ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Φλεβάρη 2016
Σελ. /32
ΝΕΟΛΑΙΑ
Πολύτιμο εργαλείο για την αντιπαράθεση με τις αντιδραστικές αλλαγές στο σχολείο

Ξεκινάμε σήμερα σειρά άρθρων παρουσίασης και εκλαΐκευσης της νέας πρότασης του ΚΚΕ για το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο. Η πρόταση αυτή αφορά το σήμερα, πατάει στις σημερινές ανάγκες και δυνατότητες της κοινωνίας. Αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για να ενισχύει τα κριτήρια με τα οποία στεκόμαστε απέναντι στο σημερινό σχολείο και τις αντιδραστικές αλλαγές που φέρνουν οι αστικές κυβερνήσεις. Αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα μιας και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έχει προχωρήσει σ' άλλον έναν διάλογο για την Παιδεία, ανοίγοντας μια σειρά από σοβαρά ζητήματα για την Εκπαίδευση, που, όπως θα δείξουμε, έχουν τεθεί τα τελευταία χρόνια από προηγούμενες κυβερνήσεις στη βάση των κοινών στρατηγικών στοχεύσεων που έχουν.

Το σχολείο αλλάζει, αλλά για τα συμφέροντα του κεφαλαίου

Κόντρα στα επιχειρήματα που λένε ότι οι αλλαγές στην Παιδεία είναι «αποσπασματικές», «χωρίς σχέδιο», «αντιγράφουν ξένα πρότυπα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ελληνική πραγματικότητα», η πείρα δείχνει ότι αυτές είναι πολύ συγκεκριμένες, υπαγορεύονται από την αστική στρατηγική για την Εκπαίδευση, καταγράφονται στα κείμενα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΕΕ, ΟΟΣΑ) και υλοποιούνται από τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και από τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με συνέχεια και συνέπεια.

Χαρακτηριστική είναι η ιστορία των «διαλόγων» για την Παιδεία: Από το 1995 που συγκροτήθηκε το ΕΣΥΠ μέχρι σήμερα οι διάλογοι αυτοί ακολουθούνταν από συγκεκριμένες αναδιαρθρώσεις προσαρμόζοντας την Εκπαίδευση στις ανάγκες του κεφαλαίου. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκαινίασε με τη σειρά της νέο διάλογο και ανάλογα με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις (που ούτως ή άλλως θα επιδρούν συνεχώς), θα υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις γενικότερου χαρακτήρα.


Στο πρώτο μέρος της νέας πρότασης του Κόμματος για το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο θέτουμε το αντικειμενικό στοιχείο αυτών των συνεχών αλλαγών. Τονίζουμε ότι οι σταθεροί στόχοι του αστικού σχολείου δεν εξυπηρετούνται σε όλες τις φάσεις εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επιδιώκονται με ευελιξία και προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Τα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων δεν έρχονται πάντα εύκολα και γρήγορα στην επιφάνεια. Πολλοί παράγοντες επιδρούν σε αυτό το φαινόμενο:

«Βασικός, όμως, λόγος είναι ότι η εκπαίδευση - ως στοιχείο του εποικοδομήματος - εναρμονίζεται με τις οικονομικές εξελίξεις, όχι πάντα αυτόματα αλλά με σχετική αυτοτέλεια και καθυστέρηση. Σε αυτό συμβάλλει και η δύναμη της αδράνειας, της παράδοσης, της αναπαραγωγής δηλαδή ενός συγκεκριμένου τρόπου εκπαιδευτικής αντίληψης, νοοτροπιών, διδασκαλίας, που θέτουν εμπόδια στη γρήγορη εμπέδωση τομών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Σημαντικό ρόλο φυσικά παίζουν, επίσης, η ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης κάθε κράτους, η θέση του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, που επιδρούν στη σχετική διαφοροποίηση των δρόμων και των μεθόδων για την επίτευξη των ενιαίων στρατηγικών στόχων σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής.

Γι' αυτούς τους παραπάνω λόγους, το στοιχείο του πειραματισμού είναι αντικειμενικό στις εκπαιδευτικές προσαρμογές, προκειμένου κάθε φορά να προωθείται πιο αποτελεσματικά η στρατηγική της κυρίαρχης τάξης για την Εκπαίδευση».

Μόρφωση με το σταγονόμετρο, όσο χρειάζεται η καπιταλιστική κερδοφορία

Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με τρία βασικά ζητήματα του αστικού προβληματισμού για το σχολείο, που δείχνουν την «κόκκινη κλωστή» που συνδέει τις αντιδραστικές αλλαγές που οργανώνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις: Το ζήτημα της ροής προς τη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση, το περιεχόμενο των σπουδών με την έμφαση σε δεξιότητες και τις προσπάθειες «αυτονόμησης» των σχολικών μονάδων.

Στη νέα πρόταση του Κόμματος εκτιμάμε ότι είναι έκδηλη «η προτεραιότητα των αστικών σχεδιασμών για την πρώιμη κατάρτιση σε βάρος της γενικής μόρφωσης, η διαφοροποίηση της λεγόμενης μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης. Σε αυτήν την κατεύθυνση δομούν και "αντισταθμιστικά οφέλη" για την "ελκτικότητα" της Τεχνικο-επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ), ως χώρου στον οποίο θα διοχετεύεται το αυξημένο μαθητικό δυναμικό που θα διώχνεται με ταξικούς όρους από το σχολείο».

Είναι σαφές ότι και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Ο Α. Λιάκος, πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου, υποστηρίζει: «...για να λειτουργήσει ανθεκτικά το σύστημα της εθνικής παιδείας και να αντέξει στον χρόνο, χρειάζεται μια αναβαθμισμένη και επανασχεδιασμένη τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση...».

Πρόκειται για μια παλιά ιστορία. Από το 1995, που δημοσιεύεται η έκθεση του ΟΟΣΑ για την αποτίμηση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα, είναι φανερή η προσπάθεια των αστικών κυβερνήσεων να πιάσουν το σφυγμό των ευρωενωσιακών κατευθύνσεων και να ανακόψουν τη ροή προς το Γενικό Λύκειο σε ανάλογα ποσοστά με το μέσο όρο της ΕΕ. Σ' αυτό το πνεύμα κινήθηκε ο νόμος 2525 του 1997, ανεξάρτητα από τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά του.

Αυτή η κατεύθυνση συνεχίστηκε και μετά. Στο κείμενο του ΕΣΥΠ του 2006 γράφεται: «Ολες οι αλλαγές που προτείνουμε δεν έχουν κανένα νόημα εάν δεν συνοδευτούν από ριζική αναβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση δεν έπεισε τους γονείς και τους μαθητές, δεν λειτούργησε όπως όφειλε να λειτουργήσει και έλαβε εξαρχής το χαρακτήρα του σχολείου που υποδέχεται όχι τους μαθητές και τις μαθήτριες που επιθυμούν να κάνουν άλλου τύπου σπουδές, αλλά αυτούς που δεν μπορούν να αποδώσουν ακαδημαϊκά». Το 2013 με τον νόμο 4186 η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει νέες αλλαγές στο Λύκειο, προωθώντας και το τέταρτο έτος μαθητείας στα ΕΠΑΛ. Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υλοποιεί αυτές τις ρυθμίσεις του νόμου 4186/2013, όπως μάλιστα θέτει επιτακτικά και το 3ο μνημόνιο.

Προγράμματα σπουδών για τις ανάγκες της αγοράς

Στη νέα πρόταση του Κόμματος διαβάζουμε:

«Γενικότερα στο αστικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτυπώνεται η αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας, από τη μια, να απαιτούνται με ταχύτητα νέες γνώσεις και επιστημονικότητα στην εξήγηση νέων φαινομένων, από την άλλη να ενισχύεται η μη επιστημονική εξήγηση της ιστορικής κίνησης, εν μέρει και της φυσικής.

Ετσι, περνά από την ταχεία μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επιστημονικό μεθοδολογικό υπόβαθρο και κριτήριο, στην αποσπασματική μετάβαση από μέρος σε μέρος (βλ. διαθεματικότητα). Επίσης, επικεντρώνεται στο περίφημο "μαθαίνω πώς να μαθαίνω", που στην αστική εκπαιδευτική πολιτική συνδέεται με την ικανότητα διαχείρισης πληροφοριών, αναγκαία μεν στο σημερινό επίπεδο αποθέματος και διάχυσης των γνώσεων, που ωστόσο δεν μπορεί να εξασφαλιστεί δίχως ένα επιστημονικό υπόβαθρο κατανόησης του κόσμου».

Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει πως το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών θα γίνει αντικείμενο του διαλόγου. Με μπούσουλα τις κατευθύνσεις της ΕΕ, που από το 2006 έδωσε τον κατάλογο των οκτώ «βασικών ικανοτήτων» που πρέπει να δίνουν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα: «Η πρώτη πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες μπορούν να αποκτήσουν εγκάρσιες βασικές δεξιότητες, όπως μαθαίνω να μαθαίνω και επικοινωνιακές δεξιότητες, αίσθηση πρωτοβουλίας και επιχειρηματικότητας, ψηφιακή ικανότητα, πολιτισμική συναίσθηση και έκφραση, η χρήση των νέων τεχνολογιών. Ολα αυτά πρέπει να αντανακλώνται στα αναλυτικά προγράμματα». Το 2010, στο κείμενο για το «νέο σχολείο» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που υλοποιεί και η σημερινή κυβέρνηση, αναγνωριζόταν ότι: «Τα Προγράμματα Σπουδών που εφαρμόζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι περιγράφουν την υιοθέτηση σύγχρονων αρχών, δεν έχουν στην πράξη επιφέρει αλλαγές στο σχολείο».

