ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Μάη 2004
Σελ. /32
Τα κριτήρια για την ΟΝΕ και τη «σύγκλιση»

Τα κριτήρια της λεγόμενης σύγκλισης (πληθωρισμός, δημοσιονομικά ελλείμματα, δημόσιο χρέος, επιτόκια), που καθόρισε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ΟΝΕ αποτελούν και τα μέσα επιβολής της πιο σκληρής εκμεταλλευτικής πολιτικής κατά της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Επιδίωξή τους με αυτά τα κριτήρια ήταν η διαμόρφωση λίγο - πολύ ενιαίων συνθηκών για το κοινό νόμισμα, το ευρώ, που επίσης καθιερώθηκε για να ενισχυθεί η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Ευρώπης. Δηλαδή, σε καπιταλιστικές οικονομίες που αναπτύσσονται ανισόμετρα, που ο κύκλος τους βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο για κάθε μία, γεγονός που εγκυμονεί συναλλαγματικούς κινδύνους, άρα και αβεβαιότητα στην κερδοφορία του κεφαλαίου από την ελεύθερη κίνησή του σε τυχόν αλλαγές των νομισματικών ισοτιμιών, δηλαδή κινδύνους για την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων. Τη διατήρηση αυτών των ενιαίων και όσο γίνεται ασφαλών συνθηκών επιδιώκουν να διαιωνίσουν και με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο επιβάλλει τη διατήρηση των κριτηρίων σύγκλισης για τα κράτη - μέλη και μετά την είσοδό τους στην ΟΝΕ, η οποία (διατήρηση) ελέγχεται από το ΕΚΟΦΙΝ, με ρήτρες ποινών αν δεν εφαρμόζονται. Ως πολιτική, που εφαρμόζεται, εντείνει την εκμετάλλευση, αφού τα μέτρα που παίρνονται στο όνομά του φτηναίνουν τους εργάτες. Ας δούμε λοιπόν ένα ένα τα κριτήρια σύγκλισης και πώς λειτουργούν.

Ο πληθωρισμός

Το πρώτο κριτήριο είναι η μείωση του πληθωρισμού. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ αναφερόταν ότι για να προσχωρήσει ένα κράτος στην ΟΝΕ ο πληθωρισμός του δεν πρέπει να «υπερβαίνει εκείνο των τριών το πολύ κρατών - μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα».

Τα τρία κράτη - μέλη που είχαν τον πιο χαμηλό πληθωρισμό στις αρχές του 1992 ήταν η Δανία με 2,1%, το Βέλγιο με 2,3% και το Λουξεμβούργο με 2,9%. Ετσι καθορίστηκε ο πληθωρισμός στο 4-5%.

Ο δείκτης του πληθωρισμού σχετίζεται με τις τιμές των εμπορευμάτων. Μείωση του πληθωρισμού σημαίνει για τους καπιταλιστές μείωση ή συγκράτηση των τιμών, τις οποίες επηρεάζουν, όπως ισχυρίζονται, οι αυξήσεις των μισθών. Επομένως, για να μην αυξάνονται οι τιμές, δεν πρέπει να αυξάνονται οι μισθοί ή πρέπει να δίνονται αυξήσεις μικρότερες από τον πληθωρισμό, δηλαδή μικρότερες από την αύξηση των τιμών, προκειμένου να μειωθεί. Ετσι εφαρμόζεται πολιτική φτώχειας για τους εργαζόμενους από το 1992 ως τα σήμερα.

