ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Απρίλη 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Το στόχαστρο «βλέπει» Συρία

Από την επίσκεψη του Τ. Μπλερ στη Συρία τον Οκτώβρη του 2001

Associated Press

Από την επίσκεψη του Τ. Μπλερ στη Συρία τον Οκτώβρη του 2001
Οι επιτελείς του αμερικανικού στρατού, από το στρατηγείο της Ντόχα, μπορεί να μην κηρύσσουν ακόμη το επίσημο τέλος του πολέμου, με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια, στο Ιράκ, οι επιτελείς, όμως, της αμερικανικής ηγεσίας δε χάνουν ευκαιρία, εξαπολύοντας απειλές και χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα και το ίδιο λεξιλόγιο με το οποίο «έχτισαν» αυτή τη στρατιωτική επίθεση, να βολιδοσκοπούν νέους στόχους. Η Συρία βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα των αμερικανικών κατηγοριών και απειλών, γεγονός που έχει προκαλέσει εντονότατες αντιδράσεις στη Δαμασκό, αλλά και ρίγη ανησυχίας σε Ευρώπη, Ρωσία, Ιράν και αραβικό κόσμο.

Παροχή οπλικής βοήθειας προς το ιρακινό καθεστώς, παροχή καταφυγίου σε υψηλόβαθμους Ιρακινούς αξιωματούχους, κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής (είτε ιρακινών που μεταφέρθηκαν στη Συρία λίγο πριν τον πόλεμο είτε εσωτερικής παραγωγής με ανταλλαγή τεχνογνωσίας ανάμεσα στις δύο χώρες), υποστήριξη της «τρομοκρατίας», είναι, σε γενικές γραμμές, οι κατηγορίες που εκτόξευσαν ο Πρόεδρος Μπους, ο υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο υφυπουργός Αμυνας, Πολ Γούλφοβιτς, η σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Κοντολίζα Ράις, αλλά και ο ΥΠΕΞ Κόλιν Πάουελ, σε βάρος της Συρίας. Ουδείς αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο τι προτίθεται η Ουάσιγκτον να πράξει και μόνο ο Αμερικανός ΥΠΕΞ αποπειράθηκε να χαμηλώσει, κάπως, τους τόνους, διαρρέοντας ότι ετοιμάζεται για επίσκεψη στη Δαμασκό και λέγοντας ότι «δεν υπάρχει σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία», πληροφορία, πάντως, που φιλοξενείται στον αμερικανικό Τύπο.

Στρέφουν τώρα τις κάννες και κατά Συρίας;

Associated Press

Στρέφουν τώρα τις κάννες και κατά Συρίας;
Η συριακή ηγεσία έχει διαψεύσει κατηγορηματικά όλες τις αμερικανικές κατηγορίες, επαναλαμβάνοντας την προθυμία συνεργασίας της με γνώμονα μόνο τα συμφέροντα του ιρακινού λαού. Εχει, επίσης, υπενθυμίσει ότι το κυβερνών κόμμα Μπάαθ της Συρίας, ουδέποτε είχε καλές σχέσεις με το ιρακινό Μπάαθ, κάτι που επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του ιρανο-ιρακινού πολέμου, η σιιτική συριακή ηγεσία (αν και ο συριακός πληθυσμός στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι σουνίτες) είχε, ανοιχτά, υποστηρίξει το σιιτικό Ιράν, με το οποίο ακόμη διατηρεί καλές σχέσεις.

Η Δαμασκός είχε ταχθεί κατά του Ιράκ κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο το 1991 και, σύμφωνα με Αμερικανούς επιτελείς, συνεργάστηκε «άψογα» στην «αντιτρομοκρατική εκστρατεία». Ψήφισε την απόφαση 1441 του ΟΗΕ για τον ιρακινό αφοπλισμό, αν και αντιτάχθηκε σθεναρά στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης, επιμένοντας ότι αποτελεί επέμβαση σε βάρος ενός αραβικού και, ήδη, βασανισμένου λαού. Επιμένει, όπως και ο υπόλοιπος αραβικός κόσμος μαζί με το Ιράν, ότι η παραμονή των αμερικανο-βρετανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και η εγκαθίδρυση στρατιωτικής ή αμερικανο-εμπνευσμένης διοίκησης θα αντιμετωπιστεί ως «δύναμη κατοχής».

