ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Ιούνη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Σκέψεις για την εξωτερική πολιτική

Τελικά, οι συναντήσεις του Ελληνα πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς δεν παρουσίασαν κάτι περισσότερο από αυτά που ήταν ήδη γνωστά για την πολιτική των κομμάτων. Αυτό που απόμεινε από αυτές τις συναντήσεις είναι η επίφαση μιας... «ομόψυχης» κυβερνητικής επιδίωξης να παρουσιαστούν ως δεδηλωμένη συγκατάθεση των κομμάτων. Επί της ουσίας τα προβλήματα μένουν ως είχαν και την προτεραία. Ενα υπουργείο Εξωτερικών να φυλλορροεί την πολιτική του στα κελεύσματα των ΗΠΑ, μια κυβέρνηση να βυθίζεται στην αφασία μιας δεδομένης συγκατάθεσης για ό,τι πιο αντιλαϊκό κι ένας πρωθυπουργός να προσπαθεί να σύρει το κυβερνητικό του κάρο σε άγονα μονοπάτια. Σε αυτή την κατάσταση ήρθε η πρωθυπουργική συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς για να σημάνει στην ουσία της το εντεινόμενο αδιέξοδο της εξωτερικής πολιτικής.

Οι περισσότεροι, ασχολούμενοι με το αδιέξοδο, το χρεώνουν σε απαράδεκτες ενέργειες που έγιναν, κυρίως, από τα Ιμια και δώθε. Το ότι, πράγματι, υπάρχουν μια σειρά καθοριστικών γεγονότων που καθιστούν αδύνατη κάθε προσπάθεια θετικού προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι γεγονός.

Οπως γεγονός είναι κι ότι όλα αυτά τα αρνητικά γεγονότα της τελευταίας εξαετίας των κυβερνήσεων Κώστα Σημίτη ταξινομούνται σε διαφορετικές κλίμακες επικινδυνότητας. Ομως πρέπει να επισημανθεί ότι είναι αποτέλεσμα μιας γενικής πολιτικής στρατηγικής, η οποία αποτελεί τη βάση και το πλαίσιο λειτουργίας της κυβέρνησης. Από αυτή καθορίζεται κάθε φορά ο τρόπος αντίδρασης στα πιο σημαντικά ζητήματα. Αυτές οι αρνητικές ενέργειες αποτελούν την πρακτική έκφραση της δεδομένης εξωτερικής κυβερνητικής πολιτικής. Εάν αυτή δεν υπήρχε, δε θα υπήρχαν ούτε αυτές. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη εμφανίζεται η επικινδυνότητά τους, τόσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες μιας συνολικής εξωτερικής πολιτικής που αγγίζει το όριο της αυτοκαταστροφής. Εάν ρωτούσε κανείς για τη θετικότητα ή μη της ενέργειας του πρωθυπουργού να συναντηθεί με τους πολιτικούς αρχηγούς, η απάντηση είναι ναι.

Οσο περισσότερο τους βλέπει τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προδικάζει αλλαγή πολιτικής, όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε κάθε διάλογο. Ο διάλογος είναι μέσο επικοινωνίας που δύναται να οδηγήσει στο καλύτερο έως και το χειρότερο αποτέλεσμα. Σημασία έχει με ποιους όρους γίνεται και από ποιες ιδεολογικές, πολιτικές αφετηρίες προθέσεων. Π.χ. διάλογος γίνεται από το 1974 για την Κύπρο και τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Αυτός όμως συντηρεί, απλά, την τραγική διαιώνιση του προβλήματος. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση από την τουρκική εξουσία να επιλυθεί το ζήτημα. Αυτό πάλι σημαίνει ότι η ιδεολογικο-πολιτική συγκρότηση του στρατιωτικού - πολιτικού συμπλέγματος εξουσίας της Τουρκίας οδηγεί στην παραπέρα ανάπτυξη του επεκτατισμού της.

Κάτι ανάλογο με αντίστροφους όρους συμβαίνει με την ελληνική κυβέρνηση. Εδώ δεν πρόκειται για ομολογημένο, τουλάχιστον, επεκτατισμό, αλλά για προσπάθεια διαφύλαξης του εθνικού χώρου. Επειδή, όμως, η πολιτική συγκρότηση της κυβέρνησης κινείται στην αρχή της δεδομένης «προσαρμογής» στη Δυτική Συμμαχία, η αντίσταση στον τουρκικό επεκτατισμό δεσμεύεται από το γενικότερο συμφέρον αυτής της Συμμαχίας που μέλος της είναι κι η Τουρκία. Ετσι η Ελλάδα οδηγείται στο αδιέξοδο παλινδρομήσεων και ενδοτισμών. Το ζήτημα του ευρωστρατού που παρουσιάστηκε μετά δυο ετών αγγλο-αμερικανικών διαβουλεύσεων με την Τουρκία, ήρθε σαν επιπρόσθετο αγκάθι στις ελληνο-αμερικανικές, κυρίως, σχέσεις.

Η ερώτηση παραμένει: Πόσο θα αντέξει μια εξωτερική πολιτική που, οικειοθελώς, είναι δοσμένη στα γρανάζια των συμφερόντων ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων;


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