ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Απρίλη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Είναι περισσότερο γνωστός σαν ζωγράφος της Αντίστασης. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Παρθένη. Στην Κατοχή χάραξε σχέδια που κυκλοφόρησαν παράνομα. Τη ζωγραφική την άρχισε ουσιαστικά στους τόπους εξορίας και τη συνεχίζει μέχρι σήμερα. Δουλιά του παρουσίασε εδώ και έξω. Επίσης εικονογράφησε βιβλία, πιο πολύ παιδικά (Ελληνική Μυθολογία κ.ά.). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο» αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη» μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα» διηγήματα (Εκδόσεις Σίγμα) και «Ζωγραφική στην εξορία» λεύκωμα, (Σύγχρονη Εποχή). Πήρε ένα βραβείο εικονογράφησης, εδώ, μια διάκριση εικονογράφησης (Ιταλία) διάκριση χαρακτικής (Κίνα) και Α΄ βραβείο διηγήματος από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας είναι μέλος. Επίσης είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Το διήγημα αυτό είναι ανέκδοτο. Το σχέδιο είναι του ιδίου.


Ελικομπάκτερ πίλορι

Είμαι μπροστά σ' ένα μεγάλο Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας κι αναρωτιέμαι από πού να μπω. Λίγο αιματάκι είναι να μου πάρουνε για εξέταση - να δεις πώς την είπε ο γιατρός μου... α, ελικομπάκτερ πίλορι, κάπως έτσι - κι αυτό είναι όλο. Να δούμε, δηλαδή, τι φταίει και δεν δέχεται τίποτα το στομάχι μου, από λίγο πεπόνι μέχρι και τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου. Κοντεύει οχτώ και είκοσι, που είναι το ραντεβού, κι έχω να διαλέξω ανάμεσα σε δυο - τρία χτήρια που βλέπω για την ώρα. Το πρώτο δεν έχει απ' έξω καμιά ταμπέλα κατατοπιστική. Στο παρακάτω διακρίνω από μακριά έναν μπλε πίνακα με άσπρα γράμματα. Πλησιάζω, διαβάζω, ξαναδιαβάζω, μα τις αιμοληψίες που γυρεύω δεν τις βρίσκω. Εδώ άρρωστοι με πιτζάμες σουλατσάρουν ίσα για να ξεμουδιάσουνε τα πόδια τους. Μερικοί, κρατώντας πλαστικά ποτήρια με καφέ, έχουνε ανοίξει πηγαδάκι για κουβεντούλα. Ενας, με τον ορό στο χέρι, μιλάει στο τηλέφωνο. Κάποιος άλλος - γιατρός μοιάζει να 'ναι - με άσπρη μπλούζα ανοιχτή μπροστά, να αποκαλύπτει στήθος δασύτριχο, διαβαίνει από μπροστά μου με βλέμμα απόκοσμο.

- Τις αιμοληψίες ζητώ..., του λέω. Δεν πήρα απόκριση. Ομως κάποιος απ' το πηγαδάκι πετάγεται:

- Βλέπεις τούτη την μπάρα; θα πας από κάτω μέχρι το τέλος. Στο αριστερό σου χέρι θα δεις πεντέξι σκαλάκια. Εκεί είναι.

Πρόκειται για μια εναέρια διάβαση που ενώνει τα χτήρια μεταξύ τους. Την παίρνω όπως μου είπε, φτάνω στο τέρμα. Αριστερά δεν βλέπω σκαλιά, μα ούτε και χτήριο. Αντίθετα, τα βρίσκω δεξιά. Τα λάθη ανθρώπινα, σκέφτομαι, και μπαίνω. Καινούργια οικοδομή, διάδρομοι ατελείωτοι, πόρτες κίτρινες με πλαστικές πετούγες. Τις χτύπησα όλες με τη σειρά - καμιά εικοσαριά - και γύρισα όλα τα πόμολα, τίποτα, δεν ανοίγανε με καμιά δύναμη. Στο τέλος ανταμώνω δυο μπογιατζήδες και κατάλαβα πως βρίσκομαι σε λάθος μέρος. Βγαίνω. Ψάχνοντας, ξανατρυπώνω από αλλού. Διάδρομος μακρύς κι εδώ, κόσμος πάει κι έρχεται, μα όλοι δηλώνουν άγνοια. Χτυπώ την πρώτη πόρτα και γυρίζω το χερούλι. Ανοίγει. Μπαίνοντας βλέπω ένα γιατρό να τραβά βιαστικά το χέρι του απ' το άνοιγμα της μπλούζας μιας νοσοκόμας.

- Συγγνώμη, οι αιμοληψίες;

- Πιο πέρα, μου λέει αυτός απότομα, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι.

Αφού πήγα, ήρθα, ρώτησα, ξαναρώτησα, βρέθηκα μπροστά στην πόρτα που γράφει αιμοληψίες. Αλλά στο ραντεβού, καθυστερημένος, εννιά παρά εικοσιπέντε.

- Ηρθα για μια μικροβιολογική εξέταση, λέω, και βγάζω το βιβλιάριο υγείας.

