ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 20 Μάρτη 2021 - Κυριακή 21 Μάρτη 2021
Σελ. /48
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
Μνημείο αυταρχισμού και τρομοκρατίας

Οι Κώδικες Δεοντολογίας δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι μια πρακτική που ακολουθείται, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, εδώ και πολλά χρονιά και σε πολλά πεδία, μεταξύ των οποίων και στα Πανεπιστήμια (Code of Ethics and Conduct).

Η σύσταση Επιτροπών Δεοντολογίας προβλεπόταν ήδη από τον Πρότυπο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των ΑΕΙ (ΠΔ 160/2008), τον οποίο τα πανεπιστήμια υποχρεώνονταν να τον εφαρμόσουν επ' απειλή της διακοπής της χρηματοδότησής τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως άξιος συνεχιστής της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, έφερε στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του τον νόμο 4485/2017, με τον οποίο οι Επιτροπές Δεοντολογίας υποχρεώνονται να καταρτίσουν «Κώδικες Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής». Στη βάση αυτή τα περισσότερα πανεπιστήμια έχουν ήδη καταρτίσει Κώδικες Δεοντολογίας.

Ο πρόσφατος σάλος των καταγγελιών για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και άλλες κακοποιητικές συμπεριφορές στο χώρο του Πολιτισμού αποτέλεσε για την πρυτανική αρχή της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εισαγάγει κι αυτή με τη σειρά της έναν αντιδραστικότατο Κώδικα Δεοντολογίας στη σχολή.

Κατά ένα μέρος του αποτελεί κωδικοποίηση διατάξεων της νομοθεσίας και υποχρεώσεων που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό της Σχολής, με τη διαφορά ότι μέσω του Κώδικα η παραβίαση πολλών από αυτές τις υποχρεώσεις αποκτά τη βαρύτητα του πειθαρχικού αδικήματος επισύροντας πειθαρχικές ποινές. Στην πορεία μάλιστα οι πειθαρχικές κυρώσεις μπορεί να πολλαπλασιάζονται, αφού, όπως τονίζεται από την αρχή, ο Κώδικας «είναι ανοιχτός σε μελλοντικές τροποποιήσεις». Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας είναι ένα είδος Ποινικού Κώδικα για το εσωτερικό των πανεπιστημίων.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους εισάγονται στο πανεπιστήμιο αυτού του είδους οι κώδικες στη σημερινή συγκυρία.

Πρώτα πρώτα ο ίδιος ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου, ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, επιβάλλει την αναβάθμιση του ιδεολογικού ρόλου του, αυτόν του θεματοφύλακα της αστικής σταθερότητας και της κοινωνικής συνοχής, σε συνθήκες που η επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων οξύνεται δημιουργώντας έδαφος για αντιδράσεις. Η προσπάθεια για να ελεγχθεί η ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο είναι φανερή στον Κώδικα.

Ταυτόχρονα όμως τροποποιείται και η σχέση του πανεπιστημίου με την οικονομία. Το πανεπιστήμιο συνδέεται πιο οργανικά με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μέσα στα ίδια τα ΑΕΙ διακυβεύονται επενδύσεις, ερευνητικά προγράμματα μονοπωλιακών ομίλων, δραστηριότητα εταιρειών και άλλα. Επομένως, η στενή επιτήρηση για εξασφάλιση κλίματος «εργασιακής ομαλότητας» είναι απαραίτητη για να ευοδωθούν τέτοιου είδους επιχειρηματικοί σκοποί.

Η βαθύτερη μάλιστα φιλοδοξία των συντακτών του είναι ο Κώδικας όχι μόνο να γίνει ανεκτός αλλά να υποστηριχτεί ενεργά από τους διδάσκοντες, τους φοιτητές και τους εργαζόμενους στην ΑΣΚΤ.

Εργαλείο ιδεολογικού ελέγχου και καταστολής στο όνομα της «ποιότητας» και της «ευπρέπειας»

Αποκωδικοποιώντας τον Κώδικα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αποτελεί ένα πρόσθετο εργαλείο για την ενίσχυση του αυταρχισμού, την απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και την παρεμπόδιση της δράσης του φοιτητικού κινήματος.

Ξεκινά με αναφορά στην ανάγκη το πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο της κοινωνικής ευθύνης, να λαμβάνει υπόψη του την κοινωνία που το περιβάλλει. Προφανώς εννοείται η υπαγωγή του πανεπιστημίου στις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, της ΕΕ και των κυβερνήσεων, για την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την επιχειρηματικότητα, την αντίστοιχη κατεύθυνση της επιστήμης και της Τέχνης.

