Η πρώτη νεοελληνική παράφραση - μετάφραση του «Πλούτου», η οποία, κατά τη χρονιά έκδοσής της (1860), επικαιροπoιείται με μαχητικά αντιοθωνικά παρέμβλητα κομμάτια
Ο Μ. Χουρμούζης, κωμωδιογράφος πρώιμος των δεινών της ξενόδουλης βασιλείας, περνάει από το κόσκινο της σάτιράς του τα κακώς κείμενα του νεοελληνικού κράτους, του βλασταριού αυτού που μαραίνεται προτού καρποφορήσει. Υπογράφει με το όνομα Μιλτιάδης ή Μιχαήλ, καθώς παραλλάσσει το βαφτιστικό του Χουρμούζιος, σε Χουρμούζης ως καλλιτεχνικό προσωπείο.
Ο Χουρμούζιος Τριανταφύλλου - όπως είναι το πραγματικό ονοματεπώνυμό του - γεννιέται στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης την 8η Σεπτέμβρη 1804 και πεθαίνει την 6η Οκτώβρη 1882, στο νησί Αντιγόνη της Προποντίδας.
Η ανελέητη κριτική, την οποία ασκεί στο μετεπαναστατικό καθεστώς, μέσα από τις χαρακτηριστικότερες κωμωδίες του («Ο λεπρέντης», «Ο τυχοδιώκτης», «Ο υπάλληλος», «Ο χαρτοπαίκτης», «Μαλακώφ», «Οψίπλουτος» κ.ά.), δεν την υπογράφει ένας ιδιοτελής χαρτογιακάς - συνομιλητής του εκάστοτε ισχυρού.
Πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι έχει προηγηθεί μία μακρά περίοδος εμπλοκής του με τον άτακτο και τακτικό ελληνικό στρατό. Ηδη, στα δεκαεπτά του, πολεμάει από το ξεκίνημα της Επανάστασης του 1821, στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Το ελεύθερο κράτος αναγνωρίζει την προσφορά του στον Αγώνα και τον αναβιβάζει ως τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Ομως, η χρονιά 1839 είναι κομβική για τον Χουρμούζη, αφού έχει πετάξει τη στρατιωτική στολή, καθώς θεωρεί ότι έχει συκοφαντηθεί και αδικηθεί από τη βαυαροκρατία και τους Ελληνες αυλοκόλακές της.
Από το 1836 ως την παραίτησή του υπηρετεί στη Λαμία, που οριοθετεί τα σύνορα του τότε ελεύθερου κρατιδίου. Ετσι, ως αξιωματικός, στην πόλη της Φθιώτιδας, υπηρετεί στη χωροφυλακή και γίνεται σφοδρός πολέμιος της ληστοκρατίας.
Ισως το αδιάπτωτο ηθικό του βάρος σκιάζεται, όταν αποφασίζει να μπει στην πολιτική και να εκλεγεί βουλευτής Φθιώτιδας σε ηλικία 47 ετών (1851), με το κόμμα Μοσχομάγκα του από τριετίας πεθαμένου Κωλέττη.
Αυτή η επιλογή του, αν κρίνουμε από τις λάβρες αγορεύσεις του στη Βουλή, υπακούει στην καθαρή συνείδηση του παλαιού πολεμιστή υπέρ της απελευθέρωσης του έθνους του, χωρίς ξένους προστάτες.
Ωστόσο, ο επί τριάντα πέντε χρόνια βίος του επί ελληνικού εδάφους, απότομα διακόπτεται, αφήνοντας ορφανή τη βουλευτική έδρα του. Γράφει ο ίδιος, στην εφημερίδα «Αρμονία» το 1856: «Από τον Μάιον του 1821 μέχρι του Μαρτίου του 1856 συνεζυμώθημεν μετά των Ελλήνων εν αυτή τη Ελλάδι». Πλέον, έχει επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη κι έχει εγκατασταθεί στην Αντιγόνη.
Από κει, με ακόμη αρραγή την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποστέλλει, σε πεζό λόγο, την πρώτη παράφραση - μετάφραση του αριστοφανικού «Πλούτου» στα νέα ελληνικά, την οποία επικαιροποιεί με παρένθετα αντιοθωνικά συμφραζόμενα.
