ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Οχτώβρη 2013
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Για την «καταδίκη της βίας»...

«...το γενικό φαινόμενο της βίας στην κοινωνία πρέπει να το αντιμετωπίσουμε από το γιαούρτι μέχρι το γκαζάκι, μέχρι τη βόμβα. Είναι καιρός να το αντιμετωπίσουμε τώρα» Νίκος Δένδιας, υπουργός Δημόσιας Τάξης (16/10/2013, σε εκδήλωση της ΝΔ για τη βία)

Και ο πλέον δύσπιστος καταλαβαίνει πλέον τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, των αστικών κομμάτων, των αστικών προπαγανδιστικών μηχανισμών. Χρειάστηκαν λίγες μόλις εβδομάδες για να ξεδιπλωθεί η προπαγάνδα τους με στόχο να ταυτιστεί η εγκληματική δράση φασιστοειδών, μηχανισμών που το ίδιο το αστικό κράτος συντηρεί και τους ενισχύει όποτε τους χρειάζεται με τους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος, τις απεργίες, τις κινητοποιήσεις, με όποια μορφή πάλης αποφασίσουν οι εργαζόμενοι.

Πολύ περισσότερο επιχειρούν να ταυτίσουν τη δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής με τέτοιες κινητοποιήσεις διεκδίκησης βασικών δικαιωμάτων του λαού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σκόπιμα αποκρύπτουν πως η Χρυσή Αυγή είχε και πολιτικές της θέσεις. Υπέρ των συμφερόντων των εφοπλιστών, χαμηλότερα μεροκάματα, δουλεμπορικά γραφεία με 18 ευρώ μεροκάματο, συμμαχίες της ελληνικής αστικής τάξης με ιμπεριαλιστικά κέντρα (π.χ. Ρωσία). Θέσεις που μερίδα του κεφαλαίου τις έβλεπε και τις βλέπει με πολύ καλό μάτι. Επιπλέον, με τι πλάτες άραγε δικτυώθηκαν μέσα στο Στρατό και την Αστυνομία; Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει τα προηγούμενα χρόνια στον αστικό Τύπο κολακευτικά σχόλια, καλοπιάσματα, παραινέσεις και συμβουλές προς τα φασιστοειδή;

«Ναι, είναι βία», λένε οι αστοί πολιτικοί και τα αστικά Μέσα ενημέρωσης, «η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ή η επίθεση στο Πέραμα, αλλά υπάρχει και η άλλη βία». Τι εννοούν; Τι θέλουν να καταστείλουν; Οποιαδήποτε πράξη, οργανωμένη δράση, μαζική λαϊκή κινητοποίηση, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των επιχειρηματιών, των μονοπωλίων.

Γιατί όσο και αν προσπαθούν να πείσουν ότι οι νόμοι του αστικού κράτους διασφαλίζουν το «γενικό καλό», το «εθνικό συμφέρον», η πραγματικότητα είναι ότι η αστική νομιμότητα υπηρετεί το συμφέρον του καπιταλιστή και καθορίζεται από αυτό.

Από ιδεολογική άποψη, ανάγλυφη περιγραφή στα παραπάνω έδωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου: «Η βία δεν μπορεί να είναι ανεκτή, όποιος και αν την προκαλεί, ανεξαρτήτως πολιτικής, κοινωνικής προέλευσης και συγκυριών (...) Δεν δεχόμαστε το διαχωρισμό μεταξύ "καλής" και "κακής" βίας και την τάση ιδεολογικοποίησης εγκληματικών ενεργειών που θίγουν έννομα αγαθά και τη συνοχή της κοινωνίας» (16/10/2013, στην ίδια εκδήλωση της ΝΔ για τη βία).

Οι όροι «βία», «κοινωνική προέλευση», «συγκυρίες», «συνοχή της κοινωνίας» αποκτούν πραγματικό περιεχόμενο μόνο αν τις δει κανείς από τη σκοπιά του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, των ταξικών αντιθέσεων και συμφερόντων μέσα στην κοινωνία.

Το αστικό κράτος υπάρχει και λειτουργεί ασκώντας βία στην αντίπαλη τάξη, την εργατική τάξη, αλλά και τους συμμάχους της, που έχουν τελείως διαφορετικά συμφέροντα. Γι' αυτό υπάρχουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, η αστική δικαιοσύνη, άλλοι μηχανισμοί και υπηρεσίες που αναλαμβάνουν τις βρώμικες δουλειές. Τι ακριβώς προστατεύουν αυτοί οι μηχανισμοί; Μα, την καπιταλιστική ιδιοκτησία που ταυτίζεται με την αστική νομιμότητα. Πώς τα προστατεύουν αυτά;

Με βία των Σωμάτων Ασφαλείας σε βάρος όσων διεκδικούν.

