ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Φλεβάρη 2003
Σελ. /32
ΙΡΑΚ - ΗΠΑ
Οταν τα συμφέροντα γίνονται «αντιπολεμική ευαισθησία»

Associated Press

«Στην τελική ευθεία», διαμηνύει ο Λευκός Οίκος ότι έχει εισέλθει η κρίση με το Ιράκ. Στο διάγγελμά του για την «Κατάσταση του Εθνους», ο Τζορτζ Μπους ανήγγειλε ότι θα ζητήσει νέα σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας, προκειμένου να παρουσιάσει η Ουάσιγκτον τα «αποδεικτικά στοιχεία» που διατείνεται ότι διαθέτει, ώστε να εκβιάσει την κήρυξη του Ιράκ «σε ρήξη» με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Οι Αμερικανοί επιτελείς δεν κρύβουν, πλέον, την ανυπομονησία τους «για τον αφοπλισμό του Ιράκ με στρατιωτικό ή ειρηνικό τρόπο, με ή χωρίς απόφαση του ΟΗΕ». Παράλληλα, έχουν φροντίσει, έτσι ώστε τα αμερικανικά στρατεύματα να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα για εξαπόλυση επίθεσης από στιγμή σε στιγμή, αφού η στρατιωτική κινητοποίηση που έχει γίνει ξεπερνά ακόμη και τις ετοιμασίες πριν από τον πόλεμο του Κόλπου.

Η διαβεβαίωση Μπους, περί δημοσιοποίησης «αποδεικτικών στοιχείων», έγινε δεκτή θετικά, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι οι διαφωνούντες με την αμερικανική επιλογή της στρατιωτικής οδού υπαναχώρησαν από τις ενστάσεις τους. Οι γνωστές διαφωνίες, που είχαν, ήδη, γίνει εμφανείς πριν καν το Συμβούλιο Ασφαλείας καταλήξει στην απόφαση 1441 που δρομολογούσε την επανάληψη των επιθεωρήσεων, έχουν, πλέον, λάβει διαστάσεις σαφών αντιθέσεων. Μάλιστα, εν αναμονή της ενημέρωσης του Συμβουλίου Ασφαλείας από τους επικεφαλής των επιθεωρητών για την πορεία των ελέγχων, οι δύο πλευρές του Ατλαντικού αντάλλαξαν ουκ ολίγες «φιλοφρονήσεις» και οι διαφωνίες οξύνθηκαν σε επίπεδο ρήξης.

Αποκορύφωμα ήταν ο χαρακτηρισμός «γηραιά Ευρώπη, που έχει απολέσει την ισορροπία εξουσίας», που απηύθυνε ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, στις Γαλλία - Γερμανία, μετά την κοινή τους διακήρυξη ενάντια στην προοπτική κήρυξης πολέμου στο Ιράκ. Παρίσι και Βερολίνο απάντησαν «καταλλήλως», τονίζοντας ότι «η γηραιά Ευρώπη έχει και γηραιότερη πείρα και πολιτισμό». Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα στους κόλπους της «Ενωμένης Ευρώπης», μετά τη δημοσιοποίηση της επιστολής των 8 Ευρωπαίων ηγετών (Βρετανία - Ισπανία - Ιταλία - Πορτογαλία - Δανία - Πολωνία - Ουγγαρία - Τσεχία), οι οποίες τάχθηκαν στο πλευρό των ΗΠΑ και έδωσαν «σάρκα και οστά» στη «νέα Ευρώπη» του Ράμσφελντ.

Στη λεκτική αυτή «ανταλλαγή πυρών», απέφυγε να εμπλακεί η Μόσχα, αν και δεν έχασε ευκαιρία να επαναδιατυπώσει σε όλους τους δυνατούς τόνους την αντίθεσή της στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Σε ακόμη ηπιότερους τόνους, εξέφρασε την υποστήριξή του στη γαλλο-γερμανική θέση και το Πεκίνο.

Γύρω από αυτούς τους δύο φαινομενικά αντίθετους «πόλους» απόψεων, έχουν στοιχειοθετηθεί πολλές χώρες. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η επιστολή - «βόμβα» των 8 δεν ήταν παρά μια από τις τελευταίες κινήσεις στοιχειοθέτησης των δύο «αντίπαλων στρατοπέδων, ενόψει της τελικής διπλωματικής αναμέτρησης για τον πόλεμο στο Ιράκ». Ο διχασμός αυτός, εκτός από την ΕΕ, έγινε εμφανής ακόμη και στο ΝΑΤΟ, καθώς, παρά τις αλλεπάλληλες συσκέψεις, οι σύμμαχοι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το πότε και το πώς, ακριβώς, θα ανταποκριθούν στο αμερικανικό αίτημα για παροχή «υποστηρικτικής βοήθειας» σε μια επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση κατά του Ιράκ, καθώς Γαλλία - Γερμανία - Λουξεμβούργο - Βέλγιο εκτιμούν ότι στην παρούσα φάση προηγούνται οι διπλωματικές προσπάθειες.