Η επιμονή για την εφαρμογή αυτής της μισθολογικής πολιτικής στο όνομα της μείωσης του πληθωρισμού είναι μια μέθοδος αύξησης των κερδών. Η τιμή εμπορευμάτων και υπηρεσιών από τους καπιταλιστές περιλαμβάνει το κόστος των εμπορευμάτων και το κέρδος τους. Επομένως, η αύξηση των κερδών εξαρτάται από το κόστος τους, στο οποίο ένας βασικός για τους καπιταλιστές παράγοντας είναι οι μισθοί. Επομένως, για τους καπιταλιστές η μείωση του κόστους σχετίζεται και με τη μείωση των μισθών. Αυτή η άποψη κρύβει δύο μυστικά. Οτι η παραγωγή των εμπορευμάτων είναι αποτέλεσμα της εργασίας. Και οι πρώτες ύλες και τα μηχανήματα και η ενέργεια, που περιλαμβάνονται στο κόστος παραγωγής μαζί με τους μισθούς, είναι αποτέλεσμα της εργασίας. Επομένως, οι καπιταλιστές καρπώνονται όλη την παραγωγή, πληρώνοντας στους εργάτες ένα μικρό μόνο μέρος απ' αυτήν. Και επιμένουν να μειώσουν και αυτό το μικρό μέρος, αφού σκοπός τους και επιδίωξή τους είναι να κερδίζουν περισσότερα.

Το δεύτερο μυστικό είναι ότι οι τιμές των εμπορευμάτων που διαμορφώνονται από τους καπιταλιστές αυξάνουν επειδή ακριβώς πουλώντας τα με μεγαλύτερες τιμές αυξάνουν επίσης τα κέρδη τους. Αρα είναι μύθος ότι οι μισθοί αυξάνουν τις τιμές. Γιατί όμως επιμένουν γενικά στη μείωση των τιμών; Μα, για να γίνονται πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα στην παγκόσμια αγορά. Η μείωση όμως των τιμών χωρίς μείωση των κερδών, αλλά αύξησή τους (αυτό επιδιώκουν οι καπιταλιστές), απαιτεί τη μείωση αυτού που οι καπιταλιστές θεωρούν κόστος, δηλαδή των μισθών.

Ετσι όμως αυξάνεται η εκμετάλλευση. Γιατί ο μισθός της εργασίας έχει άμεση σχέση με τις ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Απ' αυτό καθορίζεται. Οσο πιο μεγάλες είναι οι αναπαραγωγικές ανάγκες για την εργατική δύναμη, για την αναπαραγωγή της ικανότητας του εργάτη να δουλεύει, τόσο μεγαλώνει και η αξία, άρα και η τιμή της εργατικής δύναμης, άρα και ο μισθός. Η μείωση, λοιπόν, των τιμών χωρίς μείωση των κερδών, που απαιτούν μείωση μισθών, οδηγεί στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.

Ετσι, λοιπόν, αποφασίζεται η εφαρμογή πολιτικής σκληρής λιτότητας σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, που με τη σειρά της σημαίνει πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Βεβαίως, οι καπιταλιστές εκτός από τη μείωση των μισθών απαιτούν και τη μείωση των εισφορών τους στην κοινωνική ασφάλιση, στα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, στους τόπους δουλιάς κλπ. (το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος), που είναι επίσης σε βάρος των εργατών, αλλά και σε άλλες μορφές έντασης της εκμετάλλευσης, όπως η ευελιξία στη χρήση της εργατικής δύναμης (γι' αυτό καταργούν τον σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, 8ωρο - 7ωρο), που οδηγούν σε πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα και στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Τα δημόσια ελλείμματα

Δεύτερο κριτήριο ήταν η δραστική μείωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, των δημοσίων ελλειμμάτων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 104Γ της Συνθήκης του Μάαστριχτ όριζε ότι για να γίνει ένα κράτος μέλος της ΟΝΕ, θα πρέπει να τηρεί αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμά του να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.Εάν ένα κράτος - μέλος της ΕΕ υπερβεί αυτό το 3% τού επιβάλλονται ποινές από την ΕΕ (αρχή της Συνθήκης Μάαστριχτ που συγκεκριμενοποιήθηκε με το Σύμφωνο Σταθερότητας στη Συνθήκη του Αμστερνταμ).