Ο παράγοντας Ισραήλ διαμορφώνει κλίμα

Η Δαμασκός, τόσο πριν την έναρξη του πολέμου όσο και σήμερα, πίσω από τις αμερικανικές επιλογές και απειλές, εκτός από τα σχέδια γεωστρατηγικής αναδιάταξης της περιοχής προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων, «βλέπει» τα ισραηλινά επεκτατικά σχέδια σε βάρος του συνόλου του αραβικού κόσμου, με πρώτο στόχο την ίδια. Τις συριακές ανησυχίες συμμερίζονται οι υπόλοιπες αραβικές χώρες, ακόμη και αυτές που, σιωπηλά πλην ανοιχτά, συμμετείχαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ.

Αλλωστε, οι ισραηλινές προκλητικές παρεμβάσεις δεν άφησαν πολλά περιθώρια ψευδαισθήσεων στις αραβικές ηγεσίες. Η ισραηλινή ηγεσία, με επικεφαλής τον ίδιο τον Αριέλ Σαρόν, υποστήριξε σθεναρά τις αμερικανικές κατηγορίες και χαρακτήρισε «επικίνδυνο» τον Σύρο Πρόεδρο. Εσπευσε, δε, να θέσει συγκεκριμένα αιτήματα, διά μέσου ΗΠΑ, στη Δαμασκό, στα οποία, φυσικά, συμπυκνώνεται η ισραηλινή επιδίωξη περί πάταξης κάθε δυνατής αντίστασης στην κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και όλων των υπολοίπων αραβικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των συριακών υψωμάτων του Γκολάν, τα οποία η ισραηλινή ηγεσία δε δείχνει διόλου πρόθυμη να εγκαταλείψει, παραβιάζοντας, εδώ και δεκαετίες, τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ.

Το κλίμα κατά της Συρίας διαμορφώνεται, ήδη, από το καλοκαίρι. Αν και τα ισραηλινο-συριακά σύνορα είναι τα πλέον ήρεμα από το 1967, οπότε το Ισραήλ κατέλαβε και τα υψώματα του Γκολάν, Ισραηλινοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του νυν υπουργού Αμυνας, Σαούλ Μοφάζ, δε δίσταζαν να μιλούν για το αναπόφευκτο «ενός νέου πολέμου», να διατείνονται ότι «το Ισραήλ εν ριπή οφθαλμού θα μεταφέρει τη Συρία στη λίθινη εποχή» και να διοχετεύουν σωρεία πληροφοριών στο διεθνή Τύπο για τις «τρομοκρατικές δραστηριότητες της Δαμασκού».

Η Ουάσιγκτον αρκέστηκε να συμπεριλάβει τη Συρία στη μακροσκελή λίστα των χωρών που «υποθάλπουν την τρομοκρατία», αφού στη Δαμασκό λειτουργούν γραφεία των παλαιστινιακών οργανώσεων ισλαμιστικών και κοσμικών, που αντιτίθενται στην ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, ενώ είναι γνωστή η υποστήριξη που η συριακή ηγεσία παρέχει στη σιιτική «Χεζμπολάχ», του Λιβάνου. Σήμερα, πάνω στα συντρίμμια του Ιράκ, η αμερικανική ηγεσία διακηρύττει την αποφασιστικότητά της να προωθηθεί ο «οδικός χάρτης» του διαμεσολαβητικού Κουαρτέτου για την επίτευξη οριστικής λύσης στο Παλαιστινιακό.

