ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 21 Φλεβάρη 2015 - Κυριακή 22 Φλεβάρη 2015
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΤΑΛΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ
Τι κρύβει η κουβέντα για τις «συμμαχίες» της ελληνικής κυβέρνησης

Δυναμώνει η προσπάθεια χειραγώγησης του ελληνικού λαού, για να μην καταλάβει τα «παζάρια» που αφορούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Το μόνο που είναι σταθερό στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των αστών είναι η απόφασή τους να συντρίψουν τους λαούς

Eurokinissi

Το μόνο που είναι σταθερό στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των αστών είναι η απόφασή τους να συντρίψουν τους λαούς
Την περασμένη Πέμπτη, σε μια ακόμα δήλωση που πολλοί ερμήνευσαν ως «στήριξη στην Ελλάδα», ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών, Πιερ Κάρλο Παντοάν, ανέφερε: «Είναι δύσκολες μέρες. Για την Ελλάδα χρειάζεται μια διαδικασία οικοδόμησης εμπιστοσύνης... Η ελληνική κυβέρνηση έβαλε στο τραπέζι μια ανάγκη, η οποία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη: Να οδηγήσει την Ελλάδα έξω από μια μακρά περίοδο κρίσης. Για να το πετύχει, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε δομική μεταρρύθμιση, να γίνει πιο δυναμική με ένα πρόγραμμα μεσοπρόθεσμης διάρκειας... Η Ιταλία στηρίζει το αίτημα αυτό. Αλλά για να φτάσουμε στη συγκεκριμένη κατάσταση, πρέπει να ξεπεράσουμε μια κρίσιμη μεταβατική φάση, στην οποία πρέπει να αποφασισθεί τι θα γίνει με τις παλιές δεσμεύσεις και πώς να σχεδιαστούν οι καινούργιες. Πρέπει να δώσουμε το μήνυμα ότι το ευρώ είναι μη αντιστρέψιμο. Αν βγει μια χώρα, δεν θα είχαμε μόνον ένα κράτος λιγότερο στην Ενωση, αλλά και την μετατροπή του ευρώ σε έναν μηχανισμό που μπορεί να αποσυντεθεί. Ενας μηχανισμός διαφορετικός από εκείνον του ενιαίου νομίσματος» (σ.σ. οι σημειώσεις είναι δικές μας).

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προσπαθεί να πείσει το λαό μας ότι έχει «συμμάχους» στη λυκοσυμμαχία των Βρυξελλών ή στα κράτη - μέλη. Η αλήθεια όμως είναι ότι όποιες τυχόν «συμμαχίες» διαμορφώνονται αφορούν το ελληνικό κεφάλαιο και όχι τον ελληνικό λαό. Σε συμφέροντα ανάμεσα σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους υπάρχουν συγκλήσεις στην από κοινού προσπάθεια για χαλάρωση της περιοριστικής πολιτικής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρόκειται για καμιά σταθερή φιλία αλλά για λυκοφιλία. Ταυτόχρονα, ο καθένας κοιτάει και την πάρτη του με δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός μέσα σε τέτοιες λυκοσυμμαχίες, όπως η ΕΕ, κυριαρχεί.

Αλλωστε, το αντιλαϊκό περιεχόμενο των συμφωνιών και των συγκλήσεων επιβεβαιώνεται και από τις δηλώσεις τους. Αυτό αποτυπώνεται και στις επισημάνσεις του Παντοάν, οι οποίες είναι καθαρό ότι επικεντρώνονται στη σημασία των νέων ριζικών ανατροπών που χρειάζεται η καπιταλιστική ανάπτυξη («δομική μεταρρύθμιση») αλλά και των δράσεων που θα θωρακίσουν την ευρωενωσιακή λυκοσυμμαχία απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με τα οποία ανταγωνίζεται («ευρώ μη αντιστρέψιμο»). Από αυτήν τη σκοπιά, καλούν σε ολοκλήρωση των «παζαριών» με την ελληνική πλευρά εκείνοι που εμφανίζονται ως φίλοι του ελληνικού λαού.

Τι «στηρίζουν» Γαλλία - Ιταλία;

Για παράδειγμα, μετά τις επισκέψεις του Ελληνα πρωθυπουργού σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η κυβέρνηση υποστήριζε ότι «η Ελλάδα δεν είναι μόνη της», σημαντικό μέρος των αστικών ΜΜΕ συνέχιζαν να εμφανίζουν Γαλλία και Ιταλία ως δύο πλευρές που τάσσονται στο πλευρό της χώρας. Η διαφοροποίησή τους από τη Γερμανία δε σημαίνει ότι στέκονται και ενιαία απέναντί της, ότι δεν παίρνουν υπόψη τη διαφορετική οικονομική ισχύ κάθε χώρας.

