ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Φλεβάρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Ποιος θα πουλήσει την Ακρόπολη;

Σε μια περίοδο, κατά την οποία οι βροχές και οι πλημμύρες καταστρέφουν οικογενειακά νοικοκυριά, καλλιέργειες και οδηγούν στην επιδείνωση της πάσχουσας οικονομίας, οι ανευθυνο-υπεύθυνοι προωθούν, «ευθέως ή πλαγίως», τον αποχαρακτηρισμό δασών. Και, συνεπώς, τη «νομιμοποίηση» της παράνομης δόμησης, το μπάζωμα ρεμάτων, χειμάρρων, υγροβιότοπων και της ανατροπής της φυσικής ροής.

Ολα, βορά στο κέρδος, στην ιδιωτικοποίηση, στο ξεπούλημα των πάντων, ωσάν το μαγαζί να βρίσκεται «υπό διάλυσιν», όπως άλλωστε συμβαίνει στα καταστήματα που έχουν κηρύξει πτώχευση.

Αντικείμενο εκμετάλλευσης γίνεται η ζώνη του χειμερίου κύματος και ο γιαλός, δάση, βραχονησίδες, η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, ακόμη και αρχαιολογικοί χώροι. Και, βέβαια, ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων.

Μας μένει η Ακρόπολη, που μετά την ολοκλήρωση των έργων, την «επιστροφή» στη μετόπη του Παρθενώνα των κλεμμένων, θα αποκτήσει μεγαλύτερη... εμπορική αξία και ίσως βάλει σε πειρασμό όσους θα ήθελαν να την «ιδιωτικοποιήσουν».

Η προοπτική παραπέμπει στο ανέκδοτο από μια σύναξη καρδιναλίων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο γραμματικός πηγαινοερχόταν κάθε τόσο και κάτι ψιθύριζε στο αυτί του Πάπα, ο οποίος φαινόταν εξαιρετικά ταραγμένος:

- Και τι σου λέει, Αγιε Πατέρα, και εκνευρίζεσαι τόσο; ρωτούν οι καρδινάλιοι.

- Οτι μας προσφέρουν δέκα δισεκατομμύρια δολάρια, ή το ισόποσο σε ευρώ.

- Και γιατί δεν τα παίρνομε;

- Γιατί μας ζητάνε σε όλες τις δεήσεις μας και στη θέση του «ΑΜΗΝ» να λέμε το όνομα γνωστής πολυεθνικής πετρελαιοειδών!

Το ανέκδοτο δεν απέχει από το κλίμα και το πνεύμα των καιρών. Εταιρίες κερδοσκόπων, καραδοκούν και ελπίζουν ότι θα τους πληρώνουμε «μεσιτικά» για να δούμε τον Ηνίοχο στους Δελφούς, ή τα ανεπανάληπτα ευρήματα της Σαντορίνης, του Δίου κ.ο.κ...


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ


ΤΡΑΠΕΖΕΣ
«Μοχλός» των αναδιαρθρώσεων στην οικονομία

Οι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις της δεκαετίας του '90 στην υπηρεσία του στρατηγικού στόχου της πλουτοκρατίας

Η δράκα του ντόπιου και ξένου τραπεζικού κεφαλαίου μαζί με τους διάφορους ρεντιέρηδες και κερδοσκόπους του διεθνούς χρηματεμπορίου, ήταν από τους μεγάλους κερδισμένους από τη λεγόμενη διαδικασία της σύγκλισης με την ΟΝΕ, που ακολούθησαν με «θρησκευτική ευλάβεια» οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στο ίδιο διάστημα, η πολιτική που ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα, και από τα δυο αυτά κόμματα, ήταν κομμένη και ραμμένη στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Και δεν ήταν μόνο η πολύχρονη πολιτική λιτότητας, το σφίξιμο του ζωναριού. Τα λαϊκά στρώματα «πλήρωσαν το μάρμαρο» και εξαιτίας της νομισματικής πολιτικής. Η σημερινή κατάσταση και η διαφαινόμενη κρίση που απειλεί να πλήξει την ελληνική οικονομία, είναι στην πραγματικότητα η συνέχεια της υπερσυσσώρευσης κερδών και κεφαλαίων που χαρακτήρισε με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του '90.

Πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, από το δεύτερο εξάμηνο του 1994 μέχρι και το 2000, οι εισροές ξένων χρηματιστικών κεφαλαίων στην ντόπια διατραπεζική αγορά προκαλούσαν μόνιμα «πλεόνασμα ρευστότητας». Οπως σημειώνεται και στην πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) οι εισροές και η πλεονάζουσα ρευστότητα «κατέστησαν αναγκαίες τις συνεχείς παρεμβάσεις από την ΤτΕ για την απορρόφηση της ρευστότητας, που «ενείχε σοβαρό κόστος για την ΤτΕ, λόγω πληρωμών τόκων προς τις εμπορικές τράπεζες». Για το «μάρμαρο», τα αστρονομικά ποσά τόκων που δόθηκαν στους κερδοσκόπους προκειμένου να μη κυκλοφορήσει παραπανίσιο ρευστό στην αγορά (με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία), καθώς και για το ύψος των συναλλαγματικών εκροών της περιόδου, δεν υπάρχει κάποιο επίσημο στοιχείο. Τα ποσά αυτά που πληρώθηκαν από τον ελληνικό λαό κρατιούνται ακόμη και σήμερα επτασφράγιστο μυστικό. Γεγονός είναι ότι οι συναλλαγματικές εκροές πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις ιδιαίτερα στα χρόνια πριν από το «κλείδωμα της ισοτιμίας» και την έλευση του ευρώ και επίσης το 1994 κατά το τελικό στάδιο της απελευθέρωσης στην κίνηση κεφαλαίων.

