Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έταξαν «άμεση αποκατάσταση», αλλά η εικόνα του χωριού, 5 χρόνια μετά, δείχνει ότι ο λαός δεν έχει τίποτα να ελπίζει από «σωτήρες»
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, έκπληκτος ο σημερινός επισκέπτης αντικρίζει εικόνες παρόμοιες με αυτές τη στιγμή της καταστροφής: Μπάζα παντού, ετοιμόρροπα κτίρια, μισογκρεμισμένα, απουσία ζωής, μόνο λίγοι ηλικιωμένοι, επί το πλείστον κάτοικοι, στήνουν πηγαδάκι κάτω απ' τον φωτεινό πίνακα που ενημερώνει τους επισκέπτες για το κακό που βρήκε το χωριό τους.
Συναντάμε τον Απ. Αποστολίδη, πρόεδρο του τοπικού συμβουλίου, ο οποίος μας δίνει μια εικόνα της καταστροφής: 600 σπίτια κρίθηκαν μη κατοικήσιμα, 300 κτίσματα καταστράφηκαν ολοσχερώς και κρίθηκαν κατεδαφιστέα.
Το χωριό τελεί ακόμα, 5 χρόνια μετά, υπό το καθεστώς του «μη κατοικήσιμου» με συνέπεια να μην είναι δυνατή η λειτουργία ούτε ενός καφενείου. Οσοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν στέγη προς ενοικίαση σε γειτονικά χωριά περιμένουν ως και 9 μήνες να εισπράξουν τα ποσά για τα ενοίκιά τους.
Τα χρήματα που δίνονται για την επισκευή όσων σπιτιών κρίθηκαν επισκευάσιμα δεν επαρκούν και οι ιδιοκτήτες τους πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη, που όμως είναι άδεια. Οσοι αποζημιώνονται για ανακατασκευή του σπιτιού τους παίρνουν την αποζημίωση με δόσεις, όμως οι εργολάβοι πρέπει να πληρωθούν νωρίτερα, αν φυσικά έχουν να τους εξοφλήσουν. Δάνεια άτοκα οι τράπεζες δεν δίνουν και άρα βρίσκονται μπλεγμένοι σε έναν φαύλο κύκλο.
Στους δρόμους του χωριού συναντήσαμε τον κ. Γιώργο, που θυμήθηκε πόσοι και πόσοι πέρασαν απ' τη Βρίσα. Ο σεισμός έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ. Οι δικές του υποσχέσεις για άμεση αποκατάσταση αποδείχτηκαν λόγια του αέρα. Ο σημερινός πρωθυπουργός, παριστάνοντας τότε την αντιπολίτευση, υποσχόταν ότι αν ψηφιστεί, σε έξι μήνες όλα θα γίνονταν όπως πριν. Τέσσερα χρόνια σχεδόν μετά αποδείχτηκε η αξία και των δικών του υποσχέσεων, όπως κι όλων των άλλων παραγόντων που παρήλασαν απ' το χωριό εμπαίζοντας τους σεισμόπληκτους με υποσχέσεις - ακάλυπτες επιταγές.
Η κα Παναγιώτα μάς δείχνει το σπίτι της που ανακατασκευάστηκε, όχι χωρίς να βάλει η ίδια το χέρι στην τσέπη προκειμένου να γίνουν όλα όπως πρέπει.
Λίγο παραπέρα συναντάμε την κα Μαρία, 101 χρόνων, δεν είναι ωραίο να τη βλέπεις να κλαίει. Το σπίτι της, 5 χρόνια μετά, παραμένει μη κατοικήσιμο και η ίδια αγωνιά αν θα προλάβει να ξαναμπεί σε αυτό.
Ο Απ. Αποστολίδης ζητά να επισπευστούν οι διαδικασίες για την απόδοση των χρημάτων στους δικαιούχους, αλλά και να αυξηθούν τα ποσά αφού το κόστος πια επισκευών ή ανακατασκευών έχει ανέβει δραματικά. Ζητά πρώτα να δίνεται η χρηματοδότηση και μετά να γίνεται ο έλεγχος για το αν αυτή έπιασε τόπο και όχι αντίστροφα αφού οι κάτοικοι δεν έχουν να διαθέσουν χρήματα για να προπληρώσουν τις αναγκαίες εργασίες στα σπίτια τους.
Με την ελπίδα δηλαδή να συμβούν όλα εκείνα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά παραμένουν ζητούμενα στο πλαίσιο ενός συστήματος και μιας πολιτικής που δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις ανάγκες του, την ανάγκη προστασίας από φυσικές καταστροφές, μέτρων πρόληψης αλλά και αποκατάστασης των ζημιών όταν αυτές συμβαίνουν.
