ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Μάη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, το 1927. Από τους νεαρότερους ΕΠΟΝίτες, ανήκει στη νεότερη γενιά της Αντίστασης 1941-1944. Πριν προλάβει να τελειώσει το Γυμνάσιο, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το «δρόμο του βουνού» και κατατάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, στο πέρασμα της Νιάλας, τον Απρίλη του 1947. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε στη φυλακή και στα ξερονήσια συνολικά δώδεκα χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και Α' Αντιπρόεδρος του κεντρικού ΔΣ της ΠΕΑΕΑ. Εργα του: «Το γιοφύρι» - μυθιστόρημα, «Φυλακισμένα Τραγούδια» - ποιήματα, «Φωνές απ' τα σίδερα» - ποιήματα, «Κουβέντες του Κυνηγιού» - διηγήματα, «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα» - ιστορικό/ βιογραφικό, «Ο Τσιριφλίνος» - παιδικό παραμύθι, «Θρήνος και Τραγούδι για το μικρό Καπετάνιο» - ποιητική σύνθεση, «Γιασμίνα» - μυθιστόρημα, «Ο Σιδέρης και το κακό αφεντικό» - παραμύθι, «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη» - μαρτυρία, «Στους δρόμους του αγώνα» - αυτοβιογραφική μαρτυρία (2 τόμοι), «Διακριτικά» - χρονογραφήματα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής»).


Ο «ανανήψας»

Παπαγεωργίου Βασίλης

Υστερα από την ομαδική απόπειρα αυτοκτονίας τριάντα παιδιών, στις Στρατιωτικές Φυλακές (ΣΦΑ) της Μακρονήσου, σήκωσαν όλο τον κλωβό των ανηλίκων και τον μεταφέρανε στο Γ` Κέντρο Αξιωματικών, ανάμεσα στα στρατόπεδα του Α` και του Γ` Τάγματος Σκαπανέων.

Τους κλείσανε σ' έναν κλωβό, κολλητά στο στρατόπεδο των αξιωματικών. «Εδώ», έλεγε ο κύριος Ξαρουχάκος, ο γενικός στρατοπεδάρχης Μακρονήσου, «πλησίον εις τους αξιωματικούς, εις ένα ανώτερον, πολιτισμένον και ελληνικόν περιβάλλον, θα ανανήψουν ευκολότερον».

Τους χώρισαν σε ομάδες και διμοιρίες. «Λόχος Ανηλίκων... Ορισαν και μερικούς από τους κανονικούς στρατιώτες, για ομαδάρχες, διμοιρίτες, ανθυπολοχαγό, ακόμα και λοχαγό «διοικητή» τους. Τους μοίρασαν και ρούχα στρατιωτικά. «Σκελέες», άρβυλα, χιτώνια, μπερέδες. Απάνω στον μπερέ, είχαν ραμμένη και την κορόνα του βασιλιά. Το «στέμμα». Δε δεχόταν κανένας να φορέσει εκείνη τη «στολή». «Εμείς είμαστε πολίτες», διαμαρτύρονταν. «Κατάδικοι, δικασμένοι από στρατοδικεία. Δεν είμαστε φαντάροι».

«Σας χαρίζω εγώ την ποινή! Καταργώ όλας τα ποινάς που σας επεβλήθησαν», έλεγε με στόμφο ο κύριος Ξαρουχάκος. «Ανώτατος άρχων», ο γενικός στρατοπεδάρχης Μακρονήσου... «Σας ονομάζω ελευθέρους πολίτας. Και σας επιστρατεύω εις την υπηρεσίαν της φιλτάτης Πατρίδος!».

Εφαγαν το ξύλο της χρονιάς τους, ώσπου να καταφέρουν να τους «πείσουν» να φορέσουν εκείνα τα ρούχα. Ομως, το «στέμμα» στον μπερέ, κανένας δε δεχόταν να το φορέσει. Με κανέναν τρόπο. Το ξήλωσαν όλοι, και το πέταξαν. Ηταν κι αυτό μια νίκη. Οι βασανιστές υποχρεώθηκαν να κάνουν «τα στραβά μάτια». Προτίμησαν ν' ακολουθήσουν άλλη μέθοδο, πιο ελαστική. Να τους κερδίσουν με την «πειθώ». Με τη διαφώτιση...

Ηταν Χριστούγεννα του 1949. «Αγιες μέρες»... Και τους άφησαν κι αυτούς λίγο λάσκα τα λουριά.

