ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 2 Μάη 2020 - Κυριακή 3 Μάη 2020
Σελ. /40
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Κινούμενη άμμος» και «αρένα» ανταγωνισμών που οξύνονται

Αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Κίνας σε συνάντηση στην Ουάσιγκτον το 2019

Copyright 2019 The Associated

Αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Κίνας σε συνάντηση στην Ουάσιγκτον το 2019
Στο φόντο της πανδημίας και με τα σημάδια της νέας καπιταλιστικής κρίσης να κάνουν ήδη την εμφάνισή τους, πληθαίνουν οι «εκθέσεις» Οργανισμών του κεφαλαίου που καταγράφουν τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία από τη σκοπιά των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της αναδιάταξης δυνάμεων που προκαλείται στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Οι εκτιμήσεις τους επιβεβαιώνουν αυτά που το ΚΚΕ σημείωνε στις Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος, δίνοντας τη «μεγάλη εικόνα» των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στον κόσμο, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Εκεί σημειώναμε μεταξύ άλλων ότι «συνεχίστηκε η ίδια τάση ανακατατάξεων μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών που διέτρεξε όλη την τελευταία δεκαπενταετία» με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

  • Την ισχυροποίηση της Κίνας σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, με κριτήριο τα μερίδιά τους στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Ως απόρροια αυτού του γεγονότος, οξύνεται ο ανταγωνισμός της Κίνας με τις ΗΠΑ, οι οποίες διατηρούν ακόμα την πρώτη θέση, παρά την τάση μείωσης του μεριδίου τους.
  • Την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας (...) χωρίς κανένα ιμπεριαλιστικό κέντρο να προβλέπεται να λειτουργήσει ως ατμομηχανή για την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξής της.
  • Το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και την αδυναμία ελεγχόμενης απαξίωσής του κ.ά.

Ειδικότερα για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, στις Θέσεις αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι «(...) σε οικονομικό - στρατιωτικό επίπεδο οξύνεται ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Κίνας και ΗΠΑ - Ρωσίας (...) Στο επίπεδο του οικονομικού ανταγωνισμού, σημαντική εξέλιξη αποτελεί η δοκιμασία διατήρησης της συνοχής της ΕΕ και το μέλλον που προδιαγράφεται για την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση του Brexit στο σχετικό δημοψήφισμα στη Βρετανία. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά ακόμα πιο σύνθετους τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και αυξάνει τη ρευστότητα των σημερινών διακρατικών συνεργασιών».

Ταυτόχρονα στο 20ό Συνέδριο τονιζόταν ότι μια νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση θα ήταν, αργά ή γρήγορα, αντικειμενικά αναπόφευκτη.

Οι τάσεις που καταγράφονταν σ' αυτές τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, πριν από τέσσερα χρόνια, για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, επιβεβαιώνονται σήμερα από τα στοιχεία Οργανισμών του κεφαλαίου και περιγράφουν το έδαφος πάνω στο οποίο οξύνεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, με καταλύτη και την πανδημία του νέου κορονοϊού. Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ο κόσμος τις επόμενες δεκαετίες

Σε έκθεση μιας εκ των «4 μεγάλων» διεθνών συμβουλευτικών εταιρειών, της «PricewaterhouseCoopers», με τίτλο «Ο κόσμος το 2050: Πώς θα αλλάξει η παγκόσμια οικονομική τάξη;», αναφέρεται μεταξύ άλλων πως «οι τάσεις μετατόπισης στην παγκόσμια οικονομική δύναμη που παρατηρούνται από το 2000, αναμένεται να συνεχιστούν στις περισσότερες περιπτώσεις στις μελλοντικές δεκαετίες».

Σύμφωνα με την έκθεση, τα κράτη των Ε7 (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδονησία, Μεξικό και Τουρκία) θα κατέχουν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2050, από το 35% που διατηρούν σήμερα, ενώ οι λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» οικονομίες μπορεί να αποτελούν τις 6 από τις 7 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μέχρι το 2050.