Πίσω από τις αντιπολεμικές ρητορείες

Ολοι ανεξαιρέτως οι διαφωνούντες με την κήρυξη πολέμου στο Ιράκ δεν έχουν κουραστεί να επαναλαμβάνουν τα αυτονόητα: Την ανθρωπιστική καταστροφή που θα προκληθεί, το ανυπολόγιστο κόστος σε ζωές, τις αστάθμητες συνέπειες εξαιτίας της αποσταθεροποίησης που θα δημιουργηθεί σε όλη την περιοχή, την έξαρση της τρομοκρατίας που θα πυροδοτηθεί και πολλά άλλα εξίσου εφιαλτικά. Τις εύλογες αυτές ανησυχίες συμμερίζεται, όπως δείχνουν τουλάχιστον οι αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις που διεξάγονται σε πολλές χώρες, η πλειοψηφία της διεθνούς κοινής γνώμης, και μάλιστα σε ορισμένες χώρες με συντριπτικό ποσοστό. Δε φαίνεται, όμως, αυτός να είναι ο λόγος που ορισμένες ηγεσίες επέλεξαν, έστω σ' αυτήν τη φάση, να εκφράσουν διαφωνίες στην αμερικανική θέση.

Ουδείς, παγκοσμίως, έχει την αυταπάτη ότι ο επικείμενος πόλεμος στο Ιράκ θα γίνει για να αφοπλιστεί το ιρακινό καθεστώς. Αλλωστε, ο ίδιος ο Πρόεδρος Μπους υπεράσπισε την τακτική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών» που ακολουθεί, τονίζοντας ότι «διαφορετικές απειλές, χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση». Επιπλέον, όλοι γνωρίζουν ότι όπλα μαζικής καταστροφής διαθέτουν πολλές άλλες χώρες, με πρώτες τις ΗΠΑ, χωρίς, όμως, να απειλούνται με μια νέα «Καταιγίδα της Ερήμου». Πόσο, μάλλον, δεν πείθει η διακήρυξη Μπους περί «υπεράσπισης των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του ιρακινού λαού με την ανατροπή του καθεστώτος Χουσεΐν», όταν η Ουάσιγκτον στήριξε και στηρίζει δεκάδες άλλα καταπιεστικά δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο, χωρίς να επιδεικνύει ανάλογη ευαισθησία.

Στόχος του πολέμου είναι ξεκάθαρα η διασφάλιση του ελέγχου της, γεωστρατηγικά υπερπολύτιμης, περιοχής του Κόλπου. Της περιοχής της «Ευρασίας», που χρόνια πριν, στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα», ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι περιέγραφε ως το «βασικό πεδίο μάχης για να διατηρηθεί η αμερικανική ηγεμονία». Ενα «πεδίο μάχης», που βρίθει από πετρελαϊκά κοιτάσματα και κοιτάσματα φυσικού αερίου, ενώ, παράλληλα, αποτελεί και το βασικό κόμβο μεταφοράς της πολύτιμης αυτής ενέργειας.

Δεν είναι τυχαίες οι εκτιμήσεις αναλυτών και αξιωματούχων, που υποστηρίζουν ότι ένας πόλεμος στο Ιράκ θα σηματοδοτήσει την αλλαγή των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή. Ούτε, ατυχώς, διέρρευσαν σχέδια ακόμη και διαμελισμού της Σ. Αραβίας από το αμερικανικό Πεντάγωνο. Ούτε ήταν εκ παραδρομής η δήλωση υψηλόβαθμου Βρετανού αξιωματούχου, τον Αύγουστο στο περιοδικό «Νιούσγουικ», ο οποίος διατεινόταν ότι «όλοι θέλουν να πάνε στη Βαγδάτη, αλλά οι πραγματικοί άνδρες θέλουν να φτάσουν στην Τεχεράνη».

Η σκακιέρα των (γνωστών) συμφωνιών

Η προοπτική των γενικότερων αυτών ανακατατάξεων είναι γνωστή σε όλους. Ομως, ο τρόπος που η Ουάσιγκτον έχει επιλέξει να προωθήσει για να τις πετύχει, δεν ικανοποιεί όλους τους «εμπλεκομένους» στη σκακιέρα της Ευρασίας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο Ιράκ, ο πλέον θιγόμενος από μια ενδεχόμενη αμερικανική επικράτηση, με βάση τα γνωστά στοιχεία, μοιάζει να είναι η Ρωσία. Ρωσικές πετρελαϊκές εταιρίες έχουν υπογράψει συμφωνίες δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εκμετάλλευση των ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων.

Προσφάτως, επανατέθηκε σε ισχύ η συμφωνία της «Lukoil» για το κοίτασμα της Δ. Κούρνα (3,7 δισ. δολάρια), ενώ για 42 δισ. δολάρια η «Slavneft» ανέλαβε την εκμετάλλευση του κοιτάσματος της Τούμπα. Επιπλέον, η Μόσχα, μέσω εταιριών της, έχει αναλάβει, έναντι 40 δισ. δολαρίων, σειρά έργων ανοικοδόμησης στο Ιράκ, από τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις μέχρι το υδροδοτικό και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ας μην ξεχνάμε και τα χρέη δισ. του Ιράκ προς τη Μόσχα από την εποχή της ΕΣΣΔ.