Σύμφωνα με το κριτήριο της μείωσης των ελλειμμάτων, καταργούν την όποια άσκηση δημόσιας, κρατικής, πολιτικής σε κοινωνικούς τομείς. Αυτό εννοούν όταν προβάλλουν το σύνθημα «λιγότερο κράτος». Ετσι ιδιωτικοποιούν - εμπορευματοποιούν την εκπαίδευση, την υγεία, την πρόνοια. Αυτή η διαδικασία κάνει ακόμη πιο δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την απόκτησή τους για τα λαϊκά στρώματα, αφού πρέπει να πληρώσουν για όλ' αυτά. Με τη μεταφορά των εξόδων για την εξασφάλισή τους από το κράτος στην ίδια την εργατική τάξη, έχουμε επίσης πτώση της τιμής που αυτή πουλά την εργατική της δύναμη. Γιατί η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια υγεία, η υγιεινή και ασφάλεια στους τόπους δουλιάς, η παροχή προνοιακών υπηρεσιών, όπως και η ψυχαγωγία, ο αθλητισμός, το περιβάλλον, που θα 'πρεπε επίσης να αποτελούν υποχρεώσεις του κράτους κλπ., αποτελούν μαζί με το μεροκάματο την τιμή της εργατικής δύναμης και η παροχή τους έχει άμεση σχέση με την αναπαραγωγή της και τις συνθήκες που συντελείται. Αρα έχουμε αύξηση της εκμετάλλευσης.

Το δημόσιο χρέος

Τρίτο κριτήριο για την είσοδο στην ΟΝΕ ήταν ο περιορισμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.

Το δημόσιο χρέος οφείλεται στον κρατικό δανεισμό είτε από το εξωτερικό (εξωτερικό χρέος), είτε από το εσωτερικό με τα διάφορα ομόλογα κλπ. Μεγάλο δημόσιο χρέος σημαίνει μεγάλα ποσά του κρατικού προϋπολογισμού για την εξόφλησή του. Με δεδομένο ότι υπάρχει και το όριο του 3% του ΑΕΠ για τα δημόσια ελλείμματα, για να ανταποκριθεί το κράτος στη μείωση του δημόσιου χρέους απαιτεί μεγάλα κρατικά έσοδα, δηλαδή μεγάλη φορολογία. Αλλά μεγάλη φορολογία στο κεφάλαιο σημαίνει αποτρεπτικό παράγοντα για επενδύσεις και αύξησης της κερδοφορίας. Πρέπει να μπορούν να εςφαρμόζουν πολιτική μείωσης της φορολογίας των καπιταλιστών. Ταυτόχρονα, μεγάλο δημόσιο χρέος σημαίνει δυσκολία στις κρατικές παροχές προς το κεφάλαιο, είτε με επιδοτήσεις στις εξαγωγές, είτε με επιδοτήσεις στις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, που ως πολιτική θεωρείται αναγκαία για την αντιμετώπιση της ανεργίας, είτε με άλλων μορφών επιδοτήσεις ή ακόμη και δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών και σε άλλους τομείς, από τα οποία ωφελείται πρωτίστως το κεφάλαιο. Γι' αυτό και συμπεριέλαβαν και αυτό το δείκτη σαν απαραίτητο για την είσοδο μιας χώρας στην ΟΝΕ.

Η απαίτηση για μείωσή του σημαίνει εξασφάλιση εσόδων του κράτους και επιβάλλει την αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων από το ίδιο το κράτος τόσο μέσω άμεσης όσο και μέσο έμμεσης φορολογίας ή την πληρωμή υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο. Ταυτόχρονα για να μειώσουν το δημόσιο χρέος, τα έσοδα από την ιδιωτικοποίηση παραγωγικών επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας διατίθενται για την αποπληρωμή του. Βεβαίως, η ιδιωτικοποίηση παραγωγικών επιχειρήσεων δεν εφαρμόστηκε ως πολιτική προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος, αλλά ως μέσο που συμβάλλει αποφασιστικά στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, άρα και στη μεγέθυνσή του, παράγοντας που διευκολύνει στον ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα, ως παράγοντας που συμβάλλει στην κερδοφορία του, αφού αποτελεί φτηνό σταθερό κεφάλαιο, γεγονός που επιδρά ώστε να μην πέφτει το ποσοστό κέρδους.

Τα επιτόκια

Τέταρτο κριτήριο ήταν η μείωση των επιτοκίων των δανείων, ώστε να μην υπερβαίνουν τις 2 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με τα χαμηλότερα επιτόκια των χωρών - μελών της ΕΟΚ.