Την ρωτάμε αν βγήκε για ψώνια κι αν θέλει να μας πει δυο λόγια. Στην αρχή διστάζει, αλλά αμέσως μας απαντά «ναι, γιατί να μη θέλω; Σάμπως θα σας πω τίποτες που δεν ξέρετε; Ψώνια; Οχι. Ηρθα να δω τιμές, σε λίγο θα βγάλουν προσφορές και θέλω να ξέρω αν θα αγοράσω, παπούτσια θέλω για τα μωρά μου, δύο κορίτσια, σπουδάζουν και οι δύο, δυο σπίτια δηλαδή να ζήσουμε, με έναν μισθό. Ζεις; Ούτε ένας μόνος του δεν ζει με έναν μισθό, σκέψου τώρα δυο σπίτια. Και τι να πω στα παιδιά; Δεν θα σπουδάσετε; Αλλά και πώς να τα σπουδάσω; Ολα έχουν πάρει την ανηφόρα, τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια, ρεύμα, καύσιμα, ώρες ώρες με πιάνει απελπισία, μετά πάλι σκέφτομαι ότι δεν έχω δικαίωμα να το βάλω κάτω και συνεχίζω, όπως μπορώ, όπως μπορούμε».
Τους ευχαριστούμε και συνεχίζουμε την περατζάδα μας. Λίγο παρακάτω σταματάμε τον Στρατή, όπως μας συστήθηκε, του ζητάμε δυο κουβέντες: «Δυο; Αμα αρχίσω και μιλάω θα ξημερωθούμε μωρέλι μ'» μου απαντά και συνεχίζει: «Τι να σου πω; Για τους κτηνοτρόφους; Οποιος μπορεί το ξεπαστρεύει το κοπάδι του, τι να το κάνει; Να παιδεύεται; Αφού κέρδος δεν έχει. Θα μου πεις και τι να κάνει; Ναι αλλά απ' το να δουλεύει για να ταΐζει τους εμπόρους, καλύτερα να πεθάνει της πείνας. Τα λάδια να σου πω; Τα χωράφια δάσος θα γίνουν σε λίγο. Ποιος να μαζέψει ελιές; Πολλοί έφυγαν, τα χωριά μαράζωσαν, κι όσοι είναι εδώ άντε να μαζέψουν για το λάδι του σπιτιού τους, το υπόλοιπο τι να μαζέψουν; Ο,τι πάρεις το 'χεις ξοδέψει. Να κάνε μια γύρω και ρώτα, ρώτα εμπόρους, ρώτα περαστικούς, νέους, γέρους, όποιον και να ρωτήσεις τα ίδια θα σου πει», μας λέει και κουνάει το κεφάλι με απογοήτευση.
Παραδίπλα σε ένα καφενείο πιο παραδοσιακό μια παρέα δύο ζευγαριών συζητάνε, ίδιο θέμα. Πέρασε το εγγόνι στην Κομοτηνή, και τώρα τι;... «Περήφανοι είμαστε για το παιδί και την προσπάθειά του, αλλά τώρα όλη η οικογένεια πρέπει να βάλει πλάτες αλλιώς δεν γίνεται να σπουδάσει», μας λέει η Ελένη και συμπληρώνει: «Σάμπως μόνο για τις σπουδές; Για ό,τι έκτακτο προκύψει έτσι γίνεται, να πρόσφατα η κουνιάδα μου, καρκινοπαθής, έπρεπε να πάει στην Αθήνα για τον τακτικό έλεγχο, αφού εδώ δεν έβρισκε ραντεβού, ξέρεις πόσα λεφτά είναι αυτά; Με δυο συντάξεις του ΟΓΑ τις χαμηλότερες, πού να τα βρουν, όλη η οικογένεια έδωσε για να ταξιδέψει, να εξεταστεί και να γυρίσει. 55 ευρώ κοντά το εισιτήριο, κατάστρωμα ε; Μια γυναίκα ταλαιπωρημένη να πάει και να έρθει κατάστρωμα, 110 ευρώ, μόνο το πηγαινέλα!».
«Και σαν να μην μας έφταναν όλα αυτά - συμπληρώνει ο δεύτερος της παρέας ο κ. Βασίλης - έχουμε και τους απέναντι να μην μπορούμε να ησυχάσουμε. Κάθε τόσο θα βάζουν τον κόσμο να σκοτώνεται για τα συμφέροντά τους». Τους ρωτάμε αν φοβούνται. «Λογικό δεν είναι να φοβάσαι; Μια ανάσα είναι η Τουρκία από δω και βλέπεις κάθε μέρα τι γίνεται». Μα, τους λέμε, θα έρθει το ΝΑΤΟ να βοηθήσει... Γελάνε. Γελάμε όλοι μαζί. «Ακου να σου πω μωρέλι μ' - λέει η Ελένη - θα βοηθήσουν όπως βοήθησαν πριν χρόνια στη Μικρασιατική Καταστροφή, βοήθησαν; Οχι. Το ίδιο θα κάνουν και τώρα, αυτοί δεν νοιάζονται για μας, εδώ δεν νοιάζονται οι δικοί μας και μας έχουν αφήσει στο έλεος, θα νοιαστεί το ΝΑΤΟ;».