Το 1995, οι Ε7 κατείχαν μόνο το μισό σχεδόν οικονομικό μέγεθος του G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Καναδάς), με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP). Τo 2015, οι δύο ομάδες χωρών διατηρούσαν περίπου ίσα μεγέθη, ενώ τώρα εκτιμάται πως μέχρι το 2040 το μέγεθος των οικονομιών των E7 θα είναι το διπλάσιο από αυτό του G7!

Οι λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» οικονομίες προβλέπεται να κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα στη λίστα με τις μεγαλύτερες δέκα οικονομίες του κόσμου, με την Ινδονησία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και το Μεξικό να καταλαμβάνουν τις θέσεις 4 έως 7 το 2050. Μέχρι τότε, η έκθεση προβλέπει πως το μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ του G7 θα μειωθεί στο 20%, ενώ οι Ε7 θα αυξήσουν το μερίδιό τους σχεδόν στο 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με όρους PPP.

Η Κίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη οικονομία σε όρους PPP, έχοντας αντικαταστήσει στην πρώτη θέση τις ΗΠΑ το 2014. Η έκθεση εκτιμά πως η Κίνα θα είναι επίσης η μεγαλύτερη οικονομία και με όρους αγοραίας συναλλαγματικής ισοτιμίας (MER) στο ΑΕΠ μέχρι το 2050. Αλλά και η Ινδία εκτιμάται πως θα καταλάβει τη δεύτερη μεγαλύτερη θέση στην παγκόσμια οικονομία σε όρους PPP μέχρι το 2050.

Μία από τις βασικές διαφορές της πρόσφατης έκθεσης με την προηγούμενη της ίδιας εταιρείας (Φλεβάρης 2015) είναι πως αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω οι εκτιμήσεις για την τάση αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, από 2% σε 1,5% ανά έτος, ενισχύοντας τις αρνητικές προβλέψεις για τις προοπτικές ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Η Κίνα και η Ινδία, από την άλλη, προβλέπεται να συνεχίσουν να εμφανίζουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, τουλάχιστον μέχρι φέτος, πριν αρχίσουν να μειώνονται σταδιακά τις επόμενες δεκαετίες.

Η Ασία στο παγκόσμιο προσκήνιο

Ανάλογα στοιχεία καταγράφει και η μελέτη του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 2018 με τίτλο «Η μεγάλη εικόνα: Σενάρια για την παγκόσμια οικονομία μέχρι το 2060», επικαιροποιώντας τα μακροπρόθεσμα σενάρια του Οργανισμού από το 2014.

Το βασικό που τονίζεται στην έκθεση είναι ότι η τάση ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ φθίνει από 3,4% το 2018 σε 2% το 2060, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης των μεγάλων «αναπτυσσόμενων» οικονομιών, που συνεχίζουν να διαμορφώνουν τον κύριο όγκο της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ινδία και Κίνα διατηρούν αυξανόμενο μερίδιο, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίζεται προς την Ασία.

«Ισως το πιο σαφές χαρακτηριστικό του βασικού σεναρίου είναι η συνεχιζόμενη τάση επιβράδυνσης της ανάπτυξης του πραγματικού παγκόσμιου ΑΕΠ. Από έναν ρυθμό ανάπτυξης 3,4% στην αρχή της περιόδου πρόβλεψης το 2019, επιβραδύνεται τις επόμενες 4 δεκαετίες, παρασυρόμενο από την επιβραδυμένη ανάπτυξη στις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες των BRICS (σ.σ. Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική)», αναφέρει η μελέτη.

Προσθέτει ωστόσο ότι «η ανάπτυξη στις BRICS παραμένει αρκετά πάνω από αυτήν των κρατών του ΟΟΣΑ μέχρι και το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των κρατών του ΟΟΣΑ στην παγκόσμια παραγωγή, το οποίο έχει ήδη πέσει από 72% το 2000, σε μόλις κάτω από 54% σήμερα, σε όρους PPP του 2010, μειώνεται ακόμα περισσότερο, στο 43% το 2060. Το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030 στο περίπου 27% και ύστερα μειώνεται με αργούς ρυθμούς, ενώ το μερίδιο της Ινδίας συνεχίζει να αυξάνεται. Ινδία και Κίνα θα κατέχουν 1/5 της παγκόσμιας οικονομίας το 2060».

