ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Ιούνη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Να για ποιους «πάει καλά» η οικονομία

Το 2000 τα καθαρά κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ) ξεπέρασαν τα 800 δισ. δραχμές. Συγκριτικά με το 1993 - δηλαδή στα 7 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ - που τα κέρδη των βιομηχάνων αυξήθηκαν 395%, το κατώτατο μεροκάματο αυξήθηκε 61% και ο επίσημος πληθωρισμός 53%

Ιδιαίτερα καρποφόρα αποδείχτηκε - και το έτος 2000 - για τα κέρδη των βιομηχάνων, η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, η οποία διανέμει και αναδιανέμει τον πλούτο της χώρας προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Το βεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία των μεγάλων βιομηχανικών (ΑΕ και ΕΠΕ) επιχειρήσεων, που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη στην ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών(ΣΕΒ). Δικαίως αυτή η πολιτική, αποσπά από τη μια τα εύσημα της ηγεσίας του ΣΕΒ και άλλων φορέων και ιδρυμάτων που υπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και από την άλλη την αυξανόμενη οργή και δυσφορία των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Σύμφωνα με την ειδική έκδοση του ΣΕΒ («Η Ελληνική βιομηχανία κατά το έτος 2001»), τα επίσημα κέρδη των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (κερδοφόρων και ζημιογόνων) μορφής ΑΕ και ΕΠΕ, έσπασαν το 2000 και το φράγμα των 800 δισ. δραχμών. Συγκεκριμένα διαμορφώθηκαν σε 800,1 δισ. δραχμές, από 747,3 δισ. δραχμές το 1999, καταγράφοντας αύξηση 7,1%, ήτοι 52,8 δισ. δρχ. Το ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών των βιομηχάνων το 2000 ήταν και πάλι πολύ μεγαλύτερο τόσο από το ρυθμό αύξησης του επίσημου πληθωρισμού (3,2%) όσο και των ονομαστικών αυξήσεων των μισθών και συντάξεων (κυμάνθηκαν μεταξύ 2% και 3%).

Τα πλούσια για τους μεγαλοβιομηχάνους «ελέη» της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Σημίτη, είναι ιδιαίτερα εμφανή αν συγκρίνει κανείς την κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων με ορισμένα άλλα βασικά μεγέθη τα τελευταία χρόνια.

Τι λένε οι αριθμοί

Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε ότι το 2000, συγκριτικά με το 1993 (που το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την κυβερνητική σκυτάλη από τη ΝΔ):

  • Πρώτον, τα επίσημα καθαρά κέρδη των (κερδοφόρων και ζημιογόνων) βιομηχανικών επιχειρήσεων, αυξήθηκαν σχεδόν 5 φορές! Από 161,8 δισ. δραχμές που ήταν τα καθαρά κέρδη το 1993 εκτινάχτηκαν το 2000 στα 800,1 δισ. δραχμές. Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 394,5%, ήτοι κατά 638,3 δισ. δραχμές.
  • Δεύτερον, η αξία των πωλήσεων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, αυξήθηκε μόλις κατά 123,4% και ανήλθε στα 12.374 δισ. δραχμές από 5.540 δισ. δραχμές το 1993.
  • Τρίτον, ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ αυξήθηκε κατά 53%, ενώ το πραγματικό επίσημο κόστος ζωής για τα πλατιά λαϊκά στρώματα αυξήθηκε πολύ περισσότερο, καθώς οι ανατιμήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης ήταν πολύ πάνω από το μέσο ποσοστό αύξησης του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.
  • Τέταρτον, η φορολογία στα κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων, αυξήθηκε κατά 229%. Το γεγονός ότι το ποσοστό αύξησης των φόρων στα κέρδη, είναι σχεδόν το μισό του ποσοστού αύξησης των κερδών, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις φορολογικές ελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, που θέσπισε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Να σημειωθεί, εδώ, ότι οι φοροελαφρύνσεις στα κέρδη, συνεχίστηκαν δριμύτερες στη διετία 2001-2002 και θα εμπλουτιστούν παραπέρα το 2003 με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, που φιλοδοξεί να κατεβάσει το συντελεστή φορολογίας των κερδών μεγάλων επιχειρήσεων στο...20-25% με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα.
  • Πέμπτον, το κατώτατο ημερομίσθιο - όπως αυτό καθορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας - διαμορφώθηκε στο β' εξάμηνο του 2000 σε 6.988 δραχμές. Ηταν δηλαδή αυξημένο συγκριτικά με το 1993 (που το κατώτατο μεροκάματο ήταν 4.411) μόλις κατά 58,4%. Στο ίδιο ποσοστό περίπου - με μικρές αποκλίσεις - κινήθηκαν και οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων που δόθηκαν στο σύνολο της οικονομίας (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) με την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης και τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Αν μάλιστα παρθούν υπόψη η κατάργηση του επιδόματος γάμου και στους δύο συζύγους (ισχύει από το 1997), οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών, το κουτσούρεμα των φοροαπαλλαγών και η δραστική περικοπή των δαπανών κοινωνικού χαραχτήρα που ψηφίστηκαν από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και τέθηκαν σε εφαρμογή στα τελευταία 7 χρόνια), τότε η ονομαστική αύξηση των μισθών και συντάξεων είναι πολύ μικρότερη από τον πληθωρισμό.
  • Εκτον, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν - δηλαδή η «πίτα» του ΑΕΠ που παράγεται από τους ανθρώπους του μόχθου - αυξήθηκε κατά 25%.

