Μικρή αναφορά στον μουσικό δημιουργό, με αφορμή τα 247 χρόνια από τη γέννησή του
Από τα επτά παιδιά που απόκτησαν ο βιολιστής Λεοπόλδος Μότσαρτ και η Αννα Μαρία Περτλ επέζησαν μόνο δύο: Η Νανέρλ, που γεννήθηκε το 1751 και ο Ιωάννης Χρυσόστομος Βόλφγκανγκ Αμαντέους, που γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1756 στην πόλη του Αλατιού, στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας.
Ο Βόλφγκανγκ άρχισε να περπατάει, όταν ήταν τριών ετών, καθώς μέχρι τότε δεν έπρεπε να πίνει γάλα και ο «παιδίατρος» είχε συστήσει μια «δίαιτα» με νερό, και τα βήματά του, ευθύς εξ αρχής, τον οδήγησαν στο μαύρο πιάνο του σπιτιού. Στα τρία του χρόνια τραγουδούσε τις μελωδίες που άκουγε από τον πατέρα του, ενώ στα τέσσερά του μπορούσε να τις επαναλάβει στο πιάνο.
Ο Λεοπόλδος άρχισε να διαβάζει, χαμογελώντας, το πρώτο μινουέτο που έγραψε ο Βόλφγκανγκ στα έξι του και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα, καθώς πίσω από την αφελή σύνθεση, διέγνωσε μια μουσική μεγαλοφυία.
Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ αποφάσισε να γίνει ο γιος του μεγάλος συνθέτης και οργάνωσε μια περιοδεία, με πρώτο σταθμό για τον Βόλφγκανγκ και την αδελφή του το Μόναχο, ενώ το 1762 έπαιξαν στη Βιέννη ενώπιον του αυτοκρατορικού ζεύγους, προκαλώντας ατέλειωτες επευφημίες.
Η δεύτερη περιοδεία πραγματοποιήθηκε το 1763, ενώ το 1764 ο Βόλφγκανγκ έπαιξε ενώπιον του βασιλιά Γεωργίου Γ΄ στο Λονδίνο. Στο Τσέλσι συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία και αργότερα στο Λονδίνο τη δεύτερη. Το 1767 στο Σάλτσμπουργκ, ο Μότσαρτ συνέθεσε το ορατόριο «Το χρέος της πρώτης εντολής», που ανέβηκε το Μάρτη του 1767, προκαλώντας γενικό θαυμασμό, αλλά και το φθόνο διαφόρων πιανιστών και συνθετών που έβλεπαν σε αυτόν έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή. Αυτός ο φθόνος εμπόδισε το ανέβασμα της πρώτης του όπερας με τίτλο «Η Ψευδοαπλοϊκή» που έγραψε το 1768.
Η σύνθεσή του «Ελέησόν με ο Θεός» για τρεις φωνές, οδήγησε τον κληρικό Ιωάννη Βαπτιστή Μαρτίνι, ο οποίος είχε παραδώσει μαθήματα αντίστιξης στον Μότσαρτ, να προτείνει να γίνει ο 14χρονος Βόλφγκανγκ μέλος της Φιλαρμονικής Ακαδημίας, πρόταση που έγινε δεκτή, κατά παράβαση του κανονισμού, ο οποίος δεν επέτρεπε σε κανέναν να γίνει μέλος πριν συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας του.
Τον Οκτώβρη του 1771, στο Μιλάνο, ανέβηκε ο «Ασκάνιος», που παίχτηκε επί είκοσι βραδιές σε κατάμεστο θέατρο.
Το Σάλτσμπουργκ όφειλε την πολιτιστική ευφορία του στον αρχιεπίσκοπο Σιγισμούνδο Γ΄ Στράτενμπαχ, ο οποίος πέθανε το 1771 και τη θέση του κατέλαβε ο Ιερώνυμος Φραγκίσκος Ντε Πάουλα κόμης φον Κολορέντο, άνθρωπος άκαμπτος, αυστηρός και υπερόπτης. Ο φον Κολορέντο έδωσε στον Μότσαρτ την παραγγελία για την όπερα «Το όνειρο του Σκιπίωνος» και επιπλέον τον ονόμασε «μαέστρο κοντσέρτων της Αυλής» με ταπεινό μισθό.
