ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Γενάρη 2007
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ;
Το κεφάλαιο, η συσσώρευση και οι εξαγορές

Αφού βασικός στόχος του κεφαλαίου είναι η αέναη μεγέθυνση της υπεραξίας και του κέρδους, η συνεχής συγκέντρωση κεφαλαίων και η συγκεντροποίηση της παραγωγής, πάντα οδηγούσαν και οδηγούν σε μαζικές ανακατατάξεις, που εκφράζονται και με τις εξαγορές ή συγχωνεύσεις επιχειρήσεων

Πολύς είναι ο ντόρος που δημιουργήθηκε τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τις κινήσεις τραπεζικών ομίλων να ...αποκτήσουν ο ένας τον άλλον. Το κεφάλαιο «εξαγορές και συγχωνεύσεις» δεν είναι καινούριο, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση προσφέρεται και για σεναριογραφία, αφού οι εμπλεκόμενες τράπεζες ακολούθησαν το δρόμο της δημοσιοποίησης των επιθετικών τους προθέσεων και την ανοιχτή αντιπαράθεση, ώστε να αποδείξουν η καθεμία για λογαριασμό της ότι η δική της πρόταση είναι πιο φερέγγυα.

Με δυο λόγια, το επιχειρησιακό μέρος της ιστορίας έχει ως εξής:

  • Στις 10 του Γενάρη η διοίκηση της «MarfiFinancial Group ΑΕ Συμμετοχών» αποφασίζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του ομίλου κατά 5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που θεωρείται κάτι μεταξύ αστρονομικού και ...εξωπραγματικού, για τα ελληνικά δεδομένα. Το ποσό αγγίζει το 2,6% του ΑΕΠ της χώρας, αλλά στελέχη της Marfin αφήνουν να εννοηθεί ότι η αύξηση είναι στα μέτρα του ομίλου, καθώς αποτελεί επιθυμία του βασικού μετόχου των Σαουδαράβων της «Dubai Finance».
  • Την επομένη, 11 Γενάρη, η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε - αργά το βράδυ - ότι το ΔΣ της «σε έκτακτη συνεδρίαση έλαβε απόφαση να προχωρήσει σε υποβολή φιλικής εκούσιας δημόσιας πρότασης προς τους μετόχους της "MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD"».
  • Η Marfin, στις 12 του μήνα, εγκαλεί τον πρόεδρο της Πειραιώς ότι δεν παίζει τίμιο παιχνίδι. Ανακοινώνει μάλιστα τη δική της απόφαση - που υποστηρίζει ότι γνώριζε ο Μ. Σάλλας - «να καταθέσει δημόσιες προτάσεις για την εξαγορά της Τράπεζας Πειραιώς και της Τράπεζας Κύπρου με στόχο τη δημιουργία της μεγαλύτερης τράπεζας στον Ελληνοκυπριακό χώρο και μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Το λόγο, από εκεί και πέρα, παίρνουν οι κεντρικές τράπεζες και οι Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδας και της Κύπρου. Και όλοι τώρα περιμένουν - περιμένουμε - να δούμε την έκβαση που θα έχει η όλη ιστορία.

Μια ιστορία από τα παλιά

Στην υπόθεση δεν υπάρχει κάτι το συγκλονιστικό. Οι αγοραπωλησίες και οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων - μαζί και τραπεζών - είναι μια υπόθεση που προηγείται όχι μόνο της μονοπωλιακής φάσης του καπιταλισμού, αλλά και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η συσσώρευση κεφαλαίων ανέκαθεν οδηγούσε σε ανακατατάξεις σε επίπεδο επιχειρήσεων και σε αναδιανομές μεριδίων στην αγορά. Ανέκαθεν, δηλαδή, παρατηρείται η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Από την εποχή της μανιφατούρας, υπήρχαν μονάδες παραγωγής που συνενώθηκαν με άλλες και έγιναν μεγαλύτερες, πολλές εξαιτίας του ανταγωνισμού διέκοψαν τη λειτουργία τους και την ίδια στιγμή πραγματοποιούνταν σωρεία αγορών και πωλήσεων.

