ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Μια ακόμη μορφή εκμετάλλευσης

Πυρήνας των αποφάσεων της Κυβερνητικής Επιτροπής για τη λεγόμενη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας είναι η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Η απαίτηση των καπιταλιστών για την καθολική εφαρμογή αυτού του μέτρου δεν είναι τυχαία. Αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και έχει στρατηγική σημασία για το κεφάλαιο.

Η θεσμοθέτηση της γενικευμένης κατάργησης του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου καθορίζει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, φτάνοντάς τη σε σημείο αδυναμίας κάλυψης στοιχειωδών αναγκών των εργατών, αλλά αυτό ποτέ δεν ενδιέφερε τους καπιταλιστές. Οι ανατροπές που προωθεί η κυβέρνηση ενισχύουν απόλυτα τη λογική του νόμου 2639/98 για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου.

Ενα από τα ζητήματα που έθιγε ο συγκεκριμένος νόμος ήταν η θεσμοθέτηση της παράτασης του εργάσιμου χρόνου σε 9 και 10 ώρες δουλιάς ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, αντίστοιχα, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, γιατί ένα αντίστοιχο υπόλοιπο χρονικό διάστημα θα γίνεται ανάλογη μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ή θα δίνονται ρεπό, ή μεγαλύτερες άδειες. Τα «νέα» μέτρα δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. Αλλά ακόμη και αν σε διάστημα χρόνου, όπως, μήνα, τρίμηνο, εξάμηνο κλπ. διευθετείται ο εργάσιμος χρόνος έτσι που ο ημερήσιος να είναι ακανόνιστος, αλλά συνολικά σ' αυτά τα χρονικά διαστήματα να μην αυξάνεται η ουσία του προβλήματος, η ένταση στην εκμετάλλευση μεγαλώνει.

Με τέτοιες ρυθμίσεις δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι στη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρόνου ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού ούτε ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει ούτε το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας. Είναι, όμως, έτσι ακριβώς; Και αν είναι, τότε γιατί οι καπιταλιστές κόπτονται για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου; Και το πρόβλημα εντοπίζεται μόνο στην αναστάτωση της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του από τη μη κανονική εργάσιμη μέρα; `Η το γεγονός ότι χάνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος του παραχωρείται σε κάποιο άλλο, φαινομενικά «απλόχερα», σημαίνει ότι συνολικά οι όροι ζωής του δεν αλλάζουν; Οτι η θέση του μέσα στην παραγωγή από την άποψη του πλούτου που παράγει και του μεριδίου που καρπώνεται δε χειροτερεύει;

Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα π.χ. τρίμηνο, εξάμηνο, κλπ. δεν αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα ένα μέρος της χάνεται χωρίς να αναπληρώνεται, καταστρέφεται δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα.

Ολα αυτά δεν είναι καινούρια προβλήματα, αλλά τόσο παλιά όσο και η ηλικία του καπιταλισμού. Ο Μαρξ τα μελέτησε διεξοδικά στο "Κεφάλαιο", δίνοντας την ταξική τους ουσία και τις επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη.

Οι ρυθμίσεις που επιδιώκονται με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας παραπέμπουν σ' αυτό που ο Μαρξ αναφέρει ότι «καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία».

Με την κατάργηση της κανονικότητας στην εργασία, καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία και έτσι πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, αυξάνοντας στο έπακρο την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Πτώση της τιμής της εργασίας έχουμε και με τη ρύθμιση της παράτασης του εργάσιμου χρόνου, (π.χ. κατά μία ή δύο ώρες, στο 9ωρο και το 10ωρο, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, νόμος 2639/98), παρά το γεγονός ότι με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου για αντίστοιχα χρονικά διαστήματα κατά μία ή δύο ώρες, ο εργάτης φαίνεται ότι δε χάνει τίποτα, ούτε σε μισθό, ούτε σε χρόνο εργασίας.

Η αύξηση του χρόνου υπερεργασίας αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, τη φθορά της, σε σχέση με την αναπλήρωσή της, άρα εδώ έχουμε πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, πτώση που δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου.

Ο Μαρξ σ' αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:

«Οταν στο κλάσμα

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα

μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της». (σελ. 563 - 564)

Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος της επιμονής των καπιταλιστών για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας. Ετσι προωθείται μια ακόμη μορφή μείωσης της εργατικής δύναμης. Είναι και αυτή μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, και μάλιστα αρκετά συγκαλυμμένη. Αν δε αυτό συνδυαστεί με την πληρωμή με ωρομίσθιο, (αυτό γίνεται στην πράξη), η εκμετάλλευση γίνεται ακόμη πιο εντατική. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», σε υποσημείωση, αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πάλης των οικοδόμων του Λονδίνου, να σταματήσουν μια παρόμοια κατάσταση, που δημιουργούσε ανάλογες συνθήκες.

«Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860 ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δυο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα». (σελ. 565)


Σ.Κ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