Σημειώνεται στη συνέχεια ότι ανάμεσα στο νόμο και στους κανονισμούς των σχολών υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» που πρέπει να καλυφθούν, εννοώντας ότι υπάρχουν κενά στην εφαρμογή του νόμου. Αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι αυτές οι «γκρίζες ζώνες» αφορούν τη δυνατότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας να διακινούν ελεύθερα τις ιδέες τους και να αγωνίζονται γι' αυτές, ένα δικαίωμα που επέβαλαν και διατηρούν με τους αγώνες τους όλα αυτά τα χρόνια.

Είναι εξαιρετικά επικίνδυνες διατυπώσεις όπως: «Η εκμετάλλευση από μέλος ΔΕΠ της ιδιότητάς του (...) για να επιβάλει σε άλλα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας πράξη, παράλειψη, ψήφο (...) συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι με βάση αυτήν τη διάταξη οι διδάσκοντες, που εκφράζουν και συζητούν με τους φοιτητές απόψεις αντίθετες από αυτές που συμφέρουν και εξυπηρετούν το κυρίαρχο σύστημα, καλώντας τους να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, θα διώκονται πειθαρχικά.

Πολλά είναι τα σημεία στον Κώδικα όπου εμφιλοχωρεί ο στόχος να απαγορεύσει την ιδεολογική αντιπαράθεση, να καταργήσει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Ξεχωρίζουμε τη φράση:«Οι κοινωνικές προκαταλήψεις και οι ιδεολογικές παρωπίδες είναι έννοιες τελείως ξένες με την Τέχνη και την επιστημονική πρόοδο». Κι αυτό γιατί στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι ο χαρακτηρισμός «ιδεολογικές παρωπίδες» αποδίδεται στην επιστήμη και την Τέχνη που διέπονται από τη διαλεκτική - υλιστική μεθοδολογία. Η στράτευση, σύμφωνα με την αστική αισθητική, είναι καταστροφική για την Τέχνη. Αλλά αυτήν την «τρομακτικά επιζήμια», «αντικαλλιτεχνική» ιδιότητα την έχει μόνο η Τέχνη που διαπνέεται από την κομμουνιστική ιδεολογία, η Τέχνη που τολμά να θίξει την ιερότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα, η στρατευμένη στην αστική ιδεολογία Τέχνη είναι «ελεύθερη» και «ανιδιοτελής». Εμείς κρατάμε τη φράση του Μπρεχτ: «Ταπεινό χαρακτηρίζεται ό,τι είναι ωφέλιμο για τους ταπεινωμένους».

«Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς»

Εξωφρενικά απαράδεκτη είναι η απαγόρευση στους εκπροσώπους των φοιτητών να ενημερώνουν για τη συζήτηση στα συλλογικά όργανα που μετέχουν. Οπως ρητά αναφέρεται στον Κώδικα, «η διαρροή στοιχείων αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα». Προκαλείται εύλογα η απορία, τι είδους εκπρόσωπος μπορεί να είναι κάποιος που τελικά εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του; Είναι φανερό ότι επιδιώκεται οι εκπρόσωποι των φοιτητών να μετατραπούν σε συνδιαχειριστές της κρατικής πολιτικής για τα πανεπιστήμια, απόλυτα ξεκομμένοι από το φοιτητικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του.

Εμμέσως πλην σαφώς οι διδάσκοντες δεν επιτρέπεται να εκφέρουν έξω από το πανεπιστήμιο αντίθετη γνώμη για όσα αποφασίζει η Σχολή, καθώς κάτι τέτοιο υπόκειται στην απαγόρευση «έκθεσης» του Ιδρύματος. Τέτοια έκθεση μπορεί να θεωρηθούν χωρίς άλλο και η απεργία, η συμμετοχή σε διαδήλωση, η παρουσία διδασκόντων σε φοιτητικές κινητοποιήσεις.

Γενικότερα σε διάφορα σημεία του Κώδικα τίθεται ως καθήκον διδασκόντων, φοιτητών και εργαζομένων να προστατεύουν το Ιδρυμα, τους στόχους και τη φήμη του για την επίτευξη εκπαιδευτικής, καλλιτεχνικής και ερευνητικής «αριστείας». Ο σκοπός είναι δηλαδή να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της ΑΣΚΤ απέναντι σε άλλα πανεπιστήμια και όχι η ανάπτυξη της μεταξύ τους συνεργασίας με σκοπό την πρόοδο της Τέχνης και της επιστήμης.

Ειδικά για το διοικητικό προσωπικό ο Κώδικας του επιφυλάσσει το ρόλο του τοποτηρητή και καταδότη καθώς το υποχρεώνει «να αναφέρει αρμοδίως, χωρίς καθυστέρηση, κάθε παρούσα ή επαπειλούμενη παραβίαση της νομοθεσίας, των κανόνων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό ή τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων...».