Ο ονειροπόλος Βόλφγκανγκ απεχθανόταν τις δουλοπρεπείς υποκλίσεις του πατέρα του στον φον Κολορέντο και πνιγόταν τόσο στη θλιβερή ατμόσφαιρα της Αυλής, όσο και στα σαλόνια όπου αντιμετωπιζόταν ως ένας «υπέροχος μουσικός διασκεδαστής». Το 1774 έλαβε, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του φον Κολορέντο, παραγγελία για μια «όπερα μπούφα» για το Καρναβάλι του Μονάχου του 1775. Πάνω σε λιμπρέτο του Ρανιέρι ντέι Καλτσάμπιζι, έγραψε τον «Ψευδοκηπουρό», που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία.
Το 1777 ο φον Κολορέντο αρνήθηκε στον Λεοπόλδο να συνοδεύσει το γιο του και μιας και δεν είχαν την πολυτέλεια να αρνηθούν το μισθό του βιολιστή, ο Βόλφγκανγκ έφυγε μαζί με τη μητέρα του και ύστερα από σύντομη παραμονή στο Μόναχο, το Αουκσμπουργκ και το Μανχάιμ κατέληξαν στο Παρίσι, όπου το 1778 ο Μότσαρτ συνέθεσε την «Παρισινή» Συμφωνία, ενώ εκεί, «για πρώτη φορά», όπως έγραψε στον πατέρα του, «είδε άνθρωπο να πεθαίνει και αυτός ο άνθρωπος ήταν η μητέρα μου». Στις 26 Σεπτέμβρη 1778 ο Μότσαρτ εγκατέλειψε το Παρίσι.
Ο πρώτος μουσικός στην ιστορία, που συγκρούστηκε με τους ισχυρούς ήταν ο Μότσαρτ που το 1779 παραιτήθηκε από την Αυλή του φον Κολορέντο, μην αντέχοντας άλλο τις ταπεινώσεις.
Στις 20 Ιανουαρίου 1781 «ανέβηκε» στη Βιέννη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Μότσαρτ, ο «Ιδομενέας» που θάμπωσε το κοινό αλλά όχι και την κριτική, που περιφρόνησε τον «επαρχιώτη μαεστράκο».
Στις 4 Αυγούστου 1782, ο Μότσαρτ παντρεύτηκε με την Κωνστάνς Βέμπερ - στην οποία αφιέρωσε το λυρικό δράμα «Αρπαγή απ' το Σεράι» -, προκαλώντας το θυμό του πατέρα του, ο οποίος άλλαξε γνώμη όταν τους επισκέφθηκε, αλίμονο, για τελευταία φορά το 1785. Ο Βόλφγκανγκ και η Κωνστάνς ήδη είχαν χάσει ένα μωρό, ενώ ένα δεύτερο γεννήθηκε.
Από το 1782 έως το 1785 ο Μότσαρτ αφοσιώθηκε στη σύνθεση οργανικής μουσικής, ενώ την 1η Μάη 1786, το «μπιζάρισμα» στην πρώτη των «Γάμων του Φίγκαρο», σε λιμπρέτο του Λορέντζο Ντα Πόντε, διήρκεσε όσο και η παράσταση.
Τα χειροκροτήματα όμως δεν αρκούσαν, για να αντιμετωπιστεί η καθημερινή ανέχεια και ο φθόνος που είχε όνομα: Αντόνιο Σαλιέρι, διευθυντής όλων των αυτοκρατορικών θεάτρων.
Ο «Δον Τζιοβάνι» σε λιμπρέτο του Λορέντζο ντα Πόντε, ήταν το δώρο του Μότσαρτ στην Πράγα που τον λάτρευε. Η ημερομηνία - σταθμός στην ιστορία της μουσικής, ήταν εκείνη της πρώτης της, στις 29 Οκτωβρίου 1787, όμως από τα χειροκροτήματα έλειπαν εκείνα του Λεοπόλδου, που είχε «φύγει» στις 28 Μάη 1787.