Γιατί όμως μείωση των επιτοκίων; Το «κριτήριο» της μείωσης των επιτοκίων αποφασίστηκε γιατί σημαίνει φτηνό χρηματικό κεφάλαιο για τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Βεβαίως, για να συγκαλύψουν το γεγονός ότι μ' αυτή τη διαδικασία ωφελείται συνολικά το κεφάλαιο, μιλούν για φτηνά στεγαστικά δάνεια, φτηνά καταναλωτικά δάνεια, τη στιγμή που οι εργαζόμενοι δεν έχουν καν τη δυνατότητα να χτίσουν ή να αγοράσουν στέγη (δε φτάνει το εισόδημα να ανταποκριθεί στο κόστος της και στις ανάγκες του δανείου), ενώ τα καταναλωτικά δάνεια δείχνουν αδυναμία του λαϊκού εισοδήματος να καλύψει όλες τις ανάγκες και αναγκάζουν στην υποθήκευση των λαϊκών νοικοκυριών στις τράπεζες.

Μιλούν, επίσης, για φτηνά επιτόκια στα δάνεια στους αγρότες και τους ΕΒΕ. Ομως η μείωση των επιτοκίων δεν ωφελεί ούτε τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, ούτε τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης. Το εισόδημα των αγροτών συνεχώς θα συρρικνώνεται λόγω μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων, με δεδομένη και τη συρρίκνωση των επιδοτήσεων, επομένως δεν έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στα δυσβάσταχτα τραπεζικά χρέη, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές αγρότες, οι οποίοι θα ωφελούνται, όπως και οι υπόλοιποι επιχειρηματίες από τα φτηνά επιτόκια, για να μεγαλώνουν το κεφάλαιο και τη δράση του στην αγροτική οικονομία σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών. Το ίδιο ισχύει και για τα μεσαία στρώματα της πόλης, με δεδομένη και τη συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος, στο οποίο κυρίως στηρίζονται. Ετσι μέρος των μεσαίων στρωμάτων θα απαλλοτριώνεται βίαια και θα προλεταριοποιείται.


Ανυπακοή, ρήξη και λαϊκή εξουσία

Motion Team

Απ' όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα «κριτήρια σύγκλισης» και η πολιτική των «καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων» έχουν οργανική σχέση μεταξύ τους, οι αναδιαρθρώσεις υπηρετούν τα «κριτήρια», όπως τα ονομάζουν, όπως επίσης και τις «τέσσερις ελευθερίες» (της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και προσώπων), που είναι και η καρδιά της ΟΝΕ και επικεντρώνεται στην εξής μία: την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης τις προπαγανδίζουν ως πανάκεια για την οικονομική ανάπτυξη. Ακριβώς γιατί υπηρετούν την καπιταλιστική ανάπτυξη. Είναι καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις με συγκεκριμένο σκοπό: την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, την αύξηση των καπιταλιστικών κερδών, την επιδίωξη για ένταση της δράσης του κεφαλαίου. Είναι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, με σκοπό την αντιμετώπιση της πορείας και της εξέλιξης του καπιταλισμού, σε συνθήκες του ιμπεριαλισμού, της τεράστιας όξυνσης του ανταγωνισμού και με αρνητικό για το εργατικό επαναστατικό κίνημα συσχετισμό. Γι' αυτό και τέθηκαν αυτά τα κριτήρια, γι' αυτό και συνεχίζουν να ισχύουν με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Η επιβολή αυτής της βαθιά ταξικής πολιτικής οδηγεί στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την αύξηση της φτώχειας, της ανεργίας, την κατάργηση κατακτημένων δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων..

Συνολικά, αυτή η στρατηγική, είναι επιλογή του κεφαλαίου που καλύπτει τις ανάγκες της συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της δυνατότητας να αντεπεξέρχεται στον οξύτατο ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός απαιτεί τη μέγιστη ελευθερία κίνησης, κυρίως των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων. Οι καπιταλιστές φτάνουν ακόμη και σε κλείσιμο επιχειρήσεων σε μια χώρα και μεταφορά και ανάπτυξή τους σε άλλη, προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους, πράγμα που οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας και ένταση της εκμετάλλευσης.