«Αφήστε τα παιδιά να διασκεδάσουν!», έδωσε εντολή ο «λοχαγός» στους Αλφαμίτες.

«Και κρασί;», ρώτησε ο καντινιέρης.

«Και κρασί! Να πιουν τα παιδιά όσο θέλουν. Ελεύθερα! Ολοι μαζί θα γιορτάσουμε. Σαν μια οικογένεια... Ολοι, παιδιά της μητέρας Ελλάδας είμαστε».

Και ο Ασημάκης ήπιε όσο κρασί ήθελε...

Ηταν ένα παιδί, πολύ συναισθηματικό. Λιγομίλητο, σχεδόν κλεισμένο στον εαυτό του. Δεκαέξι χρόνων το συνέλαβαν, μέσα στο σχολείο του, οι «φρουροί του νόμου και της τάξεως», και το καταδίκασαν, με συνοπτικές διαδικασίες έκτακτου Στρατοδικείου, στην ποινή των ισοβίων δεσμών, γιατί ο πατέρας του είχε βγει ξανά στο βουνό και ήταν καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας. Το μεταφέρανε, στην αρχή, στις φυλακές ανηλίκων Κηφισίας, μαζί με άλλα, κάπου εκατό, παιδιά αριστερών οικογενειών, που έπρεπε, λέει, να απομονωθούν από το κοινωνικό σύνολο, γιατί ήταν μολυσμένα με το δηλητήριο του κομμουνισμού, και υπήρχε κίνδυνος να μολύνουν και το υπόλοιπο, υγιές σώμα της κοινωνίας...

Από τις φυλακές της Κηφισιάς, αφού δεν μπόρεσαν εκεί, με τους ξυλοδαρμούς, την πείνα και την «εθνική διαφώτιση», να τα φέρουν «στον ίσιο δρόμο», τα μετέφεραν, με πλοίο αρματαγωγό, στο ξερονήσι της Γιούρας, σε ιδιαίτερο κλωβό, περιφραγμένον με αγκαθερά συρματοπλέγματα, χωριστά απ' τους μεγάλους αγωνιστές, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, όπου σήκωσαν κι εκείνα, για δυο περίπου χρόνια, το βαρύ σταυρό του μαρτυρίου της καθημερινής καταναγκαστικής εργασίας, της πείνας και ανήκουστων βασανιστηρίων, ενταγμένων στο απάνθρωπο και καλά μελετημένο σχέδιο των κρατούντων, για τη φυσική τους εξόντωση. Τελικά, το καλοκαίρι του 1949, τα «σήκωσαν» και από τη Γιούρα, και, σε τρεις αποστολές, τα οδήγησαν στο σφαγείο της Μακρονήσου, όπου τα «ενέταξαν» στο πρόγραμμα του «Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου», για ...την αποφασιστική και πλήρη αποτοξίνωσή τους από το δηλητήριο του κομμουνισμού.

Ο Ασημάκης άντεξε τρία ολόκληρα μερόνυχτα το ...πρόγραμμα της «εθνικής του αναμόρφωσης», με βασανιστήρια και μεθόδους που μόνο οι αρρωστημένοι εγκέφαλοι των «αναμορφωτών» του ΟΑΜ μπορούσαν να συλλάβουν και να εφαρμόσουν. Υστερα, αηδιασμένος και ράκος ψυχικό, μπροστά στην απίστευτη θηριωδία των «αναμορφωτών», υπέκυψε και υπέγραψε. Χωρίς αντίρρηση, ό,τι χαρτί του έβαζαν μπροστά του οι βασανιστές, και έκανε μηχανικά ό,τι του ζητούσαν.

Εχασε το γέλιο και τη ζωντάνια της ηλικίας του, κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό του, και δεν ήθελε ούτε να βλέπει, ούτε να ακούει τίποτα. Εκείνο το βάναυσο τσαλαπάτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, με τη «δήλωση μετανοίας», με την «ομιλία», που την έγραψαν οι ίδιοι και τον ανάγκασαν να τη διαβάσει μπροστά σε όλο το στρατόπεδο, με τις «επιστολές» που τον υποχρέωσαν να στείλει στον πρόεδρο και τον παπά του χωριού του (και έμαθε, σίγουρα, ότι τις διάβασαν και τις δυο μέσα στην εκκλησία, «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας το Κάπα Κάπα Εψιλον και όλες τις παραφυάδες του», και λοιπά), όλος αυτός ο απάνθρωπος βιασμός της ψυχής και της συνείδησής του, τον είχε διαλύσει...