Από το τελευταίο στοιχείο, δηλαδή την αύξηση του ΑΕΠ κατά 25%, είναι ολοφάνερο, ότι η Ελλάδα στα τελευταία 7 χρόνια έγινε πλουσιότερη κατά 25%, αφού η «πίτα» του ΑΕΠ από 100 μονάδες που ήταν το 1993 μεγάλωσε κατά 25 μονάδες φτάνοντας το έτος 2002 στις 125 μονάδες. Είναι αλήθεια επίσης, ότι μειώθηκαν και τα ελλείμματα και τα επιτόκια και ο πληθωρισμός. Αυτό σημαίνει πως έχουμε βελτίωση της οικονομίας, τουλάχιστον στα συγκεκριμένα μεγέθη. Αρα, έχει δίκιο ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ο οποίος - επικαλούμενος το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που τα τελευταία χρόνια είναι υψηλότερος από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ΕΕ - λέει πως με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ «η οικονομία πάει καλά», αφού χρόνο με το χρόνο μεγαλώνει ο εγχώριος πλούτος.

Από πίτα που δεν τρως...

Προβάλλοντας συχνά - πυκνά το επιχείρημα ότι «η οικονομία πάει καλά», ο πρωθυπουργός και άλλα κομματικά και κυβερνητικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, παίζουν στην ουσία με τις λέξεις, προσπαθώντας να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι αφού η οικονομία πάει καλά, πάνε καλά και όλοι οι Ελληνες (εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι). Δηλώνει περήφανος ο πρωθυπουργός επειδή στην Ελλάδα «ευημερούν οι αριθμοί» - ορισμένοι, όχι όλοι- και κάνει πως δε βλέπει ότι παράλληλα με την ευημερία των αριθμών «υποφέρουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι» (εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, άνεργοι κλπ). Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι, να πουν ποιοι καρπώνονται τα οφέλη από τον αυξανόμενο πλούτο της χώρας και την όποια βελτίωση παρουσιάζουν ορισμένα άλλα βασικά μεγέθη της οικονομίας.

Αυτό που δε λέει ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησής του - που πιπιλάνε συνεχώς την καραμέλα ότι η οικονομία πάει καλά - το λένε τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΒ, των τραπεζιτών, της Στατιστικής Υπηρεσίας, της Eurostatat κλπ, με τη δική τους «σκληρή γλώσσα των αριθμών». Ολα τα επίσημα στοιχεία, βεβαιώνουν πως η οικονομία πάει καλά, αλλά μόνο για το μεγάλο κεφάλαιο (τους μεγαλοβιομηχάνους, τους τραπεζίτες, τους μεγαλεμπόρους, τους εφοπλιστές) που βλέπουν τα κέρδη τους να απογειώνονται σε όλο και ψηλότερα επίπεδα.

Αντίθετα, για τους πραγματικούς δημιουργούς του εγχώριου πλούτου - δηλαδή τους εργαζόμενους μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες αυτοαπασχολούμενους ΕΒΕ κλπ- αυτούς που χτίζουν με το μόχθο τους την «καλύτερη» Ελλάδα, η οικονομική κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο. Σ' αυτό συνηγορούν, ορισμένα άλλα μεγέθη της οικονομίας, όπως η αύξηση της ανεργίας και του αριθμού των ανέργων και απασχολήσιμων, του ποσοστού και του αριθμού των Ελλήνων που ζουν κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας, την υπερχρέωση των νοικοκυριών στις τράπεζες με καταναλωτικά και άλλα δάνεια κλπ.

Ολα αυτά δείχνουν, πως ο αυξανόμενος πλούτος της χώρας - που παράγεται από τους εργαζόμενους, μετατρέπεται (με την εισοδηματική, τη φορολογική και τη γενικότερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης) σε κέρδη και υπερκέρδη για τους μεγαλοβιομηχάνους και την ολιγαρχία του πλούτου. Το ότι οι εργαζόμενοι δεν παίρνουν ούτε καν ψίχουλα από το μεγάλωμα της «πίτας» του ΑΕΠ, επιβεβαιώνεται και από το ότι η αγοραστική τους δύναμη (άρα και το βιοτικό τους επίπεδο), αν δεν έχουν μειωθεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων παραμένουν καθηλωμένα στα επίπεδα του 1993.

Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτης, που για μια ακόμη φορά περηφανεύτηκε από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, έκρινε σκόπιμο να κάνει και μια «διευκρίνιση». Είπε, κι αυτό είναι αλήθεια, πως «αν η ανάπτυξη δε διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα... είναι παροδική και καταδικασμένη. Ξυπνάει τη φοβία προς το ξένο. Αναγάγει τον απομονωτισμό σε εθνική αξία. Προάγει τον προστατευτισμό. Τότε η κοινωνία γίνεται ευάλωτη και επιρρεπής σε ακραίες πολιτικές και κοινωνικές επιλογές». Μόνο που αυτό ήταν το προκάλυμα για την προώθηση αυτής της πολιτικής με λαϊκή ανοχή, νομίζοντας οτι με τέτοια ιδεολογήματα θα παραπλανήσει την εργατική τάξη και τ'άλλα λαϊκά στρώματα ως προς τις προθέσεις του,πείθοντάς τους ότι δήθεν η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης που διασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης «είναι προς όφελος όλων» (!) άρα θα οφεληθεί και ο λαός. Στον πρωθυπουργό και όλους τους θιασώτες της ταξικής συνεργασίας, που προβάλλουν παρόμοια διάτρητα επιχειρήματα, ο λαός -έχοντας στο νού του τη λαϊκή παροιμία: Από πίτα που δεν τρως τι σε νοιάζει κι αν καεί -απαντά με τους αγώνες του για την ανατροπή αυτής της πολιτικής που οδηγεί σε εργασιακό μεσαίωνα.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