε όσοι παριστάνουν ότι όψιμα ανακάλυψαν το πρόβλημα) ήταν η τραπεζική χρηματοδότηση των κρατών - μελών.

Με βάση τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τις επιλογές των κυβερνώντων, από τα τέλη της δεκαετίας του '90 οι τραπεζικοί όμιλοι ανέλαβαν αποκλειστικά την υπόθεση της χρηματοδότησης του Δημοσίου. Το Δημόσιο δεν απευθύνεται πλέον στο εσωτερικό, αλλά υποχρεωτικά στο σύνολο των τραπεζών που λειτουργούν στην ΕΕ, οι οποίες όπως ήταν φυσικό έπεσαν σαν τα κοράκια να χορηγήσουν δάνεια στο ελληνικό δημόσιο. Πολύ περισσότερο που μέσα στις «ελευθερίες» τους συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα να ορίζουν οι ίδιες το επιτόκιο με το οποίο χορηγούν τα δάνειά τους.

Από τη στιγμή που τα κράτη - μέλη απώλεσαν κάθε άλλη δυνατότητα χρηματοδότησής τους, πέρα από το κύκλωμα των τραπεζών που παγκοσμίως ασχολούνται με αυτήν, η κάθε χώρα, και η Ελλάδα, μετατρέπεται σε ...πελάτη, για τον οποίο ισχύουν όροι και προϋποθέσεις δανεισμού, ανάλογα με την αξιολόγηση που κάνουν οι τράπεζες. Αν θεωρείσαι καλός πελάτης, σου δίνουν δάνεια με ευνοϊκούς όρους, αν σε θεωρούν κακοπληρωτή ή εκτιμούν ότι μπορεί να χάσουν, τότε σου επιβάλλουν υψηλότερα επιτόκια για να αντισταθμίσουν υποτίθεται το ρίσκο. Την αξιοπιστία - αξιολόγηση του κάθε πελάτη που εκδίδει ομόλογα, είτε πρόκειται για κάποιο επιχειρηματικό σχήμα, είτε για ολόκληρα κράτη την καθορίζουν (άλλοι νταβατζήδες αυτοί) με τις εκθέσεις τους οι τέσσερις παγκοσμίως αναγνωρισμένοι οργανισμοί (Moody's. Standard & Poor's, Fitch, Duff) ταξινόμησης επενδυτικού κινδύνου.

Ο φαύλος κύκλος της πολιτικής στήριξης του κεφαλαίου - ελλείμματα - δανεισμός είχε ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να φτάσει το 2000 τα 148 δισ. ευρώ, το 2005 να αγγίξει τα 215 δισ. ευρώ και ήδη να έχει εκτοξευθεί στα 300 δισ. ευρώ!!!

Με αυτά τα δεδομένα και με βάση το επιτόκιο δανεισμού της Γερμανίας, που αυτές τις μέρες είναι γύρω στο 3%, τα κέντρα προσδιορισμού της αξιοπιστίας της Ελλάδας θεωρούν ότι οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν στη χώρα με επιτόκιο περί το 6%. Δηλαδή, η Γερμανία, η πλέον αναπτυγμένη και ισχυρή χώρα της ΕΕ για δεκαετές ομόλογο 10 δισ. ευρώ δίνει τόκους της τάξης των 3 δισ. ευρώ, ενώ η Ελλάδα καλείται να πληρώσει διπλάσιους τόκους ύψους 6 δισ. ευρώ. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι ακριβώς σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους της χώρας. Ο καθένας βλέπει πώς ακριβώς κοστολογείται η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου.

Είναι ολοφάνερο. Η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για την επιβολή αντιλαϊκών μέτρων και η επιμονή της κυβέρνησης Παπανδρέου να μεταφέρει τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, δημιουργεί για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα μια αφόρητη κατάσταση. Στην πραγματικότητα, με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων που αποδείχτηκαν θεραπαινίδες του μεγάλου κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι καλούνται σήμερα να ρίξουν στη χοάνη της κεφαλαιοκρατικής απληστίας - αδηφαγίας, όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα ήδη ισχνά εισοδήματά τους και τα εναπομείναντα, τα τελευταία, δικαιώματα που έχουν.

Ξεκάθαρο είναι όμως και κάτι άλλο: Οι στρατιές των εκατομμυρίων εργαζομένων δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να στέκονται να παρακολουθούν την αρπαγή του πλούτου που αυτοί και μόνο αυτοί παράγουν από μια χούφτα παράσιτα, που ζουν με το αίμα των λαών. Οι εργαζόμενοι ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουν ότι είναι καιρός να απαλλαγούμε από αυτά τα επαχθή αρπαχτικά. Ηρθε η στιγμή να παλέψουμε και να διεκδικήσουμε όλα όσα μας ανήκουν. Και μας ανήκουν τα πάντα!


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