Επαιρνε εκείνο το μαύρο συσσίτιο που τους μοίραζαν, πήγαινε πέρα στην άκρη, κοντά στη θάλασσα, καθόταν σ' ένα κοτρωνάκι (πάντα στο ίδιο κοτρωνάκι) και τ' ανακάτευε, τ' ανακάτευε ώρες με το κουτάλι του. Και τα μάτια του, πότε αγναντεύουν συλλογισμένα κι ασάλευτα απέναντι, τα φουγάρα και τα βουναλάκια του Λαυρίου, και πότε να καρφώνονται χαμηλά, πάνω απ' την καραβάνα του, και να σταλάζουν μέσα στο φαΐ κόμπους κόμπους το αρμυρό τους δάκρυ, γι' αυτόν τον απίστευτο παραλογισμό, σε βάρος της ανθρώπινης υπόστασής του.

Ομως, σήμερα θα κάνει Χριστούγεννα, δεν έχει!..

Εφαγε με όρεξη το φαΐ του, έκατσε με τ' άλλα παιδιά εκεί στους πάγκους της καντίνας, που τους χρησιμοποιούσαν για τραπεζαρία, και παράγγειλε κρασί.

Κατέβασε μονορούφι το κρασί, απ' το χάρτινο κυπελλάκι που του έδωσε ο καντινιέρης, για ποτήρι. Το ξαναγέμισε, το ξαναάδειασε, το ξαναγέμισε...

Σε λίγο, άρχισε να ιδρώνει. Να ζεσταίνεται... Και η γλώσσα του άρχισε να λύνει σιγά σιγά τους κόμπους της.

«Ας γλεντήσουμε, μωρέ, σήμερα λιγάκι κι εμείς... Τα παραστρατημένα Ελληνόπουλα... Που ξαναήρθαμε στον ίσιο δρόμο... Για να χαρεί λιγάκι και η καημένη η Πατρίδα μας. Η στοργική μαμά Ελλάς, που μας συγχώρεσε για το μεγάλο σφάλμα που κάναμε και μας αγκάλιασε πάλι. Μόνο που μας αγκάλιασε πολύ σφιχτά... Τόσο σφιχτά, που γουρλώσανε τα μάτια μας απ' το πολύ το σφίξιμο!.. Που μας αναβάπτισε εδώ στην κολυμπήθρα της εθνικής αναμορφώσεως. Μόνο που μας βούτηξε και το κεφάλι μέσα στην κολυμπήθρα... Και τώρα μας κρέμασε στο σύρμα, με τα ποδάρια τον ανήφορο και το κεφάλι κάτω, για να βγάλουμε το νερό που ήπιαμε...».

Οι άλλοι, από τριγύρω, «διαφωτιστές» του «Γραφείου Ηθικής Αγωγής» και Αλφαμίτες, αλληλοκοιτάζονταν και ξινογελούσαν. Μα, ο Ασημάκης δεν τους έδινε πια σημασία. Το οινόπνευμα, του είχε λύσει για τα καλά τη γλώσσα.

«Και τώρα, θα σας βγάλω έναν λόγο!..», είπε, και ανέβηκε απάνω στον πάγκο, για να τον βλέπουν όλοι. Επιασε με τα δυο δάχτυλα το καρύδι του λαιμού του και το κουνούσε πέρα - δώθε, διορθώνοντας τάχα την ανύπαρκτη γραβάτα του. Στάθηκε όρθιος απάνω στο ξύλινο πατάρι, πήρε ύφος επίσημο, και άρχισε να «ρητορεύει», παρασταίνοντας τον κύριο Ξαρουχάκο.

Προσπαθούσε να τουρλώσει και την κοιλιά του, να φουσκώσει τα μάγουλα, για να μοιάζει πιο πολύ με τον παχύσαρκο «Κύριο Γενικό». Μα η κοιλιά του, απ' την πείνα και τις ταλαιπωρίες, είχε χαθεί πίσω απ' τον πέτσινο ζωστήρα. Και το λαιμουδάκι του, λιγνό σαν το κοτσάνι του αχλαδιού, έπαιζε μέσα στο στρατιωτικό χιτώνιο, χωρίς ν' ακουμπάει καθόλου στο γιακά.

