Οργή, απόλυτα δικαιολογημένη για τις υψηλές ανατιμήσεις στα εισιτήρια, που - όπως είχε καταγράψει στα ρεπορτάζ του ο «Ρ» από τον περασμένο Ιούνη - τον Οκτώβρη του 2010 θα φτάσουν το 135%. Οργή, δικαιολογημένη πολύ περισσότερο για την πολιτική όσων φορτώνουν στις εργατικές - λαϊκές οικογένειες ασταμάτητα, με ιδιωτικοποιήσεις πρώτα απ' όλα των εταιρειών στρατηγικής σημασίας, με τα προγράμματα ενίσχυσης της «επιχειρηματικότητας» και «ανταγωνιστικότητας», με το χτύπημα της σταθερής εργασίας, με μέτρα και ρυθμίσεις που χτυπούν ανελέητα και ολόπλευρα τα λαϊκά δικαιώματα. Οργή που πρέπει να καταγραφεί ως μήνυμα αντίστασης και αντεπίθεσης, ενάντια στην πολιτική ΕΕ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, που αντιμετωπίζει τις λαϊκές ανάγκες ως «κόστος» ή εμπόδιο στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Γι' αυτό και στις 4 Οκτώβρη η κάλπη πρέπει να βγάλει ισχυρό ΚΚΕ, όσο πιο ισχυρό γίνεται.
«Δεν είναι δυνατόν από τους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς και από τα δύο κόμματα που διεκδικούν την αυτοδυναμία να μην υπάρχει καν απάντηση στο ερώτημα πώς θα αντιμετωπιστεί ο εφιάλτης της ανεργίας. Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα, αν θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίες και πόσες και με ποιον τρόπο». Η «ιερή οργή» και η «αγανάκτηση» που κατέλαβε τον Αλ. Τσίπρα - σε αυτόν ανήκουν τα παραπάνω λόγια - δεν αρκεί για να αποκρύψουν τον επιζήμιο και βαθιά οπορτουνιστικό ρόλο του. Πώς μπορεί να ισχυρίζεται ότι η πολιτική που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν απαντά στο ερώτημα για το πώς θα αντιμετωπιστεί η ανεργία; Δεν τους έχει ακούσει να λένε - και κυρίως να πράττουν - ποια είναι η συνταγή και η «απάντησή» τους; «Θα στηρίξουμε με κάθε μέσο τα μονοπώλια, ώστε να υπάρξει ανάπτυξη της οικονομίας και έτσι να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας». Δε βλέπει ότι δημιουργούν νέες θέσεις (ανασφάλιστης) εργασίας, με μισθούς πείνας, με ελαστικές μορφές απασχόλησης, κ.ο.κ; Γιατί, λοιπόν, προτιμά να κρύβει την «απάντηση» που δίνει η πολιτική που εφαρμόζουν τα δύο μεγάλα κόμματα και επιλέγει τις εύκολες κουβέντες και τη δημαγωγία; Προφανώς, επειδή δεν μπορεί να αγγίξει την ουσία, ότι δηλαδή η ανεργία δεν μπορεί να λυθεί στον καπιταλισμό και χρειάζεται αγώνας και πολιτική για την ανατροπή του.
«ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, μας έχουν αρπάξει πολλά». Αυτό είναι ένα από τα ...διαφημιστικά μηνύματα του ΛΑ.Ο.Σ. που κοσμεί κεντρικούς δρόμους στη χώρα. Χωρίς να θέλουμε να μπούμε στη διαδικασία της ανάλυσης, αν μη τι άλλο το συγκεκριμένο μήνυμα είναι σχετικά ξεκάθαρο. Αν το αποκωδικοποιούμε σωστά, απευθύνεται στο λαό και επισημαίνει πως τα δύο κόμματα όλα αυτά τα χρόνια τού έχουν αφαιρέσει πολλά και τον έχουν ξεζουμίσει.
