ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Ιούνη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μάθημα πρώτο: Ανθρωπος και φύση

Στην αρχή η φύση ήταν γεμάτη «μήλα» και «φίδια». Το τι ρόλο έπαιζαν και τα δυο δε γνωρίζω ακριβώς. Μπορώ να σας βεβαιώσω όμως, ούτε τα μεν ούτε τα δε ήτανε χρήσιμα για τον άνθρωπο. Τα «φίδια» προσπαθούσαν να τον εξαπατήσουν, για να κάνει πράξεις παράνομες και τα μήλα ήταν απαγορευμένα. Ετσι, βέβαια, λέει η Βίβλος. Η αρχαιολογική έρευνα, όμως, μας τα λέει αλλιώς. Κι αυτή, βέβαια, μιλάει για ζώα, επικίνδυνα και μοχθηρά και για καρπούς απαγορευμένους, μας λέει όμως ότι ο άνθρωπος δεν ήταν εξαρτημένος από αυτά. Ούτε τα ζώα, θέλω να πω, φοβόταν, ούτε και τους καρπούς τούς θεωρούσε απαγορευμένους. Γι' αυτό ακριβώς από τότε που στάθηκε στα δυο του πόδια, τα χέρια του άρχισαν να πιάνουν καλά και το μυαλό του μπορούσε να κάνει σκέψεις σύνθετες και πολλές φορές πονηρές, άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να αποσπάσει τον εαυτό του από τη φύση. Αρχισε να σκέφτεται, δηλαδή, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ζει μέσα στη φύση, ταυτόχρονα όμως και να την εκμεταλλεύεται αυτός όπως ήθελε. Με ποιο τρόπο θα κυριαρχήσει πάνω στα ζώα και ταυτόχρονα να μαζεύει και τους καρπούς, για ώρα ανάγκης.

Ετσι σκέφτηκε να γίνει κυνηγός και τροφοσυλλέκτης. Κι αυτό δεν αποτελούσε ένα απλό τρόπο τροφοπρομήθειας. Το κυνήγι και η τροφοσυλλογή δεν τον βοηθούσαν μόνο για να ζήσει. Τον ανάγκαζαν κιόλας να βρίσκει τρόπους για να φέρνει σε πέρας τις δουλιές του αυτές που απαιτούσαν. Να κατασκευάζει εργαλεία και κυνηγετικά όπλα. Να στήνει παγίδες. Να προσέχει τις συνήθειες των ζώων, ώστε να μπορεί να τα κυνηγάει εύκολα κι αργότερα να μπορεί να τα πιάνει, να τα εξημερώνει και να τα εκμεταλλεύεται. Αλλά και τους καρπούς που μάζευε ακόμα, δεν τους μάζευε έτσι, στην τύχη. Τους διάλεγε, γιατί από νωρίς, όπως φαίνεται, είχε μάθει να μαζεύει και να τρώει ό,τι τον έτρεφε καλά, τον κρατούσε δυνατό και έτοιμο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που τον τριγύριζαν και που ήτανε στην αρχή τρομακτικές. Και όχι μόνο μάζευε και έτρωγε ό,τι τού ήταν ωφέλιμο, αλλά, όπως έχει συμπεράνει η έρευνα, φρόντιζε και να μην περπατάει πολύ για να βρει το θήραμά του και τους καρπούς του. Ενας Εγγλέζος, μάλιστα, αρχαιολόγος, ο Eρικ Χιγκς που έκανε σχετικές έρευνες, έγραψε μια σειρά άρθρα, με τον τίτλο «Παλαιοοικονομία», όπου διατυπώνει τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο προϊστορικός άνθρωπος δεν περπατούσε μέσα σε μια μέρα παραπάνω από 5 χιλιόμετρα. Γιατί αν το έκανε αυτό ώσπου να γυρίσει στο σπίτι του, θα χώνευε ό,τι είχε φάει και τότε οι θερμίδες που ξόδευε περπατώντας θα ξεπερνούσαν αυτές που μάζευε με την τροφοσυλλογή και το κυνήγι.

Φυσικά αυτή η σχέση του ανθρώπου με τη φύση δεν τέλειωνε με τη διατροφή, όσο παιδευόταν ο άνθρωπος κυνηγώντας και συλλέγοντας, τη μελετούσε κιόλας τη φύση. Μελετούσε τους κύκλους της. Τη νύχτα και τη μέρα, τη βροχή και τη λιακάδα, το χειμώνα και το καλοκαίρι, το πράσινο και το κίτρινο. Ετσι, όταν κατάλαβε τι σήμαιναν όλ' αυτά, αποφάσισε να γίνει ο ίδιος παραγωγός και να μην εξαρτάται από τη φύση. Για να γίνει όμως παραγωγός έπρεπε να γίνει πρώτ' απ' όλα καλλιεργητής, να γίνει και κτηνοτρόφος. Επρεπε, δηλαδή, να βρει τα χωράφια που θα καλλιεργούσε και να διαλέξει τα ζώα που θα εξημέρωνε για να τα έχει κοντά του. Κι ακόμα έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να μένει κοντά στα χωράφια και στα εξημερωμένα ζώα του. Γι' αυτά, όμως, στο άλλο μάθημα.


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


ΑΡΧΑΙΑ ΧΑΡΑΔΡΑ
Η «μοίρα» των μνημείων

Το σημερινό χωριό Μαριολάτα Παρνασσίδος στη Φωκίδα δε διασώζει τίποτα από την αίγλη της αρχαίας Χαράδρας με την οποία ταυτίζεται. Και δεν αναδεικνύει ούτε καν τα σπαράγματά της

Αποψη του μνημείου: σε πρώτο πλάνο ο σύγχρονος ναός. Πίσω του διακρίνεται ο ναΐσκος και στο βάθος το χωριό
Αποψη του μνημείου: σε πρώτο πλάνο ο σύγχρονος ναός. Πίσω του διακρίνεται ο ναΐσκος και στο βάθος το χωριό
Καθώς πλησιάζουμε προς τη «μεγάλη γιορτή» των πολυεθνικών, της διαφήμισης, του ανηλεούς ανταγωνισμού (εντός και εκτός σταδίων) των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού έχει επιδοθεί σε έναν ακόμη «αγώνα δρόμου», εκτός από αυτόν για τα περίφημα «χρονοδιαγράμματα» των «ολυμπιακών έργων»: επιδεικνύοντας έναν εντυπωσιακό, ομολογουμένως, ζήλο, επιχειρεί να διαχειριστεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, είτε σαν «σκηνικό» για τις ανάγκες συναυλιών (όπως αυτή του Β. Παπαθανασίου στο ναό του Ολυμπίου Διός), είτε καταστρέφοντάς την, όπως στην περίπτωση του Μαραθώνα, για να κατασκευάσει τα «ολυμπιακά έργα». Προβάλλοντας παράλληλα τα ιδεολογήματα περί «πολιτισμού των πολιτισμών», τα οποία δεν αντέχουν σε καμία σοβαρή ανάλυση.

Σε μια εποχή λοιπόν όπως η σημερινή, που ο Παρθενώνας μετατρέπεται σε «χολιγουντιανό πυροτέχνημα» κατά τον «εορτασμό» του «μιλένιουμ» και ο Μαραθώνας μετατρέπεται σε «πισίνα», ποια τύχη μπορεί να έχει ένα «ταπεινό» μνημείο, οποιασδήποτε εποχής, σε κάποια γωνιά της Ελλάδας; Με ποιο τρόπο το διαχειρίζεται μια εξουσία που έχει «τυφλωθεί» από την απατηλή «λάμψη» του κοσμοπολιτισμού της «νέας τάξης»; Και, αποδεχόμενοι την πραγματικότητα της απαξίωσης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από το μετεμφυλιακό καθεστώς της χώρας, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι σήμερα έχει αλλάξει, στην ουσία της, αυτή η πολιτική;

Η παλαιοχριστιανική βασιλική

Αποψη της χαράδρας από την οποία πήρε το όνομά της η αρχαία πόλη, σύμφωνα με τον Παυσανία
Αποψη της χαράδρας από την οποία πήρε το όνομά της η αρχαία πόλη, σύμφωνα με τον Παυσανία
Θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα επί της ουσίας ρητορικά ερωτήματα, παρουσιάζοντας - σαν παράδειγμα μιας παγιωμένης κατάστασης σε όλη τη χώρα - την ιστορία ενός μνημείου ξεχασμένου από τους αρμόδιους (τουλάχιστον σε επίπεδο προτεραιοτήτων ανάδειξής του), άγνωστο για τους κατοίκους της περιοχής και, τουλάχιστον, αδιάφορο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πρόκειται για την παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία του χωριού Μαριολάτα Παρνασσίδας, το οποίο ανήκει πλέον στον «καποδιστριακό» Δήμο Γραβιέων.

Το χωριό βρίσκεται μεταξύ Λίλαιας και Γραβιάς, στο οροπέδιο που σχηματίζεται μεταξύ των βουνών της Γκιώνας, του Παρνασσού και του Καλλίδρομου και πολύ κοντά στην αρχαία πόλη Χαράδρα, με την οποία ταυτίζεται. Ολη η περιοχή έχει δώσει σημαντικές αρχαιότητες διαφόρων περιόδων, αφού εκεί άκμασαν σπουδαίες πόλεις κατά την αρχαιότητα, όπως η Αμφίκλεια, η Λίλαια, η Δρυμαία κ.ά., ενώ πολλά στοιχεία μας δίνει και ο Παυσανίας. Σήμερα η Μαριολάτα δεν προσελκύει το αρχαιολογικό ενδιαφέρον των επισκεπτών, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο μέσο, σχεδόν, των παραπάνω αρχαιολογικών «αξόνων». Ο λόγος είναι η μη ανάδειξη των μνημείων της, για την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουν μόνο οι λάτρεις της αρχαιολογίας και της ιστορίας. Κι αυτοί όμως δυσκολεύονται να τα αναγνωρίσουν λόγω της εγκατάλειψης.

Ο αρχαιολογικός χώρος και ο ετοιμόρροπος ναΐσκος
Ο αρχαιολογικός χώρος και ο ετοιμόρροπος ναΐσκος
Το μνημείο βρίσκεται στο μέσο σχεδόν του σύγχρονου οικισμού, στις παρυφές του λοφίσκου που φιλοξενεί το «σήμα κατατεθέν» της σύγχρονης Μαριολάτας, δηλαδή ένα, αμφίβολης αισθητικής, μεγάλο ρολόι και ακριβώς κάτω από το μεγαλύτερο ύψωμα της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, όπου σήμερα βρίσκεται το νεκροταφείο του χωριού.

Ο ναός αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής το 1963 για να διερευνηθεί αρχαιολογικά ο χώρος πριν την κατασκευή του σύγχρονου ναού του Αγίου Δημητρίου. Οι σωστικές ανασκαφές είναι - δυστυχώς - ο πιο διαδεδομένος τρόπος αποκάλυψης αρχαιοτήτων, αφού διενεργούνται όταν πρόκειται να γίνει κάποιο έργο σε περιοχή που ελέγχεται για την ύπαρξη αρχαιοτήτων. Ετσι προκύπτει και ο όρος «σωστική». Αντίθετα, η συστηματική ανασκαφή γίνεται στο πλαίσιο αρχαιολογικών προγραμμάτων χωρίς έξωθεν αφορμή, εκτός από την ανάγκη διατήρησης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων ανασκαφών είναι σωστικές, γεγονός που αντανακλά τη θλιβερή κατάσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε μέσα και ανθρώπους, αποτέλεσμα της διαχρονικής απαξίωσης του κράτους για την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Η ανάγκη λοιπόν για τη διενέργεια σωστικής ανασκαφής στο συγκεκριμένο σημείο σχετίζεται με την αρχαία ακρόπολη και τη μεγάλη πιθανότητα ύπαρξης σημαντικών αρχαιοτήτων στο σημείο που θα χτιζόταν ο σύγχρονος ναός. Πράγματι, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε ερείπια βασιλικής των παλαιοχριστιανικών χρόνων (περίοδο από την οποία σπανίζουν ευρήματα), η οποία είναι πιθανόν να ήταν αφιερωμένη στον Αγιο Δημήτριο, κάτι το οποίο είναι επίσης ενδιαφέρον ιστορικά, αφού επίσης σπανίζει η λατρεία του συγκεκριμένου αγίου σε εκείνη την εποχή, τόσο νότια από τη Θεσσαλονίκη.