Για τις αραβικές χώρες, το όψιμο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για τη Δαμασκό και το Παλαιστινιακό αντανακλά την επιδίωξη του Ισραήλ να διαμορφώσει τέτοιους περιφερειακούς όρους, που αυτός ο «οδικός χάρτης» να έρθει στα μέτρα του και ουσιαστικά να μην έχει καμία σχέση με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Αυτή η πτυχή, σε συνδυασμό με τη διατυπωμένη αμερικανο-ισραηλινή σύμπνοια περί «αναδιάρθρωσης» της Μέσης Ανατολής και συνολικού «εκδημοκρατισμού της περιοχής», προκαλεί αγανάκτηση ακόμη και στις πλέον φιλοαμερικανικές ηγεσίες, όπως είναι αυτές των χωρών του Κόλπου. Πόσο μάλλον, που η στάση της συριακής ηγεσίας απέναντι στην αμερικανο-βρετανική εισβολή έχει «κερδίσει» την αραβική κοινή γνώμη. Διόλου τυχαία, στις διαδηλώσεις που συγκλονίζουν τις αραβικές πρωτεύουσες το όνομα που επευφημείται είναι αυτό του Μπάσαρ αλ Ασαντ.

Νέα φάση στη διπλωματική «σύρραξη»

Την ανησυχία τους δεν έκρυψαν ούτε το Ιράν, η Ρωσία ή η ΕΕ. Ιρανοί αξιωματούχοι ανοιχτά δήλωναν ότι «αν πληγεί η Συρία, τότε ανοίγει ο δρόμος για επίθεση στο Ιράν», προοπτική που για πολλούς αναλυτές είναι και ένας από τους βασικούς στόχους των ΗΠΑ με στρατιωτικά ή πολιτικά μέσα. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Χαβιέ Σολάνα, έσπευσε να συμβουλεύσει την Ουάσιγκτον «να χαμηλώσει τους τόνους». Ακόμη και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον, Ισπανία - Βρετανία, πήραν αποστάσεις και μίλησαν για τη «φίλη Συρία» και για την «ικανή ηγεσία της». Ανάλογες «συστάσεις» έκανε και η Μόσχα. Είναι αυτονόητο, φυσικά, ότι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι εμπορικές σχέσεις Συρίας - ΕΕ έχουν ενισχυθεί δραματικά, όπως και οι εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Μέχρι στιγμής, η Δαμασκός μοιάζει, τουλάχιστον, σε ένα πρώτο επίπεδο να διατηρείται με αξιώσεις εντός του διπλωματικού παιχνιδιού. Δηλώνει «ανοιχτή στο διάλογο» και με την ομόφωνη υποστήριξη των αραβικών χωρών ζητά από το Συμβούλιο Ασφαλείας να κηρύξουν ολόκληρη τη Μ. Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, σε ζώνη απαγορευμένη για τα όπλα μαζικής καταστροφής. Το επιχείρημα εκτιμάται ότι θα αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όσοι προσπάθησαν, αλλά δεν πέτυχαν να αποτρέψουν την επίθεση στο Ιράκ, άρα απέτυχαν να εξασφαλίσουν και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Για τους περισσότερους αναλυτές μια, άμεση τουλάχιστον, εξαπόλυση στρατιωτικής επίθεσης κατά της Συρίας είναι μάλλον απίθανη. Πολύ πιθανότερο φαντάζει το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να πιέσουν για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, χωρίς, όμως, κανείς να μπορεί να προβλέψει αν θα το πετύχουν, δεδομένης της στενής οικονομικής συνεργασίας ΕΕ και Ρωσίας με τη Συρία. Παρ' όλα αυτά, οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει και δεν ήταν λίγοι όσοι εξέφραζαν την ανησυχία ότι την κατάσταση «ίσως» αναλάβει «να δρομολογήσει» η ισραηλινή ηγεσία, που, όπως έχει άλλωστε αποδείξει περίτρανα και στα παλαιστινιακά εδάφη, δεν έχει ανάγκη προσχημάτων.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Η «ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΣΧΕΣΗ» ΣΑΝΤΑΜ ΧΟΥΣΕΪΝ ΚΑΙ CIA
Ο (πρώην) άνθρωπός τους στη Βαγδάτη

Αμερικανοί πράκτορες αποκαλύπτουν, για τους δικούς τους λόγους, ότι ο Ιρακινός ηγέτης αποτέλεσε, για πάνω από 40 χρόνια, πιστό τους συνεργάτη