Το πανηγύρι των κερδοσκόπων έγινε στο φόντο της λεγόμενης σταδιακής απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος που υπηρέτησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για το έτος 1986 (μνημονεύεται στην πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ) σημειώνει χαρακτηριστικά: Εάν οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν είχαν απελευθερωθεί «από τον ασφυκτικό κλοιό ενός εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος εξειδικευμένων κανόνων, λεπτομερειακών ρυθμίσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών το οποίο είχε καθιερωθεί βαθμιαία από τα μέσα της δεκαετίας του 1950» και πως αν κατά συνέπεια δεν είχαν αναπτυχθεί πρώτα οι αγορές χρήματος και κρατικών τίτλων, δε θα ήταν εφικτή η χρήση έμμεσων μεθόδων νομισματικού ελέγχου στην Ελλάδα, πόσο μάλλον η υιοθέτηση του λειτουργικού πλαισίου του ευρωσυστήματος...

Η λεγόμενη απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος ήταν βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση κοινοτικού δανείου προς της Ελλάδα για τη στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Ετσι μεταξύ άλλων η απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ (Μάρτης του 1991) έβαζε όρο την οριστική κατάργηση, το αργότερο μέχρι τον Ιούλη του 1993, στο «σύστημα υποχρεωτικής χρηματοδότησης του βιοτεχνικού κλάδου με προτιμησιακά επιτόκια». Η επιταγή της τότε ΕΟΚ έγινε πράξη από την κυβέρνηση και την ηγεσία της ΤτΕ ακριβώς μέσα στις συγκεκριμένες προθεσμίες. Και από τη σκοπιά αυτή προκύπτει ανάγλυφα ο βαθύτατα ταξικός χαρακτήρας των αναδιαρθρώσεων στο τραπεζικό σύστημα: Από τη μια πλευρά επιδοτήθηκαν με αστρονομικά επιτόκια οι τραπεζίτες και οι μεγαλορεντιέρηδες και από την άλλη (στο όνομα της απελευθέρωσης, της κατάργησης των... πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών κλπ.)απαγορεύτηκαν τα «προτιμησιακά επιτόκια» για τη δανειοδότηση των μικροβιοτεχνών. Η στρατηγική αναδιαρθρώσεων στην ελληνική οικονομία που ακολούθησε το μεγάλο κεφάλαιο με όχημα την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και στο πλαίσιο της ένταξης στην ευρωζώνη, ξεκινά πριν από το 1990. Ετσι από το 1988 διαπιστώνουν ότι «εκλείπει ο ρόλος της ΤτΕ στη διοχέτευση κεφαλαίων προς την Αγροτική Τράπεζα». Είναι φανερό ότι η πολιτική ξεκληρίσματος της μικρομεσαίας αγροτιάς και η μετατροπή της ΑΤΕ σε καθαρά εμπορική τράπεζα αποτέλεσε μια από τις πρώτες βασικές επιλογές της πλουτοκρατίας στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων. Την ίδια χρονιά (1988) επιτρέπεται ρητά στις εμπορικές τράπεζες να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, «όπως τουριστικές επιχειρήσεις, μεταφορικές επιχειρήσεις, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κλπ.». Επομένως προκύπτει σαφέστατα ότι η αναδιάρθρωση (χτύπημα ορισμένων τομέων και «ανάπτυξη» άλλων) κάθε άλλο παρά τυχαία έγινε. Αντίθετα ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών από το μεγάλο κεφάλαιο και τις διάφορες κυβερνήσεις που προωθήθηκαν με συγκεκριμένες κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις. Σταθμός στη διαδικασία της «απελευθέρωσης» ήταν η οριστική κατάργηση (το 1994) της υποχρέωσης των εμπορικών τραπεζών να επενδύουν ένα ποσοστό των καταθέσεών τους σε έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, ομολογίες κρατικών δανείων και σε δάνεια δημοσίων επιχειρήσεων. Είναι φανερό ότι η κατάργηση της συγκεκριμένης «υποχρέωσης» έγινε προκειμένου να αναπτυχθεί η «αγορά κρατικών ομολόγων», από την οποία θησαύρισαν και θησαυρίζουν οι τραπεζίτες και οι άλλοι ρεντιέρηδες που λυμαίνονται το δημόσιο χρέος της χώρας.

Στα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια από το 1989 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) επιτρέπεται στις τράπεζες να καθορίζουν ελεύθερα το επιτόκιο και τους όρους. Το 1993 απελευθερώνονται και οι όροι χορήγησης στεγαστικών δανείων από την Αγροτική Τράπεζα προς τους αγρότες, ενώ το 1994 αφήνονται ελεύθερα τα επιτόκια και οι όροι χρηματοδότησης στα καταναλωτικά δάνεια. Η ηγεσία της ΤτΕ ετοιμάζεται να εφαρμόσει μέσα στο 2003 το τελευταίο μέτρο της απελευθέρωσης στην καταναλωτική πίστη που αφορά την κατάργηση του πλαφόν των 25.000 ευρώ που ισχύει στα προσωπικά και τα καταναλωτικά δάνεια. Ομως και οι ίδιοι «προβληματίζονται» για το ενδεχόμενο αδυναμίας αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων και συσσώρευσης επισφαλειών στις τράπεζες... Αλλωστε το ενδεχόμενο μιας απότομης κρίσης είναι πλέον ορατό.


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