ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 20 Φλεβάρη 2021 - Κυριακή 21 Φλεβάρη 2021
Σελ. /40
Αστική Ιδεολογική Κυριαρχία και Πανεπιστήμιο

Η αστική εκπαίδευση συγκροτείται εκτός της παραγωγής, με βασικές λειτουργίες την παραγωγή - παροχή γνώσεων και την επιβολή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Οι λειτουργίες της αυτές υλοποιούν τον παραγωγικό, αναπαραγωγικό - κατανεμητικό και τον ιδεολογικό της ρόλο, αποσκοπώντας στην αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, στην αναπαραγωγή των ιεραρχικών ταξικών θέσεων και των ταξικών φορέων του καπιταλιστικού συστήματος και στην ιδεολογική πειθάρχηση, ως όρο των παραπάνω. Στο πλέγμα της αστικής ιδεολογικής πειθάρχησης - κυριαρχίας εντάσσονται: Η απόκρυψη της ταξικής εκμετάλλευσης στη σφαίρα της παραγωγής πίσω από την τυπική «ισότητα» και «ελευθερία» στη σφαίρα των συναλλαγών, η «εθνική ενότητα» κεφαλαίου - εργασίας, η εξύμνηση της αποτελεσματικότητας της αγοράς, ο αντικομμουνισμός.

Συγκροτούμενες έξω από τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών και στο έδαφος της απαλλοτρίωσής τους από τα μέσα παραγωγής - αλλά «αποστάζοντας» από τη συλλογική τους πείρα ό,τι είναι επωφελές για την καπιταλιστική παραγωγή1 - οι επιστημονικές γνώσεις - εφευρέσεις στοχεύουν στην υπαγωγή του άμεσου παραγωγού στην εξουσία του κεφαλαίου. Η επιστήμη, υποστηρίζει ο Μαρξ, χωρίζεται από την εργασία και μπαίνει «με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου».2«Θα μπορούσε να γράψει κανείς μια ολόκληρη ιστορία εφευρέσεων από το 1830 και δω, που έγιναν απλώς σαν πολεμικά μέσα του κεφαλαίου ενάντια στις ανταρσίες των εργατών»3 επισημαίνει ακόμη ο Μαρξ. Η κυρίαρχη (ως προς την κατεύθυνση και το περιεχόμενο, στα διάφορα επιστημονικά πεδία) επιστήμη και οι εφαρμογές της έχουν ιστορικά σαφές ταξικό πρόσημο, άρα ιδεολογική «φόρτιση», κάτι που αποκρύβεται πίσω από τη θέση περί «ουδετερότητας» της επιστήμης.

Η αστική εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες, επιβάλλει - διαιωνίζει την αστική ιδεολογική κυριαρχία, καθώς αναπαράγοντας την ταξική ιεραρχία - εκμετάλλευση (επιδιώκει να) αναπαράγει και την αποδοχή της από τις λαϊκές τάξεις ως «φυσικής», ενώ η αστική ιδεολογία είναι συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης επιστήμης. Η δεσποτική καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία, άλλωστε, «από μόνη της δεν μπορεί... να εγγυηθεί την αποτελεσματική εγχάραξη και επιβολή στους εργαζόμενους της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας».4

Αγορά και ιδεολογία στο Πανεπιστήμιο

Εχει υποστηριχτεί από πολλούς ερευνητές ότι, ως αποτέλεσμα των μεταβολών που συμβολικά σηματοδοτεί η «διακήρυξη της Μπολόνια» (19/6/1999), το Πανεπιστήμιο από ακαδημαϊκός θεσμός παραγωγής της επιστήμης και εκπαίδευσης σε αυτήν μεταλλάσσεται σε «επιχειρηματικό» ίδρυμα υπαγόμενο στις άμεσες ανάγκες της αγοράς.

Στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, πράγματι, τα τελευταία χρόνια επιτείνονται οι διαδικασίες εξάρτησης από την αγορά μέρους της έρευνας, με αντίστοιχη υποβάθμιση της βασικής έρευνας προς όφελος της εφαρμοσμένης, εμπορευματοποιείται τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσω της επιβολής διδάκτρων, ενσωματώνονται στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση αντικείμενα εκτός των πεδίων της βασικής έρευνας. Οι εξελίξεις αυτές δεν μεταλλάσσουν το Πανεπιστήμιο, το τροποποιούν ωστόσο, διευρύνοντας τον παραγωγικό, αναπαραγωγικό - κατανεμητικό ρόλο του, στο πλαίσιο της αστικής εκπαίδευσης, ενώ ως αποτέλεσμα αυτής της διεύρυνσης ενισχύεται - αναβαθμίζεται ο ιδεολογικός ρόλος του.

Κύρια αιτία της στροφής προς την εφαρμοσμένη έρευνα (δηλαδή τη διευρυμένη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή) είναι η αδυναμία του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί με ικανοποιητικό κέρδος τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Καθώς δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμοσμένη έρευνα χωρίς προϋπάρχουσα βασική, υποβαθμίζεται αλλά δεν εξοβελίζεται η βασική έρευνα. Επιπλέον, για κάποια επιστημονικά αντικείμενα η τροφοδότηση της έρευνάς τους προϋπέθετε πάντα εμπλοκή με τις επιχειρήσεις και την παραγωγή. Ταυτόχρονα, η τάση για διευρυμένη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή συνεπιφέρει μια μεταβολή της παραγωγικής δομής προς τη «διανοητικοποίηση» τμημάτων της χειρωνακτικής εργασίας. Αντίστοιχα διευρύνεται ο αναπαραγωγικός - κατανεμητικός ρόλος του Πανεπιστημίου, με την επέκταση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης προς αντικείμενα εφαρμοσμένης γνώσης. Δεν εξαφανίζονται τα Τμήματα - Σχολές βασικής έρευνας, αλλά κατηγοριοποιείται το Πανεπιστήμιο μεταξύ αυτών των Τμημάτων - Σχολών (που αποτελούν τους κύριους τόπους αναπαραγωγής των θέσεων διευθυντικής - διανοητικής εργασίας στην παραγωγή και στην κοινωνική αναπαραγωγή και κατοχυρώνουν αυξημένα εργασιακά δικαιώματα) και των Τμημάτων - Σχολών εφαρμοσμένης έρευνας και επαγγελματικής εξειδίκευσης (στα οποία δίνουν ιδιαίτερη έμφαση τα αστικά επιτελεία).5

Πάρα την αστική ιδεολογική κυριαρχία στην επιστήμη, η συγκρότηση της επιστημονικής γνώσης διαπερνάται (σε διάφορα επιστημονικά πεδία) από τις ταξικές αντιθέσεις που δημιουργούν ρωγμές κριτικής σκέψης. Η υποβάθμιση της βασικής έρευνας, προς όφελος της εφαρμοσμένης και προσανατολισμένης στις άμεσες ανάγκες της αγοράς, μικραίνει αυτές τις ρωγμές. Το αστικό κράτος επιβάλλει αυτήν την κατεύθυνση μέσω της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης και της σύνδεσης χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων και αξιολόγησης (στα κριτήρια της οποίας εντάσσεται και η συμμετοχή πανεπιστημιακών σε χρηματοδοτούμενη έρευνα, υπαγόμενη στην αγορά). Υπό αυτές τις συνθήκες (και δεδομένου του αρνητικού για την εργασία ταξικού συσχετισμού δυνάμεων), στις ανθρωπιστικές - κοινωνικές επιστήμες, η αστική ιδεολογική κυριαρχία προωθείται και μέσω της αξιολόγησης των πανεπιστημιακών με βάση τις «επιδόσεις» τους σε δημοσιεύσεις σε «ορθόδοξα» - αστικά «higher-ranking journals» - που αντιμάχονται τη μαρξιστική επιστημονική σκέψη. Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας εντάσσονται το κρατικό κατασταλτικό νομικό πλαίσιο ενάντια στο φοιτητικό κίνημα και οι κυοφορούμενες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ελληνικών Πανεπιστημίων.

Η χρηματοδότηση από την αγορά, αλλά και η εκτεταμένη επιβολή διδάκτρων, ιδίως στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, δημιουργούν «θύλακες» επιχειρηματικότητας - εμπορευματοποίησης (αλλά και μισθωτής εκμετάλλευσης) εντός του Πανεπιστημίου. Συγκροτείται ένα στρώμα εισοδηματιών - επιχειρηματιών πανεπιστημιακών που αποτελούν κοινωνικό στήριγμα του αστισμού. Επομένως, ο ιδεολογικός ρόλος του Πανεπιστημίου (επιβολή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας) όχι μόνο δεν υποβαθμίζεται, αλλά αποκτά ισχυρότερα κοινωνικά στηρίγματα.

Η ανάγκη της ιδεολογικής πάλης

Στην αστικοδημοκρατική και σοσιαλδημοκρατική οπτική δεν αναγνωρίζεται ο ιδεολογικός ρόλος του Πανεπιστημίου, ενώ σε απόψεις του οπορτουνιστικού χώρου ο ρόλος αυτός του Πανεπιστημίου σχετικά υποβαθμίζεται.

Στο πρώτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ του Κόμματος για το 21ο Συνέδριο επισημαίνονται όλες οι παραπάνω μεταβολές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ενώ τονίζεται ιδιαίτερα η εκπαιδευτική αστική στρατηγική για «τη διαιώνιση της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας» και υπογραμμίζεται η σημασία της ιδεολογικής παρέμβασης του Κόμματος στους χώρους της Εκπαίδευσης για «την αποκάλυψη του αστικού επιχειρήματος περί της "ουδετερότητας" της επιστήμης».6 Η πολιτική αυτή κατεύθυνση σηματοδοτεί τη σύγκρουση με την αστική ιδεολογική κυριαρχία και τις αστικές - σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις στο Πανεπιστήμιο και γενικότερα στους χώρους της Εκπαίδευσης, και προϋποθέτει ως βασικό καθήκον όλων μας την «ενίσχυση της ιδεολογικής - μορφωτικής προσπάθειας».7

Παραπομπές:

1. Βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 107.

2. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 377

3. Ο.π., σελ. 452.

4. Γ. Μηλιός, «Εκπαίδευση και Εξουσία», «Κριτική», Αθήνα 1993, σελ. 36.

5. Βλ. Χ. Πισσαρίδης, κ.ά., Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, Τελική Εκθεση, 14/11/2020.

6. ΚΕ του ΚΚΕ, Θέσεις για το 21ο Συνέδριο, πρώτο κείμενο, Γενάρης 2021, θέσεις 40-42, σελ. 34-35

7. Ο.π., σελ. 35.


Γιώργος Οικονομάκης
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Πατρών


Οργανα πιο ικανά να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης

Συμφωνώ με το σύνολο των Θέσεων της ΚΕ.

Είναι καθοριστικό, μπροστά στη νέα πιο δύσκολη, απαιτητική φάση, τα όποια βήματα καταγράφουμε συλλογικά ως Κόμμα, να αρχίσουν να αποτυπώνονται και να αφομοιώνονται καλύτερα στη ζωή της οργάνωσης και των νέων μελών.

Είναι κρίσιμο, να γίνει αντιληπτό το έδαφος στο οποίο ξετυλίγονται οι προσπάθειές μας, η απαραίτητη προσαρμογή σε πλευρές της καθοδηγητικής δουλειάς για να ανταποκριθούμε.