- Ναι, αλλά θα πάτε πρώτα στο άλλο κτήριο, απέναντι, στο γραφείο κίνησης - κάπως έτσι το είπε - να πάρετε κάρτα.

- Μα, από κει έρχομαι!

- Δεν έπρεπε...

Παίρνω τα βήματα μου πίσω και το βρίσκω. Μια μελαχρινή, σαν σπανιόλα, μου λέει:

- Πού είναι η συνταγή σας; Δείχνω το βιβλιάριο.

- Είναι γραμμένη μέσα, είπα.

- Εδώ χρειάζεται συνταγή από γιατρό του νοσοκομείου.

- Κι εγώ τι να κάνω, αυτήν έχω.

- Τι να σας πω... ψάξτε, βρέστε κάποιο γιατρό να σας τη γράψει, ή να σφραγίσει αυτήν που έχετε. Στο παθολογικό πηγαίνετε.

Παθολογικό εδώ, παθολογικό εκεί, είμαι και θεονήστικος, το στομάχι αρχίζει τις σουβλιές, έχω και πρόβλημα με τη μέση...

Οταν το ανακάλυψα, βρίσκω τον παθολόγο καθισμένο σ' ένα γραφείο να προσπαθεί να εξηγήσει μια θεραπεία σ' έναν ασπρομάλλη, πιο γέρο από μένα, αλλά αυτός δεν καταλαβαίνει. Δεξιά, άλλος γιατρός παλεύει μαζί με μια νοσοκόμα να συνεφέρει έναν άρρωστο μισόγυμνο που τρέμει σύγκορμος. Όπως τον ψάχνει, κάτι μουρμουρίζει, πιάνω τη λέξη ιλεός.

- Γρήγορα, φορείο, λέει στην κοπέλα.

Αριστερά μου, σ' ένα κρεβάτι, πίσω από μια ξηλωμένη κουρτίνα, είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα υπέρβαρη. Η κουρτίνα δεν μπορεί να κρύψει ότι η άρρωστη φορά κοντό μεσοφόρι φιστικί και μαύρη κιλότα.

- Τι θέλετε; μου λέει ο παθολόγος αφού έδιωξε το γέρο.

- Μια σφραγίδα στη συνταγή του βιβλιαρίου για να μου πάρουν αίμα.

- Και τι δουλειά έχω εγώ!

Του αρχίζω τότε την άχαρη ιστορία μου με τα διάφορα πήγαιν' έλα, την εξέταση που θέλω να κάνω - ελικομπάκτερ πίλορι! - το στομάχι που με τυραννά, και τη μέση που δεν με κρατά. Τι τα 'θελα αυτά. Η ματιά του, όλο οίκτο, με τσάκισε.

- Περιμένετε, λέει, παίρνει το βιβλιάριο και φεύγει.

Δεν ξέρω αν συμβουλεύτηκε τον διευθυντή του νοσοκομείου ή έκανε σύσκεψη με τον εαυτό του. Οταν γύρισε πατάει μια σφραγίδα στη συνταγή και βάζει μια υπογραφή.

- Ορίστε!

Ο άρρωστος με τον ιλεό είναι τώρα άσπρος σαν το πανί.

Ο γιατρός του έγινε νευρικός. Βάζει το στηθοσκόπιο στην καρδιά, ακροάζεται, κάνει νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία. Σκύβει και βάζει τ' αυτί κατευθείαν στο στήθος.

Στην πόρτα φάνηκε το φορείο.

- Είναι αργά, τελείωσε, είπε. Βγαίνω. Στο διάδρομο, είναι οι συγγενείς του «τελειωμένου».

- Αμα γίνει καλά ο πατέρας σας, πρώτα ο θεός, λέω να πάμε φέτος στο χωριό, θέλετε;... Να ξεκαλοκαιριάσουμε, να δείτε τους παπούδες σας, να φάτε σύκα, σταφύλια... Αχ, ας γίνει καλά, Παναγία μου, ας γίνει καλά... λέει μια γυναίκα σε δυο κοπέλες.

Νιώθω τα πόδια μου βαριά. Ξαναγυρίζω στη σπανιόλα κι αυτή μου δίνει ένα χαρτί και με στέλνει αλλού να πάρω την κάρτα. Γι αυτό το «αλλού» χρειάστηκε να φέρω βόλτα όλο το χτήριο, ενώ ήτανε κάπου εκεί δίπλα.