Μόνο που με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το πέρασμά του στην εποχή της μονοπωλιακής του εξέλιξης και ειδικά στη φάση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, «κάτι» αλλάζει. Τι είναι αυτό; Η συνεχής αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, στα πλαίσια της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής, δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για συσσώρευση του κεφαλαίου από ομάδες επιχειρηματιών και οι μεμονωμένες ή περιστασιακές μέχρι τότε αγοραπωλησίες και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, αποκτούν μαζικό χαρακτήρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καπιταλιστική κοινωνία και τις παραγωγικές σχέσεις.

Η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, έχει σαν αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση της υπεραξίας που αποσπά ο επιχειρηματίας. Η αυξημένη σε όγκο υπεραξία, που αυξάνεται ακόμα περισσότερο αν - στην ιστορική εξέλιξη - συνυπολογιστούν τα καπιταλιστικά κέρδη από την ασύλληπτων διαστάσεων αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ως αποτέλεσμα της μαζικής εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, οδηγεί στην προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη μεγέθυνση των κεφαλαίων. Το συνεχώς αυξανόμενο κεφάλαιο αναζητά, απαιτεί, αξιώνει νέους τομείς δράσης και νέα μεγέθη αγορών για την εξασφάλιση ακόμα μεγαλύτερων υπερκερδών. Τότε και χωρίς να είναι αναγκαίο να προσπαθούμε να οριοθετούμε με αυστηρότητα τα χρονικά όρια, ξεκινά μια νέα φάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής. Βέβαια, με δεδομένο ότι η πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας και των διαφόρων κλάδων της δεν είναι ευθύγραμμη, ο καθένας καταλαβαίνει πως οι διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίων δεν είναι ανάγκη και δεν μπορεί να αφορούν στο σύνολο της οικονομίας ταυτόχρονα. Μπορεί να αγγίζουν μόνο κάποιο κλάδο ή ορισμένους κλάδους της. Αυτή η κίνηση του κεφαλαίου έχει το χαρακτήρα του αέναου και θα διακοπεί οριστικά μόνο εφόσον ανατραπεί η εξουσία του κεφαλαίου.

Τα μεγέθη και ο χρόνος

Αν επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε τις διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στο παρελθόν και στις μέρες μας, θα διαπιστώσουμε ότι ενώ στο ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές, η εικόνα εμφανίζεται αλλιώτικη. Η ...διαφορά αφορά κύρια δύο πλευρές του ζητήματος. Πρώτον, τα μεγέθη των υπό συγκέντρωση κεφαλαίων και δεύτερον το χρόνο, την περιοδικότητα, που απαιτείται για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μαζικών αναδιαρθρώσεων - ανακατατάξεων στους διάφορους κλάδους της οικονομίας.

Ετσι, αν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα τα φαινόμενα των μαζικών αγοραπωλησιών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων εμφανίζονταν με συχνότητα εικοσαετίας και τριακονταετίας, οι χρόνοι μεταπολεμικά συμπτύχθηκαν στη δεκαετία - δεκαπενταετία. Στις σύγχρονες συνθήκες δημιουργίας νέων κλάδων, απελευθέρωσης των αγορών και «παγκοσμιοποίησης» της δράσης του κεφαλαίου, οι χρόνοι αυτοί έχουν περιοριστεί ακόμα περισσότερο. Παράλληλα, ενώ οι αγοραπωλησίες και οι συγχωνεύσεις του παρελθόντος κύρια αφορούσαν κάποια βιομηχανική μονάδα ή ακόμα και τμήμα κάποιας βιομηχανίας, ή κλάδο δραστηριότητας κάποιας επιχείρησης, σήμερα αγοράζονται, πωλούνται, συγχωνεύονται και απορροφούνται ολόκληροι επιχειρηματικοί όμιλοι με πολυεπίπεδη, πολυκλαδική και πολυεθνική δραστηριότητα.

Τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η οικονομική ολιγαρχία από την ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση του κεφαλαίου, δεν είναι του παρόντος. Ο καθένας μας όμως γνωρίζει - και απαραίτητο είναι να μη μας διαφεύγει - ότι πέρα από την αστική περί του ανταγωνισμού και της ...εξέλιξης φιλολογίας, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις συνδέονται με την ενίσχυση της ισχύος του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του και στο όνομα των «οικονομιών κλίμακας», πάντα συνοδεύονται με παραπέρα ένταση της εκμετάλλευσης, μαζικές απολύσεις και ευρείας κλίμακας επιθέσεις σε όλο το φάσμα των εργασιακών δικαιωμάτων και καταχτήσεων.