Γι' αυτό, τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία, διατήρησαν «ανοικτή» την απευθείας γραμμή επαφής με τη Γερμανία, διεκδικώντας ρόλο διαμεσολαβητή. Η Μέρκελ είχε διμερείς επαφές τόσο με τον Ολάντ όσο και με τον Ρέντσι. Για το περιεχόμενο αυτών των συναντήσεων γράφτηκε ή ανακοινώθηκε γενικόλογα ότι συζητήθηκε η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι -ανεξάρτητα από το πόσο «ανοικτά» λέγονται κάποια πράγματα- κάθε πλευρά εξετάζει τις προθέσεις της άλλης, μελετά τις επόμενες κινήσεις της και σε επίπεδο διμερών σχέσεων και σε επίπεδο συνολικά ΕΕ. Δε θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, αφού η πορεία και το μέλλον της ΕΕ (από αυτήν τη σκοπιά και οι σχέσεις της Ελλάδας με τους «εταίρους» της) αφορά πολύ συγκεκριμένα τα σχέδια και τις προτεραιότητες μιας σειράς ισχυρών ομίλων που εκπροσωπούν οι κυβερνήσεις σε Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη.

Ειδικά όσον αφορά τις γαλλογερμανικές σχέσεις, ο ίδιος ο Ολάντ φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει μια δυνατή Ευρώπη χωρίς ένα σταθερό και ισχυρό δεσμό ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία». Καθόλου τυχαίο δεν είναι και το γεγονός ότι Παρίσι και Βερολίνο διατηρούν σε πρώτο πλάνο τη συνεργασία τους και στην «αντιμετώπιση» της κατάστασης στην Ουκρανία. Αλλά και ο Ρέντσι, στην πρόσφατη συνάντηση που είχε με τη Μέρκελ στη Φλωρεντία, γράφτηκε ότι τη «διαβεβαίωσε πως η χώρα του δε θα ηγηθεί μιας συντονισμένης προσπάθειας του Νότου».

Την ίδια στιγμή, τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία, διαμήνυσαν ότι η Αθήνα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι σε ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ. Επίσης, στις «κρίσιμες» συνεδριάσεις του Γιούρογκρουπ, οι Βρυξέλλες εμφανίστηκαν με ενιαία γραμμή, η οποία βέβαια αποτελεί κάθε φορά προϊόν συμβιβασμών (με δεδομένο φυσικά τον οικονομικό και πολιτικό συσχετισμό δύναμης) και όχι κάτι που επιβάλλουν μεμονωμένα πρόσωπα.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι αυτό που «στηρίζουν» οι κυβερνήσεις (δηλαδή οι αστικές τάξεις) της Γαλλίας και της Ιταλίας είναι, πρώτα από όλα, τα συμφέροντα των μονοπωλίων που εκπροσωπούν. Αυτό καθορίζει τη στάση τους απέναντι στις επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου, με δεδομένο φυσικά ότι εξελίσσεται μια ευρύτερη συζήτηση για το πώς το κεφάλαιο θα βγει από την κρίση αλλά και ότι κάθε πλευρά καταθέτει προτάσεις «εξόδου», όχι απλά με βάση το πώς θα ωφεληθεί η ίδια (και η ιμπεριαλιστική συμμαχία στην οποία ανήκει) αλλά και το πώς η ίδια θα βγει περισσότερο ωφελημένη απέναντι στους ανταγωνιστές της (στους οποίους ανήκουν φυσικά και οι «εταίροι» της).

Οι διαφωνίες για θέματα όπως οι ρυθμοί «εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους», τα κονδύλια που πρέπει να διοχετεύονται σε «δημόσιες επενδύσεις» για να φτάνουν στους κεφαλαίοκράτες, οι προτεραιότητες στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις είναι σήμερα ζήτημα αντιπαράθεσης συνολικά στην ΕΕ, συνολικά στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που δοκιμάζεται από μια μακρά κρίση, ταυτόχρονα όμως και στο εσωτερικό κάθε χώρας και κάθε αστικής τάξης, όπου δε σταματά η διαπάλη. Είναι ζήτημα αντιπαράθεσης για τις αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης της κρίσης που περιλαμβάνει και δημοσιονομική πειθαρχία (μέτρα λιτότητας) και μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης» για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, η οποία μπορεί να έρθει μόνο μέσα από το τσάκισμα του εργαζόμενου λαού.

Πώς διαμορφώνονται «συμμαχίες»

Επομένως, οι «συμμαχίες», σαν και αυτές που ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ παινεύονται ότι έχουν, όχι μόνο δεν υπηρετούν τα λαϊκά συμφέροντα αλλά δεν είναι και κάτι «στέρεο», αμετάβλητο.