Μάλιστα. Αφού λοιπόν έχουν έτσι τα πράγματα, πώς είναι δυνατόν τότε ο ΛΑ.Ο.Σ., με τέτοιου είδους διαπιστώσεις, να ...προσφέρεται με τόσο εκκωφαντικό τρόπο για κυβερνητική συνεργασία είτε με τη ΝΔ είτε με το ΠΑΣΟΚ; Γιατί επιδιώκει τη συμμετοχή του με ένα από τα δύο κόμματα, για τα οποία λέει ότι «έχουν αρπάξει πολλά»; Θεωρεί τίτλο τιμής τη συμμετοχή του σε μια τέτοιου είδους συνεργασία με ...άρπαγες ή θέλει να συμμετάσχει και αυτό στην αρπαγή του λαού στο πλαίσιο του συμπληρώματός του στον δικομματισμό;
Οπως και να 'χει θέλει πολύ μα πολύ θράσος από τι μια να τους καταγγέλλεις και από την άλλη να επιζητάς - ως άλλη Καλλιρρόη - μαζί τους συμμετοχή στην κυβερνητική κουτάλα.
Οπως θέλει πολύ θράσος, να μιλάς για «αρπαγές» όταν στηρίζεις τις αρπάχτρες, δηλαδή τους επιχειρηματίες. Και έχει δώσει εξετάσεις σ' αυτό, όταν με ανακοίνωσή του στις 16/10/2008 σημείωνε: «Οποιαδήποτε τράπεζα πιστεύει ότι έχει ανάγκη κεφαλαίων, απευθύνεται στην κυβέρνηση ζητώντας το πόσο που θα επιτρέψει τον ελάχιστο κίνδυνο. Η κυβέρνηση ζητά από την εκάστοτε τράπεζα να προβεί στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που χρειάζεται και η πολιτεία καλύπτει το 100%».
Μπορεί τέτοιου είδους θέματα να είναι το «αλατοπίπερο» μιας προεκλογικής εκστρατείας, στην οποία κυριαρχεί η εναγώνια προσπάθεια της πλειοψηφίας των «πρωταγωνιστών» της να κρύψουν τα βασικά που τους ενώνουν, μπας και «τσιμπήσει» κάποιος από τους εναπομείναντες αφελείς. Αλλά η ...«επιστράτευση» των χαρτών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού για την τεκμηρίωση των διοικητικών ορίων στα οποία ανήκει το μνημείο, οι «κραυγές» του νομάρχη Ηλείας που αντιδρά και οι υπουργικές αποφάσεις αυτού του τύπου παραπέμπουν σε ένα ακόμη «σύμπτωμα», χαρακτηριστικό μιας διαχρονικής πολιτικής που αντιμετωπίζει την πολιτιστική κληρονομιά σαν επιχειρηματικό - τουριστικό αντικείμενο.
Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα «προσπερνάται» από τους διάφορους «φωνασκούντες», αλλά και υπογραμμίζεται ακριβώς με τον τρόπο που αυτοί θέτουν το πρόβλημα: «Αρκετά πια με τα ρουσφέτια του κ. Σαμαρά» δήλωσε το ΠΑΣΟΚ για το θέμα, «δεν μπορεί (...) να μετατρέπει το ιστορικό μνημείο σε αντικείμενο ρουσφετολογικών αναγκών» δήλωσε και ο νομάρχης Ηλείας (ΠΑΣΟΚ). Το αίτημα «για τον τοπογραφικό προσδιορισμό του Ναού» υποβλήθηκε τον περασμένο Ιούλιο «σε ανύποπτη πολιτικά στιγμή» από το νομάρχη Μεσσηνίας, απαντά το ΥΠΠΟ.
Και οι δύο κρύβουν την ουσία. Η οποία είναι ότι η πολιτιστική κληρονομιά (και) στην Πελοπόννησο αποτελεί αντικείμενο «επενδυτικών» σχεδίων διαφόρων ιδιωτικών φορέων, από «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» και «τουρ - οπερέιτορς» μέχρι «καθαρόαιμες» επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ως πολιορκητικό κριό την «πολιτιστική χορηγία» και ακόμη την ίδια την ενσωματωμένη στην ιδιωτικοοικονομική διαχείριση «πρασινογάλαζη» Τοπική Αυτοδιοίκηση.