Και τώρα με τη συνταγή και τα υπόλοιπα στο χέρι αρχίζω ένα νέο ξεκίνημα. Για το άλλο χτήριο, βέβαια, που είναι οι αιμοληψίες. Όμως αυτή τη φορά βγήκα από πόρτα διαφορετική. Βρίσκω μια εναέρια γέφυρα, μα τούτη δεν μοιάζει και τόσο με κείνη που πέρασα πρωτύτερα. Την ακολουθώ, μα όλα μου είναι άγνωστα. Μπαίνω από δω, βγαίνω από κει, ρωτάω, με στέλνουνε, ξαναρωτάω, με ξαναστέλνουνε, το στομάχι μου, η μέση μου, τώρα θέλω και τουαλέτα, διάδρομοι ατελείωτοι που διασταυρώνονται με άλλους που κι αυτοί έχουν τα παρακλάδια τους, μερικοί αδιέξοδοι, με γυρίζουν πίσω, άλλοι καταλήγουν σε σκάλες, ανεβαίνω, κατεβαίνω, μα πού βρίσκομαι, τέλος πάντων, τι σκουληκομερμηγκότρυπα είναι αυτή, τι αμαρτίες έκανα επί τέλους, τώρα δεν είμαι και σίγουρος σε ποιο χτήριο βρίσκομαι. Ενας διάδρομος με βγάζει έξω, κάπου διαβάζω: κτήριο αρ. 4, μα πόσα υπάρχουνε, μήπως πρέπει να τα εξερευνήσω όλα; Μπαίνω και σ' αυτό, ψάχνω, ψάχνω, «Τις αιμοληψίες, παρακαλώ, τις αιμοληψίες!» Εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω. Ουρές, φορεία, γύψοι, ράντσα με αρρώστους, ανάπηροι σε καροτσάκια, άρρωστοι με ορούς, νοσοκόμες με πάπιες, καθαρίστριες με σφουγγαρίστρες. Και ξάφνου, απ' το βάθος του διαδρόμου ακούγονται θρήνοι και σπαραγμοί. Προσπαθώ να διακρίνω, ναι, είναι τρεις γυναικείες φιγούρες που κλαίνε αγκαλιασμένες. Εγώ ξέρω, οδύρονται γι' αυτόν που «τελείωσε» πριν από λίγο μπροστά μου. Τώρα ο λαβύρινθος έγινε εφιαλτικός, μα πώς έμπλεξα έτσι, θα βρω άραγε την άκρη, σίγουρα κάποιος Δαίδαλος έβαλε κι εδώ το χέρι του. Μια γριά κάπου εκατό χρονών μου λέει:

- Τις αιμοληψίες θέλεις αγόρι μου; έλα να σε πάω!

Ογδοντάρης εγώ, με περνά καμιά εικοσαριά χρόνια, ε, θα μπορούσε να είμαι κι αγόρι της.

Το γραΐδιο με βγάζει έξω. Είμαι σίγουρος εκατό τα εκατό ότι μόνο στις αιμοληψίες δεν με πάει, αλλά τι να κάνω, αφέθηκα. Επειτα, δεν έχω κι άλλη επιλογή. Κοίτα όμως θαύμα! Μπρος αυτή, πίσω εγώ, να σέρνω τα βήματα μου, τελικά με πήγε!

Εκεί βρίσκω μια ουρά από καμιά εικοσαριά άτομα.

- Ξέρετε, είχα ραντεβού στις οχτώ και είκοσι...

- Σταθείτε στη σειρά!

Αν ζαλίζομαι, αν τρέμουν τα πόδια μου, αν τα γαστρικά υγρά μου τρυπάνε το στομάχι, αυτά κανείς δεν τα υποψιάζεται.

Οταν μπήκα με παραλαβαίνουν μια εξηντάρα κατάξανθη με άσπρη μπλούζα και μια δεκαοχτάρα μελαχρινούλα με μπλου τζιν. Η μικρή κρατάει τη σύριγγα κι εγώ απλώνω το χέρι.

Λέει το λοιπόν η μεγάλη στη μικρή:

- Τη βλέπεις τη φλέβα;

- Οχι, λέει αυτή, ενώ εγώ, που έχω και καταρράχτη, τη βλέπω.

- Να τη, παιδί μου, εδώ, εδώ! Άνοιξε τα μάτια σου, τρύπα τώρα!

Το αίμα το βάλανε σ' ένα μπουκαλάκι, το μπουκαλάκι σ' ένα πλαστικό ποτήρι και το ποτήρι μου το δώσανε στο χέρι:

- θα το πάτε μόνος σας στο Ορολογικό. Εκεί θα σας πούνε και πότε θα πάρετε την εξέταση.

- Και πού είναι αυτό;

- Πρώτα δεξιά, μετά αριστερά, ξανά δεξιά...

Κοιτάω την ώρα, είναι δέκα περασμένες. Δαγκώνω άγρια μια φρυγανιά - τώρα που μου πήραν αίμα μπορώ να φάω - και πάω πάλι ρωτώντας, έχω χάσει και τη γριά, όμως βρίσκω το Ουρολογικό. Όταν κάποτε ανακάλυψα και το Ορολογικό, δίνω το αίμα.

- Και την απάντηση; πότε θα την πάρω;

- Τι είναι; Α, ελικομπάκτερ πίλορι! Κοιτάξτε, είναι χαλασμένος ο αντιδραστήρας. Πάρτε μας σ' αυτό το τηλέφωνο την άλλη βδομάδα να σας πούμε. Και μου δίνει ένα χαρτάκι.

- Ναι, αλλά τότε, αρχίζω να φωνάζω, γιατί αναλαβαίνετε εξετάσεις; Εγώ είμαι άρρωστος! Ρωτάτε αν μπορώ να περιμένω;

- Για παράπονα, στο άλλο κτήριο, απέναντι, στο αρμόδιο γραφείο...


Του
Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