Ο... παλαιοχριστιανός «Μαριολακιώτης»

Τμήμα του τείχους της ακρόπολης. Πάνω δεξιά διακρίνεται μόλις η εκκλησία του νεκροταφείου
Τμήμα του τείχους της ακρόπολης. Πάνω δεξιά διακρίνεται μόλις η εκκλησία του νεκροταφείου
Στο «Αρχαιολογικό Δελτίο» της επόμενης χρονιάς (1964) αναφέρεται ότι συνεχίστηκε η ανασκαφή «δι' ολίγας μόνον ημέρας» όμως και η πλήρης αποκάλυψη του μνημείου παραπέμφθηκε... στο μέλλον. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Από τα μέχρι τότε στοιχεία όμως προέκυψε η κάτοψη του μνημείου και ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο τρίκλιτος ναός είναι πιθανό να χτίστηκε πάνω σε αρχαίο ναό χρησιμοποιώντας μάλιστα και τα αρχαιότερα υλικά. Η τακτική αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη και έδειχνε τη διαχρονία της «ιερότητας» ενός τόπου ανεξάρτητα από θρησκευτικά δόγματα, αντίληψη που επέζησε πολύ αργότερα, αφού ο χώρος είχε επιλεγεί και για την ανέγερση του σύγχρονου ναού του Αγίου Δημητρίου. Από το είδος του παλαιοχριστιανικού ναού προκύπτει επίσης πως σε εκείνους τους χρόνους η Μαριολάτα ήταν σημαντικό πολιτικο-θρησκευτικό κέντρο. Σε μία βάση κίονα βρέθηκε η επιγραφή «ΘΕΥΤΙΜΟΥ ΘΕΥΚΛΕΟΣ». Ισως να είναι το όνομα του... παλαιοχριστιανικού «Μαριολακιώτη» - χορηγού του ναού. Σώζεται επίσης και τμήμα του ψηφιδωτού του δαπέδου στο κεντρικό κλίτος, κατά μήκος των κιονοστοιχιών.

Στους αιώνες που ακολουθούν ο ναός εγκαταλείπεται και ερειπώνεται, με τα υλικά του να χρησιμοποιούνται για άλλες οικοδομές. Τον 7ο με 9ο αιώνα χτίζεται ναΐσκος στη θέση του παλαιοχριστιανικού ιερού, ο οποίος επίσης ερειπώνεται, για να τον διαδεχτεί νέος ναΐσκος στην ίδια θέση που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας, είναι επίσης αφιερωμένος στον Αγιο Δημήτριο και σώζεται μέχρι σήμερα. Από την εποχή που χτίζεται ο δεύτερος ναΐσκος ο χώρος χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο.

Αν και το «Αρχαιολογικό Δελτίο» δε δίνει περισσότερες λεπτομέρειες (άλλωστε ο λόγος ύπαρξής του είναι η επιστημονική δημοσίευση των ανασκαφών) μπορούμε να φανταστούμε τη συνέχεια της ιστορίας από το γεγονός ότι τελικά ο σύγχρονος ναός χτίστηκε σε λίγα μέτρα απόσταση από την ανασκαφή. Κάτι που αποτελεί νίκη του αρχαιολόγου εκείνης της εποχής, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσει την επιμονή - έως καχυποψία - της τοπικής κοινωνίας (κάτι που δεν είναι «είδηση» για εκείνη την εποχή, αλλά και τη σημερινή λόγω της ανυπαρξίας αρχαιολογικής παιδείας από το σχολειό ακόμα) και ποιος ξέρει ποια άλλα εμπόδια. Τα περισσότερα ευρήματα καταχώθηκαν για να διασωθούν και όπως είπαμε χτίστηκε ο νέος ναός στα τέλη της δεκαετίας του '60 λίγο πιο μακριά και με επίσης συζητήσιμη - έως απαράδεκτη - αισθητική. Ανάμεσα στο σύγχρονο ναό και τον αρχαιολογικό χώρο ανοίχτηκε δρόμος.