Χρονιά ρεκόρ

Σύμφωνα με τα στοιχεία που μέχρι σήμερα έχουν δει τη δημοσιότητα, το 2006 ήδη θεωρείται ως η χρονιά ρεκόρ για τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Αν μάλιστα πιστέψουμε την εφημερίδα «ΚΕΡΔΟΣ» (21/12/2006) «στοιχεία της εταιρείας Thomson Financial δείχνουν ότι μέσα στο 2006 οι συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών άγγιξαν σε παγκόσμια κλίμακα τα 3,6 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ τα 2,7 τρισ. του περασμένου έτους». Αλλωστε, υπάρχουν υπολογισμοί που βεβαιώνουν ότι στη δεκαετία που διανύουμε, πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματικές συμφωνίες, τόσες όσες δεν είχαν λάβει χώρα κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μετά την έξαρση που σημειώθηκε περί τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, από το 2005 παρατηρείται και πάλι ανοδική πορεία των επιχειρηματικών συμφωνιών για εξαγορές και συγχωνεύσεις. Οπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία της PRICE WATER HAUSE COOPER» (Πράις Ούτερ Χάουζ Κούπερ) την περίοδο 2002 - 2005 πραγματοποιήθηκαν 916 εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, συνολικής αξίας περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ανά χρονιά η εικόνα είναι η εξής:

  • Το 2002 έγιναν 325 συμφωνίες αξίας 2,5 δισ. ευρώ
  • Το 2003 έγιναν 169 συμφωνίες αξίας 3 δισ. ευρώ
  • Το 2004 έγιναν 205 συμφωνίες αξίας 2 δισ. ευρώ
  • Το 2005 έγιναν 217 συμφωνίες αξίας 4 δισ. ευρώ

Ιδιαίτερη θέση, στις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων διεθνώς και στη χώρα μας, κατέχουν οι ανακατατάξεις στον κλάδο των τραπεζών. Ανακατατάξεις που έχουν σαν αποτέλεσμα λιγότεροι σε αριθμό τραπεζικοί όμιλοι να συγκεντρώνουν και να ελέγχουν απίστευτα περισσότερα κεφάλαια. Σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επικαλείται η ICAP «αναφέρεται ότι την περίοδο 1995 - 2000 πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη 2.153 συγχωνεύσεις και εξαγορές πιστωτικών ιδρυμάτων. Από τις συμφωνίες αυτές το 84% πραγματοποιήθηκε μεταξύ ιδρυμάτων από την ίδια χώρα, το 5% αφορά διασυνοριακές συμφωνίες μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρες της ΕΕ και το υπόλοιπο 11% αφορά διασυνοριακές συμφωνίες με πιστωτικά ιδρύματα από χώρες εκτός ΕΕ». Ενδεικτικό της χρονικής κατανομής των επιχειρηματικών συμφωνιών είναι ότι «από τις 246 πολύ μεγάλες συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1990 -1999, οι 197 πραγματοποιήθηκαν τη δεύτερη πενταετία».

Σε ό,τι αφορά το ουσιαστικό μέρος αυτής της διαδικασίας, ενδεικτική είναι η εκτίμηση που περιλαμβάνεται σε έκθεση της Κομισιόν, από το 2002 ακόμα, όπου στο κεφάλαιο «η συγκέντρωση των επιχειρήσεων στην τραπεζική αγορά της ΕΕ» με έμφαση διαπίστωνε: «Το μερίδιο των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών που κατέχονται από τις 20 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες αυξήθηκε από το 35% το 1997 στο 41% στις αρχές του 1999. Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές στην ΕΕ έχουν εγχώρια κυρίως διάσταση: σε 24 μόνο από τις 190 συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών στην ΕΕ στο πρώτο εξάμηνο του 1999 συμμετείχε μια ξένη τράπεζα».