Ανεξάρτητα των σκοπιμοτήτων που μπορεί να υποκρύπτει η αμερικανική «παραδοχή» πως ο Σαντάμ Χουσεΐν υπήρξε επί περίπου μισή δεκαετία συνεργάτης της CIA, η καταγραφή του ισχυρισμού έχει ενδιαφέρον - ακόμη και σήμερα, με τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ να έχει καταλήξει στην κατοχή της χώρας. Η σαφής προσπάθεια των αμερικανικών υπηρεσιών, από τις οποίες εκπορεύονται οι πληροφορίες αυτές, να καταστρέψουν την «υστεροφημία» του Χουσεΐν, ο οποίος θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως ο μοναδικός Αραβας ηγέτης που αψήφησε και πολέμησε τους Αμερικανούς «σταυροφόρους». Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι «διμερής» συνεργασία υπήρξε - και μάλιστα, σε πολλαπλά επίπεδα. Ωστόσο, τα παρακάτω θα πρέπει να αναγνωσθούν κριτικά.

Μπορεί αυτές τις ημέρες οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ να αναζητούν τον Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη - το έδαφος, όσο και το υπέδαφος της ιρακινής πρωτεύουσας - αλλά στο παρελθόν ο Σαντάμ θεωρούνταν από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ ως προσωπικότητα - κυματοθραύστης, στο πλαίσιο της προσπάθειας «αναχαίτισης του κομμουνισμού» στη Μέση Ανατολή και γι' αυτό το ρόλο φέρεται να «αξιοποιήθηκε για πάνω από 40 χρόνια». Το στοιχείο αυτό παραθέτει, στο πλαίσιο αποκλειστικού του ρεπορτάζ για το ειδησεογραφικό πρακτορείο United Press (10 Απριλίου), ο δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Σέιλ, που επικαλείται τις μαρτυρίες «τουλάχιστον 10 διπλωματών των ΗΠΑ, Βρετανών ειδικών και πρώην στελεχών των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών». Επίσημα, πάντως, η αμερικανική CIA (η διαβόητη Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) «αρνήθηκε να σχολιάσει» τις πληροφορίες του Σέιλ.

Αν και οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι η «αμφιλεγόμενη σχέση» του Σαντάμ Χουσεΐν με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ξεκίνησε το 1980, στις απαρχές του πολέμου Ιράν - Ιράκ, τα στοιχεία που τέθηκαν στη διάθεση του Σέιλ καταδεικνύουν πως το πρώτο του «συμβόλαιο» ο Σαντάμ το συνήψε το 1959, όταν πιστεύεται πως αναμείχτηκε στο εγκεκριμένο από τη CIA σχέδιο της δολοφονίας, από μια ομάδα 6 ατόμων, του Ιρακινού πρωθυπουργού, στρατηγού Αμπντ αλ -Καρίμ Κασίμ. Τον Ιούλη του 1958, ο Κασίμ ανέτρεψε την ιρακινή μοναρχία, προκαλώντας, σύμφωνα με έναν Αμερικανό διπλωμάτη που μίλησε στο UPI ανώνυμα, ένα «τρομερό όργιο αίματος». Πρόθεση των αμερικανικών υπηρεσιών, λένε άλλοι διπλωμάτες οι οποίοι μίλησαν επίσης ανώνυμα, ήταν να καταστήσουν το Ιράκ «ουδέτερη ζώνη» και να το αποσπάσουν από κάθε επιρροή της Σοβιετικής Ενωσης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, το Ιράκ έσπευσε να υπογράψει το αντισοβιετικό Σύμφωνο της Βαγδάτης, το οποίο προέβλεπε την «υπεράσπιση» της περιοχής και το οποίο συνυπέγραφαν η Τουρκία, η Βρετανία, το Ιράν (του σάχη τότε) και το Πακιστάν. Η απόφαση του Κασίμ να αποσυρθεί το Ιράκ από το Σύμφωνο «εξόργισε τους πάντες» στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με τη μαρτυρία πρώην ανώτατου στελέχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Η ένταση Ουάσιγκτον - Βαγδάτης κλιμακώθηκε επικίνδυνα, όταν ο Κάσιμ, εμπνεόμενος από το νασερικό παράδειγμα της αποδορυφοροποίησης, άρχισε να αγοράζει οπλικά συστήματα από τη Σοβιετική Ενωση και ανέθεσε «σε κομμουνιστές θέσεις σε υπουργεία που διέθεταν πραγματική ισχύ», σύμφωνα με την ίδια πηγή. Η κατάσταση στη χώρα προκάλεσε τη δήλωση του τοτινού διευθυντή της CIA, του διαβόητου Allan Dulles, ότι το Ιράκ ήταν «το πιο επικίνδυνο σημείο του κόσμου».