Με βάση αυτό χρειάζεται καλύτερα να γίνεται κατανοητό και να σχεδιάζουμε τη δουλειά μας με το δεδομένο ότι οι συνειδήσεις στις οποίες επιδιώκουμε να επιδράσουμε δεν είναι στατικές, πόσο μάλλον όταν διανύουμε μια περίοδο, στην οποία επικρατεί μια σχετική ρευστότητα, η οποία ίσως οδηγήσει σε περισσότερο ή λιγότερο απότομες μεταβολές. Σε αρκετές περιπτώσεις δρούμε και σχεδιάζουμε μέσα σε ορισμένα στεγανά, περιορίζοντας την εμβέλεια επίδρασης των Θέσεών μας, υποτιμώντας τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει η οργανωμένη παρέμβαση των κομμουνιστών στην επαφή της με νέες εργατικές - λαϊκές μάζες, που αναζητούν διέξοδο στα προβλήματά τους. Το ίδιο το σύστημα αφήνει σημαντικά περιθώρια να δημιουργηθούν ρωγμές στη λαϊκή συνείδηση. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο μέσα από την έκφρασή του με δύο τρόπους: 1. σε συνθήκες μιας κάποιας σχετικής τοπικής ανόδου της πάλης, των διαθέσεων να «υποαξιοποιούνται» δυνατότητες που προκύπτουν, να δρούμε από κοινού με περιορισμένο αριθμό ατόμων, 2. στις γενικές συνθήκες στασιμότητας και υποχώρησης που επικρατούν να εκφράζεται συμβιβασμός με τις συνθήκες, υποτίμηση δυνατοτήτων. Ισως επιδρούν ως ένα βαθμό και λανθασμένα υποκειμενικά συμπεράσματα που μπορεί να έχουν εδραιωθεί από την εμπειρία της προηγούμενης κρίσης, πηγαίνοντας κόντρα, χωρίς να το θέλουν, στα συλλογικά συμπεράσματα και αποφάσεις μας, οδηγώντας όμως στο συμβιβασμό και την υποχώρηση. Είναι ζητήματα τα οποία δεν είναι προς αντιμετώπιση στο μέλλον σε κρίσιμες καμπές, αλλά τώρα ώστε να είμαστε ικανοί να ηγηθούμε σε αυτές. Γιατί ρευστότητα στη συνείδηση σημαίνει να σκεφτόμαστε περισσότερο με βάση την αντικειμενική ταξική θέση μέσα στην κοινωνία, τις μεταβολές που έχουν δημιουργηθεί στη ζωή και όχι τις πολιτικές απόψεις που είχε ο καθένας μέχρι σήμερα, να σχεδιάζουμε την παρέμβασή μας με βάση αυτή τη δυνατότητα που αντικειμενικά δημιουργείται.

Ο αντίκτυπος της δράσης μας, το εύρος επίδρασης σε κόσμο που μας ενδιαφέρει, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμείς νομίζουμε πολλές φορές. Το έχουμε διαπιστώσει και πολύ πρόσφατα με βάση την πείρα των τελευταίων μηνών. Χωρίς την αντίληψη του παραπάνω, δύσκολα θα σχεδιάζουμε το επόμενο βήμα στην παρέμβασή μας, θα κατοχυρώνουμε ό,τι κάνουμε, θα χτίζουμε στο έδαφος μιας ορισμένης παρέμβασης την αντίστοιχη συνέχεια. Εύκολα θα μένουμε στην κατάληξη μιας προσπάθειας και λιγότερο στο πώς υπηρετήθηκε ολοκληρωμένα το περιεχόμενο που επιλέξαμε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ορισμένες φορές οδηγούμαστε σε «ανυπομονησία», παραίτηση, μην κατανοώντας ότι η παρέμβασή μας δεν είναι «μια κι έξω». Στην πραγματικότητά η ανάπτυξη δράσης σε ένα χώρο είναι πιθανό να μην έχει γρήγορα αποτελέσματα, να προκαλέσει την αντίδραση του αντιπάλου, την άνοδο της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, την ενεργοποίηση μηχανισμών και πιέσεων. Αρα είναι ανάγκη να σχεδιάζουμε πιο τολμηρά και μακρόπνοα με άξονα ότι τα λόγια και οι ιδέες έχουν δύναμη και οι δικές μας ιδέες έχουν τη δύναμη να ανοίξουν δρόμους μέσα σε μια κατάσταση που παρουσιάζεται παγιωμένη, να συμπαρασύρουν ευρύτερες μάζες ανθρώπων που μπορούν να βρουν την έκφραση των ταξικών τους συμφερόντων μέσα από αυτές. Από εκεί πρέπει να πηγάζει και η φιλοδοξία μας να έρθουμε σε επαφή και να εντάξουμε στην οργανωμένη ζωή και δράση τις πιο πρωτοπόρες συνειδήσεις αλλά και να δουλέψουμε με σταθερότητα με πιο ανώριμες που αναδεικνύονται μέσα από την οργανωμένη δράση. Τώρα μπορούμε να βελτιωθούμε κι άλλο στην εκλαΐκευση, εξειδίκευση του περιεχόμενου και των μορφών παρέμβασής μας, ώστε να ανέβει η δυνατότητά μας να ανοίγουμε και να σταθεροποιούμε δρόμους επικοινωνίας με ευρύτερες λαϊκές, νεανικές μάζες.