Αν και δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον ΟΟΣΑ, η εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού επιδρά στην πορεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας προς μια νέα κρίση, προοπτική που διαφαινόταν στον ορίζοντα και απασχολούσε τα αστικά επιτελεία και πιο πριν. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Ρίτσαρντ Χάας, πρώην υψηλόβαθμου διπλωμάτη των ΗΠΑ, σε άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Affairs» (7 Απρίλη) ότι «η πανδημία θα επιταχύνει την Ιστορία αντί να την αλλάξει»...

Αύξηση των στρατιωτικών ανταγωνισμών

Στοιχείο της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι και η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών απ' όλους τους βασικούς «παίχτες», στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τη στρατιωτική ισχύ έναντι των ανταγωνιστών τους.

Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), που δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες μέρες, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες εκτιμώνται σε 1,9 τρισ. δολάρια για το 2019, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1988 και αυξημένες κατά 3,6% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.

Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στο 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με τις ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ρωσία και Σαουδική Αραβία, δηλαδή τις 5 χώρες με τις μεγαλύτερες δαπάνες, να κατέχουν το 62% των παγκόσμιων δαπανών.

Συγκεκριμένα, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 5,3%, στα 732 δισ. δολάρια, και ακολουθούν η Κίνα, με αύξηση 5,1%, η Ινδία με αύξηση 6,8% και η Ρωσία με αύξηση 4,5%, ενώ η Σαουδική Αραβία μείωσε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 16%.

Από το 2010 έως το 2019, τη μεγαλύτερη αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες σημείωσε η Κίνα (85%) φτάνοντας στα 261 δισ. δολάρια, δηλαδή το 14% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Η Κίνα, όπως αναφέρει η έκθεση, αυξάνει τις στρατιωτικές της δαπάνες ασταμάτητα από το 1994. Η Ρωσία ανέβηκε από την 5η στην 4η θέση της λίστας, ενώ η Σ. Αραβία έπεσε από την 3η στην 5η, με τη θέση της να καταλαμβάνεται από την Ινδία.

Ενδεικτική είναι και η τελευταία έκδοση του «The Military Balance», για το 2019, όπου γίνεται η ετήσια αξιολόγηση «των παγκόσμιων στρατιωτικών δυνατοτήτων και οικονομικών άμυνας» από το «Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών».

Εκεί αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η Κίνα θέτει τον ρυθμό» στις στρατιωτικές δαπάνες και την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων, ακολουθώντας «ένα σχέδιο εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεών της μέχρι το 2035, ώστε να δημιουργήσει παγκόσμιας κλάσης Ενοπλες Δυνάμεις μέχρι το 2049».

Η Κίνα διέθετε πέρυσι 7 από τις 20 μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες του κόσμου, 3 από αυτές στις 10 μεγαλύτερες παγκοσμίως. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η πορεία αυτή διαγράφεται «σε μια περίοδο που το Πεκίνο έχει εντοπίσει μια "στρατηγική ευκαιρία". Εχει αποφασίσει πως όποιο ρίσκο περιέχει η εφαρμογή αυτών των αλλαγών, αξίζει να παρθεί τώρα, καθώς ο κίνδυνος μιας σημαντικής σύγκρουσης με μια μεγάλη δύναμη είναι σχετικά μικρός.

Ως αποτέλεσμα, το Πεκίνο ελπίζει πως όταν αυτή η περίοδος τελειώσει, οι Ενοπλες Δυνάμεις του θα είναι ισοδύναμες ή και ισχυρότερες των ανταγωνιστών του. Για την ώρα ωστόσο, η στρατιωτική δυνατότητα της Κίνας παραμένει λανθάνουσα και διατηρούνται τομείς στους οποίους εμφανίζει αδυναμίες».

Από την άλλη, επισημαίνεται πως οι Ενοπλες Δυνάμεις του ευρωατλαντικού άξονα «παραμένουν απασχολημένες με την ανανεωμένη πιθανότητα υψηλής έντασης σύγκρουσης με τους ανταγωνιστές τους»...


Δ. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