Ο Miles Copeland, «βετεράνος» της CIA, είπε στο UPI ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες απολάμβαναν των πιο «στενών δεσμών» με το Μπάαθ στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο Roger Morris, παλαίμαχο στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, επιβεβαίωσε, σε πρόσφατη δήλωσή του, ότι έτσι είχαν τα πράγματα, λέγοντας πως η CIA επέλεξε το Μπάαθ «ως όργανό» της εναντίον των κομμουνιστών στη χώρα αυτή.

Μάλιστα, ο Adel Darwish, ειδικός σε θέματα περί Μέσης Ανατολής, υποστηρίζει πως ο Σαντάμ είχε στρατολογηθεί για τη δολοφονία του Κασίμ «εν πλήρει γνώσει της CIA», προσθέτοντας πως ο «υπεύθυνος» για την απόδοσή του ήταν ένας Ιρακινός οδοντίατρος που δούλευε για τη CIA και, ταυτόχρονα, για την αιγυπτιακή αντικατασκοπία, και ο επικεφαλής του ήταν ο λοχαγός Abdel Maquid Farid, στρατιωτικός ακόλουθος της αιγυπτιακής πρεσβείας την εποχή εκείνη. Η απόπειρα δολοφονίας του Κασίμ είχε σχεδιαστεί να γίνει την 7η Οκτώβρη 1959, αλλά σημαδεύτηκε από πλήρη αποτυχία. Ο τότε 22χρονος Σαντάμ, διηγείται ένας πρώην αξιωματούχος της CIA, «έχασε την ψυχραιμία του και πυροβόλησε πρόωρα» εναντίον του Κασίμ, σκοτώνοντας τον οδηγό του και πληγώνοντας τον ίδιο στον ώμο και το χέρι. Ενα δεύτερο μέλος της ομάδας των εκτελεστών, λέει η ίδια πηγή, είχε σφαίρες που δεν ταίριαζαν στο όπλο του, ενώ η χειροβομβίδα που είχε ένας τρίτος «σφήνωσε στο σακάκι του». Ενας πρώην αξιωματούχος των αμερικανικών υπηρεσιών χαρακτήρισε την απόπειρα ως μια επιχείρηση «στα όρια της φάρσας». Ο Κασίμ επέζησε και ο Σαντάμ διέφυγε στο Τικρίτ, χάρη στη CIA και Αιγύπτιους πράκτορες. Στη συνέχεια, κατέφυγε στη Συρία και ακολούθως μεταφέρθηκε από Αιγύπτιους πράκτορες στη Βηρυτό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Darwish. Η CIA τού πρόσφερε στο Λίβανο μια «σύντομη εκπαίδευση» και κατόπιν τον βοήθησε να καταφύγει στο Κάιρο. Εκεί ο Σαντάμ ξόδευε το χρόνο του σε «καφέ» της αστικής τάξης, επισκεπτόταν συχνά την αμερικανική πρεσβεία για συναντήσεις με τον Miles Copeland και το σταθμάρχη της CIA στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, Jim Eichelberger.

Το Φλεβάρη του 1963, ο Κασίμ δολοφονήθηκε στο αποκορύφωμα ενός πραξικοπήματος στο Μπάαθ. Πρόσφατα, ο Morris ισχυρίστηκε ότι η CIA γνώριζε τα πάντα για το πραξικόπημα πριν εκδηλωθεί και ότι αυτό είχε την έγκριση του Προέδρου των ΗΠΑ John F. Kennedy, αλλά ένας πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος της CIA αρνήθηκε κάθε αμερικανική ανάμειξη. «Εκπλαγήκαμε εντελώς. Στείλαμε ανθρώπους τρέχοντας να μάθουμε τι διάβολο συνέβη», είπε ο ανώνυμος αξιωματούχος.

Ωστόσο, η CIA κινήθηκε γρήγορα μετά το πραξικόπημα. Σημειώνοντας ότι το Μπάαθ κυνηγούσε τους Ιρακινούς κομμουνιστές, η CIA προμήθευσε στους πάνοπλους άνδρες της Ιρακινής Εθνικής Φρουράς έναν κατάλογο με τα ονόματα υπόπτων ως «ενεχομένων σε κομμουνιστική δραστηριότητα». Οι ύποπτοι συλλαμβάνονταν, ανακρίνονταν και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες, σύμφωνα με αξιωματούχους των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας. Ο Σαντάμ πρωταγωνίστησε στη διαδικασία, που κλιμακώθηκε σε μαζικές εκτελέσεις στο Qasr al-Nehayat (η έκφραση μεταφράζεται, ειρωνικά, ως το «Παλάτι του Τέλους». Πρώην στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε στο UPI: «Χαιρόμασταν ειλικρινά που τους ξεφορτωνόμασταν. Ρωτάτε αν δικάστηκαν δίκαια; Αστειεύεστε. Αυτές ήταν σοβαρές business». Πρώην στέλεχος της CIA προσθέτει ότι ήταν «σαν τις μυστηριώδεις δολοφονίες κομμουνιστών στο Ιράν, όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ανέβηκε στην εξουσία το 1979. Και οι 4.000 κομμουνιστές ξαφνικά δολοφονήθηκαν».

Ο Jim Critchfield, τότε υψηλόβαθμο στέλεχος της υπηρεσίας στη Μέση Ανατολή, φέρεται να δήλωσε ότι η σφαγή του Κασίμ και των Ιρακινών κομμουνιστών αποτελούσε «μια μεγάλη νίκη». Πρώην πράκτορας με εμπειρία σε «μαύρες επιχειρήσεις» της CIA και φίλος του Critchfield πρόσθεσε ότι «ο Jim δε λυπόταν καθόλου που οι κομμουνιστές πέθαιναν. Παίζαμε τα κεφάλια μας». Ηταν τότε που ο Σαντάμ έγινε επικεφαλής της al-Jihaz a-Khas, της μυστικής υπηρεσίας ασφαλείας του Μπάαθ.

Η σχέση μεταξύ CIA/DIA και Σαντάμ έγινε ακόμη πιο στενή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, λόγω του πολέμου Ιράν - Ιράκ. Η CIA παρείχε πληροφορίες συχνά στον Χουσεΐν από τα σαουδαραβικά αεροσκάφη AWACS, ενώ την ίδια ώρα οι Αμερικανοί παρείχαν ταυτόχρονα δορυφορικές φωτογραφίες και πληροφορίες από δορυφορική κατασκοπία στο Ιράν και στο Ιράκ. Πρώην Αμερικανός αξιωματούχος, ο οποίος δηλώνει ότι υπέγραψε τη σχετική εντολή, εξομολογείται πως «όταν μου το έφεραν και το υπέγραψα, νόμιζα ότι τρελαινόμουν».

Σύμφωνα με τον Darwish, CIA και DIA παρείχαν ενεργό στρατιωτική βοήθεια στον Σαντάμ στην επίθεση των Ιρακινών στη χερσόνησο αλ Φάο, «τυφλώνοντας» τα περσικά ραντάρ για τρεις μέρες. Πρώην αξιωματούχος της CIA δηλώνει ότι όλες οι επαφές Βαγδάτης - Ουάσιγκτον γίνονταν διαμέσου τριών αξιωματικών της Estikhbarat, της στρατιωτικής αντικατασκοπίας του Ιράκ.

Ο «γάμος συμφέροντος» Σαντάμ - Αμερικανών, κατά τις ίδιες πηγές, χάλασε όταν ο Χουσεΐν άρχισε να απειλεί τους γείτονές του, με το τελειωτικό χτύπημα να δίνεται στις 02.00 το πρωί της 2ας Αυγούστου 1990, όταν, παρασυρμένος από τις αμερικανικές υποσχέσεις, ο Σαντάμ έστειλε 100.000 στρατιώτες και 300 τανκς να εισβάλουν στο Κουβέιτ...


Μπ. Γ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