Με εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς και απολύσεις όταν οι εργαζόμενοι διεκδικούν ένα καλύτερο μεροκάματο.

Με δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.

Με αντεργατικούς αντιλαϊκούς νόμους που θεσπίζουν τους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές.

Να λοιπόν ένα κρεσέντο βίας από όλους τους θεσμούς του αστικού κράτους. Αυτό το κράτος που είναι εχθρός των εργατών, ανέχεται μόνο τη βία που μπορεί να ασκεί το ίδιο...

Διαβάστε χρόνια πριν τι έλεγε η «Καθημερινή» (9/3/2010) στο κύριο άρθρο στην πρώτη σελίδα: «Η κατάληψη κρατικών κτιρίων και η διακοπή της κυκλοφορίας στον κεντρικότερο δρόμο της πρωτεύουσας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή (...) Ενα πράγμα είναι η συνετή χρήση βίας από την πλευρά της αστυνομίας ώστε να αποφευχθούν θύματα και ακρότητες».

Αλλά μιας και αναφέρονται στην «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται», αντικειμενικά ανοίγει η συζήτηση ότι το περίφημο «μονοπώλιο της βίας» του αστικού κράτους υπερασπίζει τη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή της κύριας αιτίας των δεινών για τους εργαζόμενους.

Αλήθεια με ποιον τρόπο δημιουργήθηκαν 1,5 εκατομμύρια άνεργοι, εκατοντάδες χιλιάδες φτωχοί και εξαθλιωμένοι;

Πώς δημιουργήθηκε η ανεργία, η φτώχεια, οι κατασχέσεις, οι μειώσεις μισθών, οι φόροι;

Αποτέλεσμα ποιας πολιτικής είναι οι διακοπές ρεύματος, νερού στα φτωχόσπιτα; Οι κατασχέσεις, το κόψιμο της σύνταξης, η καταδίκη να ζουν εκατομμύρια νοικοκυριά χωρίς πετρέλαιο;

Ποιος φταίει για τα πεινασμένα παιδιά που λιποθυμούν στα σχολεία;

Τα 450 ευρώ μισθός που καταδικάζουν στην πείνα τις εργατικές οικογένειες τι είναι ακριβώς;

Ποιος ευθύνεται για την αδυναμία να κάνουν οικογένεια τα νέα ζευγάρια γιατί δεν έχουν να τη συντηρήσουν;

Για την κυβέρνηση, το αστικό κράτος για παράδειγμα το να χάνει ο εργάτης το σπίτι του από τις τράπεζες και την εφορία είναι μια φυσιολογική επίπτωση των αστικών νόμων και της οικονομικής πραγματικότητας. Κρύβουν πίσω από την έννοια της «νομιμότητας» ότι με τη δικαστική, κατασταλτική, διοικητική βία επιβάλουν τέτοια μέτρα. Ομως, επιχειρούν να διαμορφώσουν συνείδηση ότι ο οργανωμένος αγώνας ενάντια στις κατασχέσεις, με όποια μορφή αποφασίσει το εργατικό λαϊκό κίνημα, είναι βία που πρέπει να καταδικαστεί.

Αυτή τη βία, τη βία που υπηρετεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών, ένας μόνο μπορεί να την καταδικάσει. Ο ίδιος ο λαός, η ίδια η εργατική τάξη, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι φτωχοί αγρότες, τα νέα ζευγάρια, οι λαϊκές οικογένειες. Μόνο αυτοί μπορούν να οργανώσουν τον αγώνα τους, να επιλέξουν τις μορφές πάλης και να αντισταθούν ενάντια στη βαρβαρότητα που τους διαλύει τη ζωή.

Και να σχεδιάσουν τον αγώνα που θα τούς απαλλάξει τελείως από τα δεσμά και τη βία των καπιταλιστών. Ακριβώς αυτόν τον αγώνα φοβούνται τα μονοπώλια και το πολιτικό τους προσωπικό, οι εκάστοτε αστικές κυβερνήσεις και προσπαθούν να ετοιμαστούν έγκαιρα, τώρα που έχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία στα χέρια τους.