Στα δικά μας

Τα παραπάνω μεγέθη που αφορούν στις εξαγορές και συγχωνεύσεις βεβαίως δεν μπορούν να έχουν αναλογίες στα ελληνικά δεδομένα, ωστόσο, και στη χώρα μας ένα είναι ολοφάνερο. Μετά την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος την προηγούμενη δεκαετία, ενεργοποιήθηκαν ραγδαίες εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα για το μοίρασμα της αγοράς. Ετσι, σε μια αγορά όπου κυριαρχούσαν δύο τράπεζες (Εθνική και Εμπορική) μετά από 14 ιδιωτικοποιήσεις, εξαγορές, συγχωνεύσεις και επιθετικές αγορές τραπεζών, η εικόνα έχει αλλάξει άρδην. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι όχι μόνο η εξασφάλιση ισχύος, αλλά η κυριαρχία πλέον των ιδιωτικών τραπεζικών ομίλων, διαδικασία που επιτεύχθηκε μέσα από την επιταχυνόμενη μεταφορά καταθέσεων και συνολικού ενεργητικού, στους νέους ομίλους που δημιουργήθηκαν (Αλφα, Γιούρομπανκ, Πειραιώς).

Ενδεικτικό είναι ότι μέσα σε μια εφταετία, το 2004 σε σχέση με το 1997:

  • Ο αριθμός των τραπεζών από 26 μειώθηκε σε 19
  • Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 146%
  • Το συνολικό ενεργητικό των τραπεζών αυξήθηκε κατά 60% και από 14,6 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 182,3 δισ. ευρώ
  • Τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών από 5,2% του ΑΕΠ διαμορφώθηκαν στο 7,4% του ΑΕΠ.
  • Ιδιαίτερα σημαντική αύξηση σημείωσαν οι δείκτες εσόδων ανά κατάστημα και ανά εργαζόμενο και οι διάφοροι δείκτες μέτρησης της λεγόμενης παραγωγικότητας.

Η σημαντική κερδοφορία και η συγκέντρωση κεφαλαίων, οι ρυθμίσεις που αφορούν στα συνταξιοδοτικά και εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων, η πολιτική ...εξωστρέφειας και εξασφάλισης θέσεων σε αγορές των γειτονικών χωρών, οι συμμετοχικές και άλλες συνεργασίες που φαίνεται να έχουν συμφωνηθεί με τράπεζες του εξωτερικού, μαζί με τον εντεινόμενο ανταγωνισμό, φαίνεται πως συνθέτουν τις υλικές προϋποθέσεις, για ακόμα ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας, μεταξύ τραπεζικών ομίλων που με την τωρινή τους μορφή υπάρχουν μόλις λίγα χρόνια στην αγορά.

Το κρίσιμο σε κάθε περίπτωση ζήτημα για το τι θα ακολουθήσει - κάτι που εδώ που τα λέμε αφορά αποκλειστικά τους τραπεζίτες και την άρχουσα τάξη και ποσώς ενδιαφέρει τους εργαζόμενους - είναι τα όρια που αντικειμενικά υπάρχουν για τη διεύρυνση και μεγέθυνση των τραπεζών στη χώρα. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις αντικρουόμενες πολλές φορές εκτιμήσεις, όλοι οι παρατηρητές φαίνεται να συμφωνούν ότι τα όρια, λόγω μεγέθους της οικονομίας είναι περιορισμένα και γίνονται ακόμα πιο ασφυκτικά αν συνυπολογιστεί ο δείκτης συγκέντρωσης της αγοράς που ήδη έχει σημειωθεί. Οι πέντε μεγαλύτεροι τραπεζικοί όμιλοι ελέγχουν ήδη πάνω από το 70% των δανείων (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι περίπου στο 60%), ποσοστό που υποδηλώνει το περιορισμένο όφελος που θα έχει μια μεγάλη τράπεζα από την εξαγορά μιας μικρής. Αλλά και επειδή σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζιτών με την πάροδο του χρόνου στενεύουν και τα περιθώρια για παραπέρα χρηματοδοτήσεις στον κλάδο της λιανεμπορικής, ο ορίζοντας στον κλάδο των τραπεζών δείχνει να μη χωράει και τους πέντε ομίλους που σήμερα ελέγχουν την αγορά.

Γι' αυτό και τα μαχαίρια που ακονίζονται εδώ και καιρό, φαίνεται τώρα να βγαίνουν και η κάθε πλευρά παίρνει τη θέση της...