Το μνημείο σήμερα

Η σημερινή εικόνα του αρχαιολογικού χώρου και του μνημείου είναι η εξής: ο χώρος είναι πλήρως καλυμμένος με φυτά και μόλις διακρίνονται μερικοί κίονες. Ο ναΐσκος «κατοικείται» από σφηκοφωλιές και είναι ετοιμόρροπος. Δίπλα στοιβάζονται υλικά οικοδομών. Από τη μια πλευρά ο χώρος γειτνιάζει με καλλιέργεια. Η εικόνα της εγκατάλειψης συμπληρώνεται από την ανυπαρξία έστω και μιας ενημερωτικής πινακίδας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για το τι υπάρχει εκεί πέρα. Από την άλλη, η δημοτική αρχή που εδρεύει στη Γραβιά (πολύ κοντά στη Μαριολάτα) φρόντισε να κατασκευάσει ένα «ομοίωμα» από το Χάνι της Γραβιάς (για το οποίο υπάρχει σήμανση της τοπικής Εφορείας αρχαιοτήτων) ακριβώς απέναντι από το σημείο που βρισκόταν το πραγματικό χάνι, προφανώς για να προσελκύει τουρίστες. Επίσης «φρόντισε» να φωτίσει έναν βράχο(!) στη φυσική είσοδο της χαράδρας της Μαριολάτας, για λόγους που μόνο αυτή ξέρει, όπως μόνο αυτή γνωρίζει και το κόστος του φωτισμού. Ισως κάποιος «σύμβουλος» να φαντάστηκε πως το τοπίο προσομοιάζει... στο Γκραντ Κάνιον των ΗΠΑ! Για την παλαιοχριστιανική βασιλική πάντως δεν έγινε καμιά ενέργεια από κανένα φορέα.

Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση της αρχαίας ακρόπολης. Το τείχος, ενώ σε ορισμένα σημεία διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση όχι μόνο την τοιχοποιία, αλλά και ορισμένους από τους πύργους του, ωστόσο από μακριά δε φαίνεται απολύτως τίποτα λόγω της ανεπτυγμένης χλωρίδας. Ακόμη και αν ο επισκέπτης βρίσκεται στο νεκροταφείο, για να διακρίνει το τείχος πρέπει να έχει ικανότητες ορειβάτη. Από την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο νεκροταφείο υπάρχει μόνο ένα εμφανές τμήμα του τείχους, το οποίο φωτίζεται, αλλά επίσης δεν υπάρχει καμία ενημερωτική πινακίδα. Το αίθριο της εισόδου του νεκροταφείου, που επίσης περικλείεται από το τείχος, έχει διευθετηθεί από δωρεές ντόπιων, αλλά μάλλον αυθαίρετα, αφού είναι αμφίβολο αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα επέτρεπε τη δημιουργία πλατώματος από μπετόν σε μη ανασκαμμένη περιοχή αρχαιολογικού χώρου. Ενα ερώτημα είναι και το αν θα έπρεπε να ελέγχονται αρχαιολογικά οι ταφές και οι εκταφές. Πάντως, στο νεκροταφείο διακρίνονται ακόμα αρχαίες διευθετήσεις της ακρόπολης. Οσο για την εκκλησία του νεκροταφείου, αποτελεί κι αυτή ένα κτίσμα τελείως ξένο αρχιτεκτονικά με την περιοχή. Οσοι χτίζουν εκκλησίες στην περιοχή θα πρέπει μάλλον πρώτα να δουν τη θαυμάσια εκκλησία του παλιού χωριού που σώζεται σε καλή κατάσταση. Το παλιό χωριό, που πιθανόν να βρισκόταν στην αρχαία θέση της Χαράδρας, εγκαταλείφθηκε όταν κάηκε από τους Ιταλούς και η Μαριολάτα μετακινήθηκε χαμηλότερα, στην αρχή της χαράδρας.