Πατριδογνωμόνιο
Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;

Τι θα πω στην κόρη μου μωρέ; Την κουβάλησα μες την κοιλιά από την άλλη άκρη της Γης, όπου ξέρναγαν δημοκρατία οι πολιτισμένοι σπέρνοντας βλήματα και «ναπάλμ» και λευκό φώσφορο και πορτοκαλί παράγοντα. Σκυλοπνίγηκα κολυμπώντας στο έρεβος άγνωστων θαλασσών, όπου κανένας δεν με αποκάλεσε γοργόνα, αλλά εκείνη με κράτησε ζωντανή με την καρδιά της να χτυπάει στην κοιλιά και τα μηνίγγια μου. Την έφερα και την ξεγέννησα σ' ένα κατώι όπου άγνωστοι μάγοι και μάγισσες με μύρο φτιαγμένο από πόνο, μούχλα και ενστικτώδη ανθρωπιά, με βοήθησαν να μην πεθάνω και την έπλυναν με κλεμμένο κρύο νερό.

Τι να πω στην κόρη μου μωρέ; Την έκρυψα κάτω από τα λιγδιασμένα φουστάνια μου χρόνια ολάκερα, περπατώντας όπως οι δούλοι σκυφτοί τα χαράματα, για να την ταΐσω με τις πενταροδεκάρες του τρόμου βγαλμένες με τα γόνατα να τρίβονται σε σκάλες και πατώματα αλλόγλωσσων πριγκίπων. Εμαθα δυο, πέντε, εκατό λέξεις από τις εντολές που βούιξαν στ' αυτιά μου, ώσπου μου φόρεσαν μια δουλικού στολή και μ' έβαλαν να φυλάω τη μάνα τη δικιά τους, τον κατάκοιτο πατέρα τους, μ' αντάλλαγμα να ζει η κόρη μου καλύτερα από μένα.

Τι να πω στην κόρη μου μωρέ; Το όνειρό μου; Που αναστήθηκε κι άνθισε και τόλμησε να βγει στα ξέφωτα της ξένης πόλης που μου φάνταζε σωτήριο νησί στην κόλαση του πρότερου, πρωτόγονου λένε εδώ, πλην έντιμου βίου μου, του κλεισμένου στο χαλκόμαυρο πετσί μου. Να της πω να προσέχει. Να της πω να μάθει γράμματα. Αλλα απ' τους ήχους που τη νανούρισα όταν δεν είχε φάει δυο μερόνυχτα και πλάνταζε στο κλάμα, αλλά γράμματα. Και τα 'μαθε η ωραία κακομοίρα, η κόρη μου, μετάλλιο βαρύτιμο που στο απονέμει η προσφυγιά... Την έβλεπα απ' το βάθρο του επιζήσαντος κι υπέθετα ότι θα γεράσω κάποτε κανονικά κι όχι πρόωρα, μπας και προλάβω να τη δω να κερδίζει το δικαίωμα να με θάψει ως συνέχεια μιας ζωής που τραβάει την ανηφόρα προς το φως κι όχι το κάρο των σκοταδιών μου. Μ' άκουσε η κόρη μου. Και προσεκτική έγινε και γραμματισμένη. Ωσπου χαμογέλασε. Τι έγκλημα! Τι λάθος!

Τι δεν πρόλαβα να πω στην κόρη μου μωρέ; Τι; Πως μια νύχτα, μια άλλη κόρη, μιας άλλης μάνας, δουλεύει τις νύχτες πάνω σε μηχανές, φορώντας κράνος και μαύρη στολή, και κυνηγάει χαλκόχρωμους, εβένινους, σχιστομάτηδες, αγόρια και κορίτσια μανάδων σαν κι εμένα και τους ανοίγει τα κεφάλια στα πεζοδρόμια και τα σοκάκια. Παρέα μ' αγαπητικούς της ερεβώδους νύχτας. Δεν πρόλαβα να της εξηγήσω πως η δικιά μου δεν είχε χρώμα ανθρώπου. Δεν είχε δικαίωμα να ζήσει. Δεν είχε τίποτα, ούτε καν εμένα, σε μια χώρα όπου περπατάνε και ζουν μόνον άσπροι άνθρωποι με μαύρη ψυχή, με σιδερένια χέρια, με ανάσα μίσους, της «ράτσας» των ναζί. Η κόρη μου δε ζει. Πέθανε πριν γεννηθεί. Οταν στον ξύπνιο μου, όχι στον ύπνο μου, μια κλοτσιά, μια βρισιά και μια γλομπιά, την έστειλε στον απόπατο ως πακιστάνικο έμβρυο - αποβολής κι εμένα στο πυρ το εξώτερο του τερατώδους, του αναπάντητου «γιατί»... Κατρακύλησα στη λήθη της σκάλας που σφουγγάρισα με αίμα. Αφήνω την πατρίδα της αγέννητης κόρης μου στα χέρια του εκλεγμένου βουλευτή που είχε την ίδια ακριβώς απορία με μένα: Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;


Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