Κείμενα:
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


«MARFIN FINANCIAL GROUP Α.Ε. ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ»
Η τράπεζα που ήρθε από το πουθενά

Μόλις πριν από μια πενταετία ο Μ. Σάλλας «έχρισε» τραπεζίτη τον επικεφαλής της ΜΑΡΦΙΝ, που τώρα απειλεί να εξαγοράσει την Τράπεζα Πειραιώς

Ούτε στους εφιάλτες του δε θα μπορούσε να φανταστεί ο πρόεδρος της Πειραιώς, Μ. Σάλλας, ότι εν έτει 2007, ο επικεφαλής του ομίλου της ΜΑΡΦΙΝ, Ανδρέας Βγενόπουλος, θα επιχειρούσε να βάλει στο χέρι την τράπεζά «του». Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Βγενόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στην αγορά ως οικονομικός παράγοντας μόλις το 1998. Κι όχι με τίποτα σπουδαία πράγματα. Με μια εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο από χρηματιστηριακή εταιρεία, τη ΜΑΡΦΙΝ ΑΕΠΕΥ, που τότε φάνταζε σαν μια από τις δεκάδες που είχαν φυτρώσει στην πιάτσα σαν μανιτάρια, αλλά οι περισσότερες από αυτές έπαψαν να υπάρχουν, όταν ο διετής πυρετός για το χρηματιστηριακό τζόγο μετατράπηκε σε ...υποθερμία και πολλοί από τους «κατεργάρηδες» πήραν την άγουσα για τον πάγκο τους.

Η εξέλιξη της ΜΑΡΦΙΝ ήταν διαφορετική σε σχέση με τις άλλες χρηματιστηριακές εταιρείες εκείνης της εποχής. Εχοντας αναλάβει τη διαχείριση κεφαλαίων, που οι άνθρωποι της εταιρείας πάντα άφηναν να εννοηθεί ότι ανήκουν σε γνωστές εφοπλιστικές οικογένειες του Πειραιά και όχι μόνο, η ΜΑΡΦΙΝ, μέσα από μία πολυδαίδαλη διαδικασία ίδρυσης επιχειρήσεων, συγχωνεύσεων και εξαγορών, κατάφερε όχι μόνο να επιπλεύσει, αλλά και να «πάρει κεφάλι». Με τη γνώση που έχουμε σήμερα για τα παιχνίδια που παίχτηκαν στην οδό Σοφοκλέους και τη δυνατότητα που - λόγω διαχείρισης μεγάλης αξίας κεφαλαίων - είχαν κάποιοι να ελέγχουν σχεδόν απόλυτα την πορεία και την εξέλιξη των τιμών, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τις «υπεραξίες» που αποσπούσαν από τις αγοραπωλησίες μετοχών, εταιρείες σαν τη ΜΑΡΦΙΝ, την ώρα που ο λαουτζίκος έκλαιγε τις αποταμιεύσεις του, οι οποίες γίνονταν φτερό στον άνεμο των κυβερνητικών παροτρύνσεων για ενίσχυση του «λαϊκού καπιταλισμού».

Βέβαια, την ίδια ακριβώς δουλιά έκανε και η ιδιωτικοποιημένη Πειραιώς, η διοίκηση της οποίας -αξιοποιώντας άλλα επιχειρηματικά κεφάλαια - αποφάσισε να μεγεθύνει την τράπεζα προχωρώντας επίσης σε αγοραπωλησίες τραπεζών, εταιρειών και επιχειρήσεων. Τις μέρες της φρενίτιδας του χρηματιστηριακού τζόγου, η Πειραιώς αποκτά το υποκατάστημα της γαλλικής CREDIT LYONNAIS που λειτουργούσε στην Ελλάδα, μετονομάζοντάς το σε «Πειραιώς PRIME BANK». Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης της νέας πλέον Πειραιώς (έχει απορροφήσει τη Μακεδονίας - Θράκης, τη ΧΙΟΣ, τη ΣΙΓΜΑ χρηματιστηριακή, κλπ.), ο Μ. Σάλλας αποφασίζει και «μπαίνει» στην ανερχόμενη ΜΑΡΦΙΝ ΑΕΠΕΥ, αποκτώντας το 51% των μετοχών της, με στόχο τη διαχείριση των Αμοιβαίων Κεφαλαίων της Πειραιώς.

Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως διαφαίνονταν τη διετία 1998-'99, αφού ο τζίρος των χρηματιστηριακών συναλλαγών έπεσε κατακόρυφα και οι θυγατρικές των διαφόρων τραπεζών που ασχολούνταν αποκλειστικά με τις συναλλαγές αυτές έμειναν ουσιαστικά χωρίς δουλιά.

Στα πλαίσια αυτά και μη έχοντας πλέον ανάγκη ούτε τη ΜΑΡΦΙΝ ΑΕΠΕΥ, ούτε την PRIME BANK, η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς, το 2002, «μεταβίβασε» τις αρμοδιότητες των δύο θυγατρικών της στην επίσης θυγατρική της «ΣΙΓΜΑ Χρηματιστηριακή» και στη μητρική τράπεζα, ενώ τις ίδιες τις μοσχοπούλησε στον ...Α. Βγενόπουλο, καθιστώντας τον στην ουσία τραπεζίτη!

Από εκεί και πέρα η ιστορία μπορεί να μην είναι γνωστή, αλλά είναι αυτή που οδήγησε στις σημερινές εξελίξεις. Η Πειραιώς να είναι πράγματι μία από τις τρεις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, συναγωνιζόμενη με την ΑΛΦΑ και τη ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ για την ανακατανομή της αγοράς, ενώ η ΜΑΡΦΙΝ ξεπροβάλλει ξαφνικά ως διεκδικητής της πρώτης θέσης, ποντάροντας τώρα να αποκτήσει αυτή την Τράπεζα Πειραιώς.

Η διαδρομή της ΜΑΡΦΙΝ συνδέθηκε με σωρεία επιχειρήσεων που λειτούργησαν υπό τη σκέπη της. Ανάμεσά τους οι MARFIN ΑΕΠΕΥ, MARFIN ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΧΕΠΕΥ, MARFIN MAGNUM, MARFIN MOMENTUM, MARFIN CLUB, MARFIN COMM ΑΕ, MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, MARFIN BANK ΑΤΕ, MARFIN CAPITAL, MARFIN GLOBAL ASSET MANAGEMENT ΕΠΕΥ, MARFIN CLASSIC, COMM GROUP AE, MARFIN CLASSIC ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ και άλλες που δεν είναι απαραίτητο να υπήρχαν όλες ταυτόχρονα. Απλά η εταιρεία, χρησιμοποιώντας διάφορα τρικ που προσφέρονται για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, πότε δημιουργούσε και πότε καταργούσε επιχειρήσεις, μέχρι να δημιουργήσει την «MARFIN FINANCIAL GROUP Α.Ε. ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ».

Με βάση στοιχεία της 15ης του Γενάρη, η MARFIN FINANCIAL GROUP στο ελληνικό χρηματιστήριο επίσημα ελέγχει:

  • Το 100% της Marfin Bank
  • Το 61% της Επενδυτικής Τραπέζης Ελλάδος
  • Το 30,86% της Εγνατίας Τράπεζας
  • Το 51% του θεραπευτηρίου «Υγεία»
  • Το 5% της «Ελληνικής Υφαντουργίας»
  • Το 26,61% του Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών
  • Το 28,99% της «INTERINVEST ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ»
  • Το 42% της «EUROLINE ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ»
  • Πολλές άλλες εταιρείες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού κλάδου

Η εταιρεία, στηριζόμενη προφανώς στη φερεγγυότητα που φέρονται να έχουν τα λόμπι των μεγαλομετόχων της, έχει επιλεγεί από όμιλο σαουδαραβικών κεφαλαίων να αποτελέσει το «όχημα» για την εδώ παρουσία τους και -γιατί όχι - για διείσδυση στις γειτονικές αγορές. Οι Σαουδάραβες της «Dubai Popular Group» κατέχουν το 33,4% της MARFIN FINANCIAL GROUP, ενώ ως μέτοχος εμφανίζεται και ο γνωστός χρηματοοικονομικός οίκος «Morgan Stanley» (10,1%), ενώ ο Ανδρέας Βγενόπουλος κατέχει το 6,35% των μετοχών.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