Ευτυχώς δεν είχαν ανάλογη αντιμετώπιση άλλα μνημεία της ευρύτερης περιοχής όπως το τείχος της αρχαίας Λίλαιας, για το οποίο υπάρχει αρχαιολογική σήμανση και περίφραξη. Διατηρημένα και αναδειγμένα είναι και τα ερείπια της αγίας Ελεούσας Σουβάλας, που χτίστηκε επίσης πάνω σε αρχαίο ναό και βρίσκεται κοντά στις πηγές του Κηφισού. Στο σημείο εκείνο λατρευόταν ο ποτάμιος θεός και, μάλιστα, τον 19ο αιώνα βρέθηκε και η επιγραφή «Ξενοφάνης, Ξενοδώρα, Ανδρίσκον Καφισώ» που αποδεικνύει τη συνήθεια των γονιών να αφιερώνουν τα παιδιά τους στον τροφό ποτάμιο θεό. Οι αρχαίες διευθετήσεις της πηγής - από την οποία εξακολουθεί να ρέει το κρυστάλλινο βουνίσιο νερό - είναι εμφανείς. Ακόμη και στα λαξευτά καθίσματα του βράχου μπορεί ακόμη και σήμερα να ξαποστάσει ο επισκέπτης, κάτω από τα πλατάνια και τον ανέπαφο βιότοπο. Αν και πολύ κοντά στο κέντρο της Σουβάλας - η οποία έχει τουριστικοποιηθεί πλήρως λόγω του χιονοδρομικού κέντρου - ο αρχαιολογικός χώρος φαίνεται πως έχει γλιτώσει από τις επιπτώσεις των θηριωδών τετρακίνητων με τα χιονοπέδιλα στις σχάρες.

Αντίθετα, τα σπαράγματα της αρχαίας Χαράδρας και της ιστορικής της συνέχειας έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Ο Παυσανίας μιλάει για την πόλη ως εξής: «Σε απόσταση είκοσι σταδίων (σ.σ. από τη Λίλαια) βρίσκεται η Χαράδρα, χτισμένη πάνω σε ψηλό κρημνό. Οι άνθρωποι έχουν εδώ δυσκολίες με το πόσιμο νερό: παίρνουν το νερό από τον ποταμό Χάραδρο κατεβαίνοντας ως αυτόν τρία περίπου στάδια. Ο Χάραδρος χύνεται στον Κηφισό και μου φαίνεται πως από το Χάραδρο πήρε το όνομά της η πόλη. Στην αγορά των χαραδραίων υπάρχουν βωμοί των λεγομένων ηρώων, τους οποίους άλλοι θεωρούν βωμούς των Διοσκούρων και άλλοι τοπικών ηρώων. Η περί τον Κηφισό γη ξεχωρίζει ως η καλύτερη της Φωκίδας και για φυτείες και για σπορά και για βοσκή. Η περιοχή αυτή καλλιεργείται περισσότερο από κάθε άλλο μέρος της χώρας...». Πρόκειται λοιπόν για μια μεγάλη αρχαία πόλη, με την αγορά και την ακρόπολή της. Ισως όχι τόσο σημαντική ιστορικά - αρχαιολογικά (αυτό το κρίνει η επιστήμη) αλλά σίγουρα δεν αξίζει της σημερινής εικόνας της. Ο καθαρισμός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η παρουσίαση με κάποιο τρόπο (υπάρχουν πολλοί) του ψηφιδωτού, η στοιχειώδης αναστύλωση του ναΐσκου και μια ενημερωτική πινακίδα σίγουρα θα προσέδιδαν νέο ενδιαφέρον για το χωριό. Ανάλογες ήπιες παρεμβάσεις ίσως να έσωζαν και την ακρόπολη από την πλήρη κατάρρευση. Να ελπίζουμε;


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