Το ΛΑ.Ο.Σ. θεωρεί «ανάγκη» την ύπαρξη και τη δράση του μεγάλου κεφαλαίου και προσφέρει την ξεκάθαρη στήριξή του. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνει και τη θέση για «απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων. Θέση που αναδεικνύει και τα ασύστολα ψεύδη του όταν δηλώνει ότι θέλει δήθεν να προστατεύσει το «μπακάλικο του κυρ Μιχάλη», ενώ στην πραγματικότητα προστατεύει τα συμφέροντα του «κυρ... Μίχαλου». Ξέρει πολύ καλά ότι σε συνθήκες απελευθέρωσης οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές θα κατασπαράξουν τα «μπακάλικα» και γενικότερα τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, καταφεύγοντας στον άκρατο λαϊκισμό εμφανίζει την «ελεύθερη αγορά» ως ωφέλιμη και για τους εργαζόμενους. Ηδη οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι έχουν νιώσει στο πετσί τους τα θετικά αποτελέσματα της «ελεύθερης αγοράς», βλέποντας να συρρικνώνονται συνεχώς οι μισθοί και οι συντάξεις τους.
Το τι εννοεί το ΛΑ.Ο.Σ. μιλώντας για «κρατική παρέμβαση» γίνεται καθαρό από την εξής θέση του: «Η επιχειρηματική παρουσία του Κράτους είναι απαραίτητη σε ολιγάριθμους στρατηγικούς τομείς της χώρας μας» με τη μορφή «μιας βασικής μονάδας ανά κλάδο» που θα λειτουργεί «με κριτήρια του ιδιωτικού τομέα». Και δηλώνει ότι στηρίζει τις μορφές «συνεργασιών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» (τις γνωστές πια ΣΔΙΤ).
Συνέπεια της απλόχερης στήριξης που προσφέρει στο μεγάλο κεφάλαιο είναι και η πλήρης αποδοχή της πολιτικής ιδιωτικοποίησης και απελευθέρωσης των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις, είτε κρατικές είτε ιδιωτικές, θα λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος. Αυτό συμβαίνει και σήμερα, σε βάρος των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτές αλλά και του συνόλου των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων τα οποία έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες των επιχειρήσεων αυτών.
Οι παραπάνω θέσεις του ΛΑ.Ο.Σ. είναι οι πολιτικές που εφαρμόζουν εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο Τομέα θεωρεί ότι: «Η πολιτική των αμοιβών της εργασίας στον δημόσιο τομέα πρέπει να εκλογικευτεί συνδεόμενη με τον αντίστοιχο μισθό των εργαζομένων σε αντίστοιχες θέσεις του ιδιωτικού τομέα και να εξατομικευτεί συνδεόμενη με την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και την ακεραιότητα του κάθε δημόσιου υπαλλήλου».
Με την πρότασή του για «ξεχωριστό προσδιορισμό» και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για να προσδιορίσει τον «κατώτατο εθνικό μισθό» ζητά ξεκάθαρα την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και την αντικατάστασή τους από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Ο,τι ακριβώς και ο ΣΕΒ. Ενώ μέσω του «κατώτατου εθνικού μισθού» επιδιώκει τη συρρίκνωση των μισθών προς τα κάτω με βάση τις «αντοχές της οικονομίας» που κάθε φορά ορίζουν οι ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, στηρίζοντας την πολιτική ανατροπής των εργασιακών σχέσεων στον Ιδιωτικό Τομέα προτείνει τη γενίκευσή της και στο Δημόσιο. Δηλαδή, το χτύπημα των σταθερών αποδοχών μέσω της σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα αλλά και το βαθμό υποταγής του δημόσιου υπαλλήλου στις αντεργατικές πολιτικές των κυβερνήσεων του κεφαλαίου.
Για άλλη μια φορά, ο δήθεν «προστάτης» των εργαζομένων αποκαλύπτεται. Αντί να προτείνει οι εργαζόμενοι στον Ιδιωτικό Τομέα να αποκτήσουν τη σχετική ασφάλεια που ακόμα έχουν οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, επιδιώκει την κατάργηση των δικαιωμάτων των τελευταίων ώστε και αυτοί να φθάσουν στον πάτο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Πρότεινε την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ και στο δημόσιο για όσες επιχειρήσεις εξάγουν το 100% του προϊόντος τους.
Απέρριψε μαζί με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στις 07/04/2009 την πρόταση νόμου του ΚΚΕ για προστασία του λαϊκού εισοδήματος με το πρόσχημα ότι η εφαρμογή τους προϋποθέτει ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς και όχι της ελεύθερης αγοράς.
Είναι υπέρμαχος των ιδιωτικοποιήσεων: Ζήτησε από τις 06/02/2009 την παράδοση της «Ολυμπιακής» στον Βγενόπουλο. Ζήτησε την επιμήκυνση του χρόνου εκμετάλλευσης του «Ελ. Βενιζέλος» από τη «Χόχτιφ».
Κάνει τον τιμητή της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας με εθνικιστικές κραυγές και κορόνες αλλά:
Στις 02/09/2009 ψήφισε μαζί με την ΝΔ το κατάπτυστο «Μνημόνιο Κατανόησης» Ελλάδας - NATO, που παραχωρεί τη δυνατότητα στο NATO να χρησιμοποιεί το έδαφος της Ελλάδας για κάθε είδους επιχειρήσεις.