Συμφωνίες έχουν υπογράψει και γαλλικές πετρελαϊκές εταιρίες, όπως η «TotalElfFina», που έχει αναλάβει την εκμετάλλευση του γιγαντιαίου κοιτάσματος Μαγνούν. Εκτός, όμως, από τα πετρέλαια, το ημικατεστραμμένο Ιράκ, από το 1991, είναι πεδίο δόξης λαμπρόν για οποιαδήποτε εταιρία. Ισως γι' αυτό, τον περασμένο Νοέμβρη και παρά το γεγονός ότι τα σύννεφα του πολέμου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται πάνω από τον Κόλπο, εκατοντάδες επιχειρηματικές αντιπροσωπείες από όλο τον κόσμο, μετέβησαν στη Βαγδάτη για να συμμετάσχουν στη 10η ετήσια εμπορική έκθεση.

Ξεχώρισαν οι αντιπροσωπείες από τις Κίνα, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Τουρκία, Δανία, Ιράν, ενώ οι πολυπληθέστερες ήταν αυτές των Γαλλίας - Γερμανίας, που παρουσίασαν προτάσεις από γεωργικά μηχανήματα μέχρι εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας και από προγράμματα ανακατασκευής του συνόλου του οδικού δικτύου μέχρι σχέδια ανέγερσης και εκσυγχρονισμού νοσοκομείων. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη έκθεση εκπροσωπήθηκε, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, με 155 επιχειρηματίες και η Σ. Αραβία. Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Ιράκ έχει υπογράψει με αρκετές αραβικές χώρες εμπορικές συμφωνίες ύψους 1 δισ. δολαρίων, από το 2000.

Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τις πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις και συμφωνίες ρωσικών, γαλλικών και κυρίως γερμανικών, αλλά ακόμη και βρετανικών ή νορβηγικών εταιριών στο γειτονικό Ιράν, που επίσης βρίσκεται στο μάτι του αμερικανικού κυκλώνα, τότε γίνεται πασιφανής ο λόγος, που ορισμένες ηγεσίες επιμένουν τόσο έντονα αντιπολεμικά. Αμερικανοί αξιωματούχοι, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών που είχαν με στελέχη της λεγόμενης ιρακινής αντιπολίτευσης του εξωτερικού, υποστήριζαν ότι σε ένα «μετά - Σαντάμ» καθεστώς θα γίνει «η καλύτερη δυνατή, για το συμφέρον του ιρακινού λαού, εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου».

Αυτό, μέσα από τα απλά λόγια του φιλοαμερικανικού Εθνικού Ιρακινού Κογκρέσου του Αχμάντ Τσαλαμπί, που συμμετέχει στο συνασπισμό της λεγόμενης αντιπολίτευσης, σημαίνει ότι «αν αποδειχθεί συμφέρον, τη μερίδα του λέοντος θα πάρουν οι αμερικανικές εταιρίες». Ο Τσαλαμπί, μάλιστα, δε διέψευσε ότι έχει, ήδη, συναντήσεις με εκπροσώπους των αμερικανικών «ExxonMobile» και «ChevronTexaco», για το μοίρασμα της πετρελαϊκής πίτας μετά τον Σαντάμ, όπως υποστηρίζουν δημοσιογραφικές πληροφορίες. Ούτε, όμως, διέψευσε ότι ανάλογου περιεχομένου επαφές, οι επίδοξοι αντικαταστάτες του Σαντάμ είχαν και με εκπροσώπους ρωσικών, γαλλικών, γερμανικών και βρετανικών επιχειρήσεων.

Ισως, σαφέστερα από όλους, το θέμα έθεσε ο εκτελεστικός διευθυντής της, βρετανικών συμφερόντων, πετρελαϊκής ΒΡ, Λορντ Μπράουν. «Σε επαφές, που είχαμε τόσο με Βρετανούς, όσο και με Αμερικανούς αξιωματούχους, καταστήσαμε σαφές ότι εάν αλλάξει το ιρακινό καθεστώς θα αφεθεί ελεύθερο το πεδίο δράσης στις πετρελαϊκές εταιρίες, που θα θελήσουν να δραστηριοποιηθούν εκεί, και δε θα υπάρξει προνομιακή μεταχείριση για τις αμερικανικές εταιρίες», δήλωνε δημοσίως ο Μπράουν ήδη από τα τέλη Οκτωβρη.

Προφανώς, η πορεία αυτών των διαπραγματεύσεων, που φυσικά γίνονται πίσω από το προσκήνιο των δηλώσεων περί όπλων μαζικής καταστροφής και άλλων τινών «ανθρωπιστικών ευαισθησιών», θα κρίνει και την τελική μορφή των διπλωματικών «στρατοπέδων», ενόψει μιας πολεμικής σύρραξης.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