Είναι φανερό ότι με τον Κώδικα επιχειρείται να επιβληθεί η «αξιολόγηση» του διδακτικού προσωπικού και του μαθήματος, στοιχείο απαραίτητο σε ένα ανταγωνιστικό πανεπιστήμιο, με το πρόσχημα της βελτίωσης της ποιότητας σπουδών. Τα περί ποιότητας των σπουδών ηχούν σαν κακόγουστο αστείο σε όσους γνωρίζουν από τα μέσα τις δραματικές συνέπειες της κρατικής υποχρηματοδότησης, τις ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, υποδομές, υλικά ζωγραφικής και κατασκευών, φοιτητική μέριμνα και τις επιπτώσεις που έχουν τα παραπάνω στις σπουδές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα σπουδών του Προπτυχιακού του Θεωρητικού Τμήματος της ΑΣΚΤ έχει αλλάξει τρεις φορές την τελευταία δεκαετία, ανάλογα με το ποιοι καθηγητές είναι εν ενεργεία, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να μη γνωρίζουν ποια μαθήματα συγκροτούν το πτυχίο τους. Τελικά στο μόνο που έρχεται να συνεισφέρει η «αξιολόγηση» είναι η καλλιέργεια κλίματος ανασφάλειας και τρομοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό και τραγικό μαζί ότι στην υπόθεση της «αξιολόγησης» του μαθήματος εμπλέκονται με τον πιο χυδαία αγοραίο τρόπο οι φοιτητές, οι οποίοι καλούνται, όπως οι «πελάτες» ιδιωτικής επιχείρησης, να αξιολογούν τους «υπαλλήλους» - διδάσκοντες!

Ερευνα και ιδιοκτησία

Εύλογα ένα μεγάλο κεφάλαιο του Κώδικα καταπιάνεται με την έρευνα και τα πνευματικά δικαιώματα. Εξυμνούνται η «ελευθερία» και η «αλήθεια» της έρευνας, η εναντίωση σε έρευνα που τα καταπατά και άλλα τέτοια κούφια λόγια. Η έρευνα όμως δεν διεξάγεται σε ένα ουδέτερο περιβάλλον. Γενικά η επιστήμη έχει ταξικό πρόσημο. Η αστική, κυρίαρχη, ιδεολογία διαποτίζει την επιστήμη και στη συνέχεια συλλέγει τα αποτελέσματα των κατευθύνσεων που έχει επιβάλει, περιβεβλημένα με επιστημονικό κύρος. Ο ταξικός προσανατολισμός της έρευνας γίνεται ακόμη πιο κραυγαλέος σε ένα πανεπιστήμιο που κυνηγάει έσοδα από επιχειρηματικούς ομίλους, ευρωπαϊκά προγράμματα, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Πόσο ελεύθερα και αξιόπιστα μπορεί να είναι τα πορίσματα μιας έρευνας, όταν αυτά προσαρμόζονται αναγκαστικά στα συμφέροντα των χρηματοδοτών της, είτε είναι οικονομικά είτε ιδεολογικά;

Οσον αφορά το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, προσχηματικά επιχειρείται να παρουσιαστεί σε μια γενικότητα, ενώ στην ουσία αυτό που επιδιώκεται είναι να μη διαχυθούν τα αποτελέσματα της έρευνας, να προστατευτεί δηλαδή η ιδιοκτησία του πανεπιστημίου και των χρηματοδοτών του πάνω σε αυτά.

Είναι περιττό φυσικά να μετρήσει κανείς πόσες φορές μέσα στο κείμενο επαναλαμβάνεται η υποχρέωση για πειθάρχηση και συμμόρφωση στην πολιτική ασφάλειας του Ιδρύματος, δηλαδή στην πανεπιστημιακή αστυνομία και σε όσα άλλα μέτρα επιτήρησης και καταστολής θα επιβληθούν στην πορεία από τα «αρμόδια όργανα» για να περιφρουρηθεί η ιδεολογική και επιχειρηματική λειτουργία και αποστολή του.

Οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι δεν τρομοκρατούνται

Μπροστά στην προκλητική προσπάθεια της Πρυτανείας της ΑΣΚΤ να περάσει αυτό το αντιδραστικό έκτρωμα, το φοιτητικό κίνημα, οι εργαζόμενοι και οι διδάσκοντες πρέπει να πάρουν τα μέτρα τους. Να μπλοκάρουν με κάθε τρόπο την ψήφιση και εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας, να μη δεχτούν τη «σιγή ιχθύος». Είναι πραγματικά εξοργιστικό το γεγονός ότι η διοίκηση της Σχολής ξεκινά αυτήν τη διαδικασία, τη στιγμή που η Σχολή είναι κλειστή εδώ κι ένα χρόνο και ενώ δεν έχει γίνει καμία κίνηση για να επιστρέψουν οι φοιτητές στις σπουδές τους με όλα τα μέτρα ασφαλείας για την πανδημία. Να πέσουν λοιπόν στο κενό οι προσπάθειες να τρομοκρατηθούν φοιτητές, εργαζόμενοι και διδάσκοντες!


Βαγγελιώ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Μέλος της Τομεακής Επιτροπής Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