Στη βιβλιογράφηση της έκδοσης απουσιάζει το ονοματεπώνυμό του κι αυτή η ανωνυμία σηματοδότησε μία εκτενή φιλολογική συζήτηση αναφορικά με την ταυτότητα του μεταφραστή.
Τα στοιχεία της: «Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣ ΠΑΡΑΦΡΑΣΘΕΙΣ εις την καθομιλουμένην υπό*** 1860 κατά μήναν Σεπτέμβριον ΑΘΗΝΗΣΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ (κατά την οδόν Πραξιτέλους)».
Στον πρόλογό του, μετά το πέρας του κειμένου, τυπώνεται η ένδειξη «Γέγραφα κατά μήνα Μάρτιον 1860» και από κάτω ως υπογραφή τρία αστέρια. Πρόκειται για έναν λίβελλο εναντίον «των ρ ο μ α ν τ σ ο μ ε τ α φ ρ α σ τ ώ ν (σ.σ. οι αραιώσεις του Χ.)». Ως ηθικολόγος που είναι, επιχειρηματολογεί για το εγχείρημά του:
Σχεδόν σε κάθε αράδα αναδύεται ο ειρωνικός τόνος του πολίτη, ο οποίος έδωσε ψυχή και σώμα στην πατρίδα και δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί στην ελεύθερη πατρίδα, γιατί δεν συμβιβάστηκε με τις παθογένειες του κρατικού μηχανισμού της.
Μετά την επίθεσή του στα εισαγόμενα ρομάντσα, προβαίνει σε ρητορικές ερωτήσεις στον εαυτό του, παραθέτοντας τη θεματική της κάθε αριστοφάνειας κωμωδίας. Και απαντά, γιατί τελικά επιλέγει να ασχοληθεί με την παράφραση του «Πλούτου», την ενδέκατη και τελευταία κωμωδία του Αθηναίου δραματουργού. Με κηρυγματικό πάθος ξεσπάει:
«(...) Διότι ο πλούτος είναι αρχιερέων (όχι δα όλων!) ο Μαμωνάς, Βασιλέων η δύναμις, εξουσίας τα νεύρα, υπουργών η μέριμνα (...), υπαλλήλων η αφοσίωσις, Νομαρχών ο ζήλος, Επάρχων η ικανότης, Δημάρχων η φιλοτιμία, Βουλευτών το Σύνταγμα, Γερουσιαστών η ανάπαυσις, αφωσιωμένων το ίνδαλμα, Εισαγγελέων ο πατρικός σωφρονισμός του τύπου, Δημοσιογράφων (όχι δα όλων) ο πατριωτισμός (...) Κ ο λ α κ ε ύ ο μ α ι ν α ε λ π ί ζ ω ότι οι επικριταί θέλουν ευαρεστηθεί ν' αναγνωρίσουν ως δικαίαν την προτίμησιν του Πλούτου, καθόσον και αυτοί όταν προφέρουν το όνομα αυτής της Κωμωδίας τρέχουν τα σάλια τους».
Η παράσταση δίνεται από τον θίασο «Σοφοκλής» του αντιβασιλικού συγγραφέα, εκδότη και θιασάρχη Σοφοκλή Καρύδη (1832 - 1893), στις 21 Γενάρη 1868, στο Θέατρον Αθηνών (Πλατεία Θεάτρου). Πρωταγωνιστούν διάσημοι ερμηνευτές και ερμηνεύτριες εκείνης της εποχής: Παναγιώτης Σούτσας, Διονύσιος και Σπυρίδων Ταβουλάρης, Αθανάσιος Σίσυφος, Ελένη Χέλμη, Ιωάννα Νικηφόρου.
ΥΓ: Ανοιξε το 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου, που οργανώνει ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου, στο Πεδίον του Αρεως. Εκεί θα βρείτε το περίπτερο 28-29 της «Σύγχρονης Εποχής», με τα διαμάντια του εκδοτικού κατάλογου της. Ωρες λειτουργίας: Δευτέρα - Πέμπτη (6 - 10.30 μ.μ.), Παρασκευή και Σάββατο (6 - 11 μ.μ.) και Κυριακή (10.30 π.μ. - 3 μ.μ. & 6 - 10.30 μ.μ.).