Ασυμβίβαστα ΟΝΕ και «κοινωνικό πρόσωπο»

Απ' όλ' αυτά απορρέει και ένα ακόμη συμπέρασμα, ότι ΟΝΕ και «κοινωνικό πρόσωπο» είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Είναι σαν να παραχωρεί το κεφάλαιο τα κέρδη και την εξουσία του, αφού μια πολιτική για την ΟΝΕ με «κοινωνικό πρόσωπο» υπονομεύει τους μοχλούς ανάπτυξης της δράσης του, την εξασφάλιση των κερδών του, τις δυνατότητες να αντεπεξέρχεται στον ανταγωνισμό, ακόμη και την ίδια την εξουσία του. Γι' αυτό και δε χωρά άλλη πολιτική διαχείρισης. Γι' αυτό και οι σοσιαλδημοκρατικές ή οι αυτοαποκαλούμενες «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις, μπορούν και συνδιαλέγονται και συναποφασίζουν με τις λεγόμενες νεοφιλελεύθερες, αφού από κοινού εφαρμόζουν την ίδια αντιλαϊκή πολιτική.

Μόνο ανατροπή αυτής της πολιτικής σε κάθε χώρα μπορεί να δώσει διέξοδο σε όφελος των λαών, να οδηγήσει στην ΕΕ των λαών του σοσιαλισμού. Κάθε προσανατολισμός σε άλλη κατεύθυνση, (π.χ. ΕΕ με κοινωνικό πρόσωπο, όπως προβάλλει ο ΣΥΝ, μιλώντας υπέρ της ΕΕ αλλά ενάντια στις συνέπειες από την πολιτική της και προτείνοντας μια πολιτική αναδιανομής εισοδημάτων και περισσότερο κοινωνικό κράτος, δηλαδή μια ένωση ιμπεριαλιστών που εφαρμόζει φιλολαϊκή πολιτική, αν είναι δυνατόν!), αν δεν εκφράζει ουτοπική αντίληψη, είναι σκόπιμος αποπροσανατολισμός του λαϊκού κινήματος για την υποταγή των λαϊκών μαζών στη στυγνή εκμετάλλευση. Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη της ταξικής πάλης από ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο πάλης που θα παλεύει για ρήξεις με την πολιτική του κεφαλαίου, την εξουσία του στην Ελλάδα και θα συνδέει το ζήτημα της ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ με την προοπτική της λαϊκής εξουσίας, σε συνδυασμό με την κοινή πάλη των λαών των χωρών της ΕΕ, είναι μονόδρομος για τα λαϊκά συμφέροντα.

Μόνο έτσι μπορεί να αρχίσει να σχηματίζεται ο πόλος της συνεργασίας χωρών και κυβερνήσεων που, αποδεσμευμένες από την ΕΕ, θα χτίσουν μια εντελώς διαφορετική συνεργασία σε μορφή και περιεχόμενο προς όφελος των λαών.

Δίχως δεσμεύσεις και περιορισμούς θα αναπτυχθούν στην Ελλάδα όλοι οι τομείς που έχουμε δυνατότητες και πλεονεκτήματα. Θα αυξηθεί η απασχόληση, θα κατακτήσουμε αυτάρκεια εκεί που μπορούμε. Θα συνεργαζόμαστε με ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και με άλλες, αραβικές, βαλκανικές, εκεί που μπορούμε και συμφέρει όλους. Θα απαλλαγούμε από τις στρατιωτικές και άλλες δεσμευτικές ιμπεριαλιστικές συμφωνίες, θα αποκτήσουμε νέους συμμάχους, νέους φίλους και συνεργάτες.

Η ευρωσυμμετοχή δεν είναι οριστική και μόνιμη. Οσα κόμματα υποστήριξαν ότι η ΕΕ μπορεί να εξελιχθεί σε «Ευρώπη των εργαζομένων», αποδείχτηκε ότι σκόρπιζαν αυταπάτες. Και τελικά στήριξαν και στηρίζουν το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο.

Ακριβώς για όλα τα παραπάνω η ενίσχυση του ΚΚΕ στις ευρωεκλογές αποτελεί ένα μεγάλο βήμα για τη λαϊκή προοπτική.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