«Με ρωτούν συχνά οι ξένοι φίλοι μας, που επισκέπτονται εδώ το νησί μας», άρχισε να λέει, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φωνή του Ξαρουχάκου. «Πώς τα καταφέρνετε εσείς, κύριε συνταγματάρχα, και φέρνετε στον ίσιο δρόμο αυτούς τους ανθρώπους, που τόσο πολύ ήταν ποτισμένοι με το δηλητήριο του κομμουνισμού; Και εγώ τους απαντώ: Εμείς δεν κάνουμε απολύτως τίποτε! Μόνοι τους εδώ, κάτω απ' αυτόν τον καταγάλανο ουρανό μας, δίπλα σε αυτήν την καταγάλανη θάλασσά μας, που όλα αποπνέουν μίαν ευωδίαν ελληνικήν, έρχονται εις περισυλλογήν και ξαναβρίσκουν τον εαυτόν τους!».

Οι Αλφαμίτες, άλλοι χαζογελούσαν, έσπαγαν πλάκα, και άλλοι τον έκοβαν με σφιγμένα φρύδια. Μα ο Ασημάκης δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα προσχήματα. Παράτησε το «επίσημο» ύφος και, ξαφνικά, ξέσπασε σε ένα κλάμα περίεργο, ανακατωμένο μ' ένα παράξενο χασκόγελο, οδοντωτό σαν πριόνι.

«Ποιον καταγάλανο ουρανό, βρε αθεόφοβοι!..».

Σήκωσε το χέρι του, και άνοιξε κατά το Διοικητήριο την παλάμη του, με τα δάχτυλα τεντωμένα. «Ποιον καταγάλανο ουρανό, που μας ρημάξατε στο ξύλο!.. Βρε, ποια γαλάζια θάλασσα, βρε λωποδύτες, που μας τσακίσατε τα κόκαλα... Ποια κολυμπήθρα του Σιλωάμ, βρε αλήτες, που μας ξεράνατε στον ήλιο, σαν τα χταπόδια. Και τώρα μας λέτε...».

Δεν πρόφτασε να πει άλλη λέξη. Στη στιγμή, τρεις - τέσσερις Αλφαμίτες έπεσαν απάνω του σαν τα κοράκια. Ενας του καπάκωσε το στόμα με τη χερούκλα του, για να μην ακούγονται αυτά που έλεγε, κι όλοι μαζί, τον πήραν σηκωτό και πήγαν και τον πέταξαν σαν τσουβάλι μέσα στο αντίσκηνό του.

Συνέχιζε, έτσι μπρούμυτα να «βγάζει λόγο», ώσπου τον πήρε ο ύπνος, μέσα στο κλάμα και στο αναφιλητό.

«Μα ...εθεωρείτο από τους ειλικρινώς ανανήψαντας... Είχε στείλει και επιστολάς. Εδιάβασε και ομιλία...», έλεγε με αγανάκτηση, αλλά και με κάποια απογοήτευση ένας «διαφωτιστής», προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, στον ανθυπολοχαγό, που έφτασε τρέχοντας κι εκείνος, για να ιδεί τι συμβαίνει.

Αμέσως, διέταξαν τον καντινιέρη να μη δώσει σε κανέναν άλλο κρασί.

«Μόνο λεμονάδες και πορτοκαλάδες», διευκρίνισε ο κύριος ανθυπολοχαγός. «Είπαμε, χρονιάρες μέρες, να κάνουμε λίγο κέφι παραπάνω, αλλά όχι να χαλάσουμε και τα στομάχια μας... Ετσι παιδιά;..». Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελο έβγαινε απ' τα χείλια του στυφό, ξινισμένο.

Εγινε, ύστερα, στο Διοικητήριο, σύσκεψη αξιωματικών του επιτελείου του «Κέντρου», ειδικά για το θέμα των ανηλίκων.

«Δεν ανένηψε κανείς τους! Είναι όλα, βαμμένα Βουλγαρόπουλα!..». Ελεγε, και χειρονομούσε ξαναμμένος ένας ταγματάρχης. «Με την πρώτη ευκαιρία, θα μας μπήξουν το μαχαίρι στην πλάτη αυτοί. Οσο πιο βαθιά μπορέσουν!.. Προτείνω να εισηγηθούμε εις τον Οργανισμόν Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου, όπως επιστραφούν εις τας φυλακάς, ως ανεπίδεκτοι εθνικής αναμορφώσεως».

Δεν πέρασε πολύς καιρός, και άρχισε το ξήλωμα του κλωβού. Τους φόρτωναν λίγους λίγους στο καΐκι για το Λαύριο, κι από κει, τους σκόρπισαν σε διάφορες φυλακές, «διά την έκτισιν του υπολοίπου της ποινής τους».

(Από το βιβλίο «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη»)


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