Η ανισομετρία, που χαρακτηρίζει νομοτελειακά την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη σε κάθε χώρα αλλά και επιδρά στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα καπιταλιστικά κράτη, δεν επιτρέπει κανενός είδους σταθερή συνεργασία. Κάθε πλευρά έχει πολιτική και οικονομική δύναμη και διαφορετικού μεγέθους και διαφορετικών ρυθμών ανάπτυξης, κάτι που είναι λογικό να αλληλεπιδρά με τις συνεργασίες που κάθε φορά επιλέγει (και αναμορφώνει).

Παράλληλα, κάθε δύναμη διατηρεί μια «άλφα» αυτοτέλεια απέναντι και στους πιο «στενούς συνεργάτες» της, όπως και μια αλληλεξάρτηση ακόμα και σε σχέση με πλευρές που μπορεί να εμφανίζει ότι αντιπαλεύει.

Την ίδια στιγμή, οι διεργασίες, οι «κόντρες» και οι συμβιβασμοί, που συνεχίζονται ασταμάτητα στο εσωτερικό κάθε χώρας, δημιουργούν συχνά νέους παράγοντες.

Με λίγα λόγια, αυτό που οι αστοί ορίζουν ως «συμμαχίες» δεν είναι παρά ατέλειωτα «παζάρια» και ανακατατάξεις, στα οποία το μόνο πράγμα που μένει αμετάβλητο είναι ο στόχος να τσακιστούν οι λαοί.


«Δείξε μου το φίλο σου»...

Το αν οι «συμμαχίες» και «τα μέτωπα του Νότου», που η ελληνική συγκυβέρνηση επινοεί, αφορούν τα λαϊκά συμφέροντα, φαίνεται άλλωστε και στα μέτρα που οι «σύμμαχοί» της προωθούν στις χώρες τους. Αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα:

Στη Γαλλία, στις αρχές της περασμένης βδομάδας, η κυβέρνηση κατέφυγε σε ειδικό άρθρο του Συντάγματος για να επισπεύσει χωρίς την έγκριση της Βουλής ένα «πακέτο» μεταρρυθμίσεων, απαραίτητων για να ανακάμψουν οι γαλλικοί όμιλοι. Ανάμεσα στα μέτρα που περιέχει ο γνωστός ως «νόμος Μακρόν» είναι η επέκταση της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων, η νέα διευκόλυνση των απολύσεων, η περαιτέρω «ελαστικοποίηση» του συστήματος καθορισμού των αμοιβών, οι ιδιωτικοποιήσεις σε κρίσιμους κλάδους, το «άνοιγμα» κλειστών επαγγελμάτων. Βασική προτεραιότητα είναι η μείωση των «δημοσίων δαπανών», που μόνο το 2015 θα φτάσει τα 21 δισ. ευρώ και θα αφορά, μεταξύ άλλων, οικογενειακά επιδόματα και παροχές Υγείας. Την ίδια ώρα, διακηρύσσεται η ανάγκη να διασφαλιστεί η δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακών και κλαδικών συμβάσεων που θα προσαρμόζουν τις ώρες εργασίας στις ανάγκες των επιχειρήσεων, δηλαδή η οριστική κατάργηση του σταθερού χρόνου εργασίας.

Στην Ιταλία, μόλις την περασμένη Πέμπτη, ο υπουργός Οικονομικών, Παντοάν, δήλωσε ότι ο ρυθμός των ιδιωτικοποιήσεων «είναι βραδύτερος απ' όσο θα έπρεπε», επιβεβαιώνοντας την αποφασιστικότητα με την οποία θα επιδιωχθεί προσέλκυση επενδυτών, καταρχήν, για τα Ταχυδρομεία (Poste Italiane), τους Σιδηροδρόμους (FS), την εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας Enel. Η προώθηση της μεταρρύθμισης με τον τίτλο «Job's Act» («Δράση για την Απασχόληση») έχει ήδη εξασφαλίσει για τους μεγαλοεπιχειρηματίες ευκολότερες απολύσεις, διεύρυνση της δυνατότητας χρήσης συμβάσεων εργασίας με ημερομηνία λήξης.

Εξίσου ... «ζηλευτή» είναι η αφοσίωση Γαλλίας και Ιταλίας και στην αύξηση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που ματοκυλάνε λαούς. Ετσι, το Παρίσι παραμένει βαθιά «μπλεγμένο» σε «ειρηνευτικές αποστολές» σε μια σειρά αφρικανικές χώρες αλλά και στην επιχείρηση που, με πρόσχημα την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών, μεγαλώνει τις απειλές για τους λαούς Συρίας, Ιράκ, γενικά της Μέσης Ανατολής.

Αντίστοιχα, η Ιταλία έσπευσε να δηλώσει ξανά, τη βδομάδα που πέρασε, την «ετοιμότητά» της να συνεισφέρει για τον «τερματισμό» της κρίσης στη Λιβύη, διακηρύσσοντας την ετοιμότητα της ιταλικής πλουτοκρατίας να διεκδικήσει με αξιώσεις μερίδιο στο νέο μοίρασμα αγορών και πρώτων υλών.


Α.Μ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