Ισχύει, δεν είναι εύκολο να δρα κανείς για πολύ καιρό μέσα σε μη επαναστατικές και αντεπαναστατικές συνθήκες, αν δεν πατά στέρεα τα πόδια του στο έδαφος, ώστε όχι μόνο να μην οπισθοχωρεί στον αντεπαναστατικό άνεμο, αλλά να προχωρά και μπροστά. Ειδικά στην ΚΝΕ, σε αυτό το έδαφος, μόνιμα απασχολούν τα ζητήματα της αφομοίωσης. Στην προσπάθεια βελτίωσης τέτοιων ζητημάτων, συχνά, εύκολα οδηγούμαστε σε απλουστεύσεις, απομονώνοντας πλευρές της εσωοργανωτικής λειτουργίας ή δράσης της οργάνωσης. Ετσι εκφράζεται το πρόβλημα πολλές φορές η εσωοργανωτική λειτουργία - η μαζική δράση - η παρέμβαση του κάθε κομμουνιστή στο χώρο του - η καθοδηγητική φροντίδα που χρειάζεται σε κάθε φάση, να μην αντιμετωπίζονται ως μια ενότητα, ως πλευρές που αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται, αλλά ως ξεχωριστά ζητήματα στα οποία κάθε φορά πέφτει η προσοχή μας. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει η δυνατότητα, η όποια βελτίωση του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου συζήτησης και εξέτασης στα Οργανα να αρχίσει να εκφράζεται στην καθοδήγηση και τη βελτίωση της ζωής των ΟΒ. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι στον δικό μας προσανατολισμό, τα βήματα που μετράμε κάθε φορά σε ένα Οργανο ή ΟΒ, να αποκρυσταλλώνονται σε αντίστοιχη ικανότητα δράσης και διαφώτισης των Οργανώσεων. Για παράδειγμα, το πλήθος μαθημάτων που γίνονται αυτή την περίοδο, να εκφραστεί στην οργάνωση της πλατιάς παρέμβασης με βάση το περιεχόμενό τους.

Μπορούμε να ξεπεράσουμε απολυτοποιήσεις, την αντικειμενικοποίηση δυσκολιών, ώστε να κατακτηθεί συλλογικά εκείνη η υποδομή και η μέθοδος δράσης, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε από καλύτερες θέσεις στις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Σε αυτή την κατεύθυνση συμπεριλαμβάνονται ζητήματα όπως: Η αναλυτική εξέταση του χώρου στον οποίο παρεμβαίνουμε, η χαρτογράφησή του, της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, των οργανωμένων δυνάμεων του αντιπάλου, της ταξικής διάρθρωσης, των τάσεων ή των προτεραιοτήτων του κεφαλαίου ή των κατευθύνσεων του π.χ. σε ένα χώρο εκπαίδευσης, η αναλυτική καταγραφή των δυνατοτήτων που έχουμε, η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων, η προσεκτική επεξεργασία δικού μας σχεδίου παρέμβασης, περιεχομένου τέτοιου που να απαντά στις ανάγκες του χώρου, να διαμορφώνει έδαφος για συγκεκριμένες διεκδικήσεις στο κίνημα, η εύστοχη επιλογή και διάταξη στελεχών, η σταθερή επανεξέταση τέτοιων ζητημάτων από τα καθοδηγητικά όργανα.


Θανάσης Σγούρος
Μέλος του Γραφείου του ΚΣ, Γραμματέας του ΣΠ Κεντρικής Μακεδονίας της ΚΝΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