Σχολεία πολλών ταχυτήτων

Στη νέα πρόταση του Κόμματος διαβάζουμε:

«Βαδίζουμε προς την σχετικά αυτόνομη - διαφοροποιημένη - ανταγωνιστική σχολική μονάδα με ευθύνη για τα οικονομικά της, την επιλογή αναλυτικών προγραμμάτων, βιβλίων και εκπαιδευτικών. Η "αυτόνομη" σχολική μονάδα είναι περισσότερο "ευαίσθητη" στις απαιτήσεις των "πελατών", η συντήρηση ή η ανάπτυξή της εξαρτάται άμεσα από τη "ζήτηση" των εκπαιδευτικών ή ερευνητικών "προϊόντων" τους, την αξιολόγησή της από την αγορά».

Ο Α. Λιάκος, σ' αυτό ακριβώς το πνεύμα, λέει τώρα στο πλαίσιο του διαλόγου: «Το σχολείο πρέπει να αποκτήσει αυτονομία, προσωπικότητα, να απογαλακτιστεί από την ιεραρχία και το υπουργείο, να περάσει από τη συμμόρφωση στο αναλυτικό πρόγραμμα στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών πρακτικών με υπευθυνότητα και λογοδοσία».

Αραγε, πόσο απέχει η άποψη του Α. Λιάκου για ένα σχολείο που «θα βγει από την τυποποιημένη ανωνυμία και θα αποκτήσει διακριτή φυσιογνωμία και brand name», από εκείνο το προκλητικό ερώτημα του Γ. Πανάρετου (εκπρόσωπου του ΠΑΣΟΚ στον διάλογο του 2009): «Γιατί κάποιος να έχει το δικαίωμα να επιλέξει την οδοντόπαστα που θα αγοράσει αλλά όχι τις σπουδές και το δάσκαλο του παιδιού του;».

Και οι δύο απόψεις πατάνε στο έδαφος της ίδιας στρατηγικής. Πιο συγκεκριμένα:

Ηδη από το 1995 η έκθεση του ΟΟΣΑ έβαζε το ζήτημα της «αποκέντρωσης της Εκπαίδευσης», σημειώνοντας ότι πρέπει να διαμορφώνεται ένας γενικός σχεδιασμός για την Παιδεία και από κει και πέρα την ευθύνη για τη λειτουργία των σχολικών μονάδων (από τα κτιριακά θέματα μέχρι τη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων και τις προσλήψεις εκπαιδευτικών κ.τ.λ.) να την έχουν η Τοπική Διοίκηση και τα ίδια τα σχολεία.

Το 2011, ο ΟΟΣΑ επανέρχεται κρίνοντας ως αρνητικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα η ευθύνη για τα αναλυτικά προγράμματα, το διορισμό εκπαιδευτικών, τα βιβλία, το σχολικό πρόγραμμα κ.τ.λ. είναι υψηλά κεντρικά ελεγχόμενη, ότι δεν έχει αλλάξει το καθεστώς στην κεντρική ευθύνη που υπάρχει για τα ζητήματα αναλυτικού προγράμματος.

Αυτοί οι προβληματισμοί, πολλές φορές με τα ίδια λόγια, αποτυπώνονταν και στα ελληνικά κείμενα. Στο πλαίσιο του ΕΣΥΠ το 2006 μπαίνουν στόχοι για «σχολικές μονάδες με περισσότερες ευθύνες και ευελιξία: Στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων, στην επιλογή των προτεραιοτήτων, στη διαμόρφωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων, στην οικονομική διαχείριση, ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των εκπαιδευομένων». Το κείμενο για το «Νέο Σχολείο» το 2009 μιλάει πιο ανοιχτά για ένα «σχολείο ανοικτό στην κοινωνία, σε αρμονική σύνδεση με τη Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης».

Το πρόβλημα είναι ο αστικός χαρακτήρας του σχολείου

Στη νέα πρόταση του Κόμματος γράφεται:

«Οι αναδιαρθρώσεις αποτελούν απάντηση πάνω σε υπαρκτά προβλήματα στην εξέλιξη της οικονομίας και της Εκπαίδευσης, από τη σκοπιά της αστικής τάξης. Ωστόσο, η ουσία του προβλήματος στην Εκπαίδευση δεν είναι άλλη από τον αστικό - ταξικό χαρακτήρα της.

Γι' αυτό, όταν οι αστικές κυβερνήσεις μιλάνε για προβλήματα της Εκπαίδευσης, πέρα από τον προφανώς δημαγωγικό χαρακτήρα των διακηρύξεών τους, που στόχο έχουν να παρουσιάσουν το πρόβλημα της Εκπαίδευσης ως αταξικό, εννοούν κυρίως τις καθυστερήσεις στην προσαρμογή της Εκπαίδευσης στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές ανάγκες. Καθυστερήσεις που σχετίζονται και με το ρόλο και την παρέμβαση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, του νεολαιίστικου κινήματος».

Με αυτήν την έννοια, τα προβλήματα που συχνά επικαλούνται οι αστοί για την Παιδεία εκφράζουν το ότι δεν έχει γίνει ακόμα κατορθωτό να αποτυπωθούν στον επιθυμητό βαθμό βαθύτερες αλλαγές κυρίως στο περιεχόμενο, στον προσανατολισμό του σχολικού μαθήματος, αλλά και στις σχολικές δομές.


Κ. Γ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