Ο τίτλος του «αυλικού μουσικού» που του απονεμήθηκε δε βελτίωσε καθόλου την οικονομική κατάσταση του Βόλφγκανγκ. Το 1788 έγραψε τις τρεις τελευταίες του συμφωνίες: Σε Μι ύφεση, σε Σολ μινόρε και σε Ντο ματζόρε «Συμφωνία του Διός».
Η όπερα «Ετσι κάνουν όλες», η οποία ανέβηκε στις 29 Ιανουαρίου 1790 ήταν η τελευταία, πριν το θάνατό του, παραγγελία του Ιωσήφ Β΄ στον Μότσαρτ. Ο αδελφός του ο Λεοπόλδος Β΄, που τον διαδέχτηκε, ήταν αδιάφορος για τη μουσική. Ο Μότσαρτ έψαχνε να βρει μαθητές για μαθήματα πιάνου, ενώ μέσα σε συνθήκες απερίγραπτης φτώχειας και με κλονισμένη υγεία γράφει τον «Μαγεμένο Αυλό».
Στις 6 Απρίλη 1791 η Πράγα στην πρώτη της «Επιείκειας του Τίτου» αντίκρισε έναν χλωμό, γεμάτο αγωνία, μαέστρο.
Το 1791 γεννήθηκε ο γιος του, ο οποίος πήρε το ίδιο όνομα, ενώ λίγες μέρες μετά, τον Βόλφγκανγκ τάραξε πολύ μια παράξενη μαυροντυμένη φιγούρα που κόμιζε μια ανυπόγραφη, συνοδευόμενη από προκαταβολή, επιστολή - παραγγελία για ένα «Ρέκβιεμ».
Η φιγούρα ήταν ο γραμματικός του κόμητος Βάλσεγκ, που παρίστανε τον συνθέτη και παρουσίαζε ξένα έργα για δικά του. Ο Μότσαρτ παθαίνει ξαφνικές λιποθυμίες, σπασμούς και παραμιλητά, ενώ το βράδυ της 19ης Νοέμβρη 1791 αρρώστησε άσχημα.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1791, ο Μότσαρτ, έδωσε οδηγίες στον μαθητή του Συσμάγιερ για τα μέρη του «Ρέκβιεμ», που δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει. Τη νύχτα έχασε τις αισθήσεις του και στη μία το πρωί, ξημερώνοντας η 5η Δεκέμβρη «έφυγε». Ηταν 35 ετών.
Το άψυχο σώμα του τοποθετήθηκε πάνω στο πιάνο και κάποιος πήρε ένα γύψινο εκμαγείο του προσώπου του. Την κηδεία του, με το κάρο των απόρων προς τον κοινό τάφο των φτωχών, την ακολούθησαν ελάχιστοι - ανάμεσά τους και ο Σαλιέρι- οι οποίοι στο δρόμο σκόρπισαν.
Πίσω έμειναν η Κωνστάνς και δύο ανήλικα παιδιά.
Η πρώτη του «Ρέκβιεμ» έγινε με το όνομα του φον Βάλσεγκ και έπρεπε να περάσει καιρός, για να γίνει ένδοξο με το όνομα του πραγματικού δημιουργού του.
Το γύψινο εκμαγείο με τη μορφή του έπεσε μια μέρα από τα χέρια της Κωνστάνς και έγινε θρύψαλα. Τίποτα από τη γήινη ύπαρξη του Βόλφγκανγκ δεν έμεινε. Τίποτε άλλο, εκτός από τη μουσική του, την αγνότερη μουσική των αιώνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τζίνο Πουνιέτι: «Μότσαρτ, Arnoldo Mondadori» (ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ, από τη σειρά «Οι μεγάλοι όλων των εποχών»).
Γεώργιος Δρόσος: «Β.Α. Μότσαρτ 1. Η ζωή, το έργο, η εποχή του» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος).