ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 19 Ιούνη 2018
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ
Κοκορομαχίες αλλά κουβέντα για τους σχεδιασμούς ΝΑΤΟ - ΕΕ

Copyright 2016 The Associated

Καταψηφίστηκε αργά το βράδυ του Σαββάτου, με 153 ψήφους «κατά» και 127 «υπέρ», η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η ΝΔ σε βάρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. «Υπέρ» της πρότασης δυσπιστίας ψήφισε και ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Δ. Καμμένος, για να τον θέσει πάραυτα εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας ο Π. Καμμένος.

Το ΚΚΕ είχε αποχωρήσει από τη συζήτηση την Παρασκευή, μη νομιμοποιώντας το σκηνικό - παρωδία που έστησαν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και ΝΔ αφού προηγουμένως με την ομιλία του ο ΓΓ της ΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, ανέπτυξε τις θέσεις του για το ζήτημα της συμφωνίας εκφράζοντας τη διαφωνία του Κόμματος και δηλώνοντας ότι το ΚΚΕ δεν πρόκειται να δώσει «πράσινο φως» στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.

Το στοιχείο, εξάλλου, που κυριάρχησε στη συζήτηση ήταν η ονοματολογία, η κοκορομαχία για το ποιος έχει τις σοβαρότερες ευθύνες για την όποια εξέλιξη και η «σιγή ασυρμάτου» για το ευρωατλαντικό περιεχόμενο της συμφωνίας, στο οποίο άλλωστε συγκλίνουν όλα τα αστικά κόμματα παρ' όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους. Με το κριτήριο της εμπλοκής στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς διαχειρίστηκαν το ζήτημα όλα τα προηγούμενα χρόνια είτε από τη θέση της κυβέρνησης είτε από αυτήν της αντιπολίτευσης και αυτό το «κόκκινο νήμα» διαπερνά την υπόθεση για 25 χρόνια, κάτι που φάνηκε από την ίδια τη συζήτηση.

Από την πλευρά της κυβέρνησης ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αραδιάσει τις ...«επιτυχίες» της κυβέρνησής του και να μιλήσει για τις «ιστορικές στιγμές» που «ζει» η χώρα, τόσο - όπως είπε - με το «τέλος των μνημονίων» όσο και με την «κατάληξη σε ένα κρίσιμο θέμα εξωτερικής πολιτικής». Ουσιαστικά συνέδεσε τα δύο ζητήματα προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να αναδείξει την πολιτική στήριξης της στρατηγικής της αστικής τάξης και στα δύο μέτωπα («εσωτερικό» και «εξωτερικό»), στο μεν πρώτο «σφραγίζοντας το πέρασμα της Ελλάδας από την εποχή της οικονομικής καχεξίας στην εποχή της ανάκαμψης», στο δε δεύτερο «το πέρασμα από μια εποχή στασιμότητας ενός προβλήματος στα σύνορά μας (...) στην εποχή της ισχυροποίησης της διεθνούς θέσης της χώρας». Δηλαδή, «ανάκαμψη» και «στρατηγική αναβάθμιση» πάνε χέρι χέρι.

Επανέλαβε επίσης τα «επιχειρήματα» για το «διπλωματικό μας κεφάλαιο», που «πρέπει να στοχοπροσηλωθεί στην Κύπρο και στο Αιγαίο», διερωτώμενος αν είναι προς το συμφέρον της χώρας «να κρατάμε με δική μας ευθύνη πια ανοιχτό ένα αχρείαστο μέτωπο στην εξωτερική μας πολιτική».

Ασκησε κριτική στη ΝΔ ακριβώς από αυτήν τη σκοπιά, δηλαδή στο κατά πόσο μπορεί να υπηρετήσει τη στρατηγική του κεφαλαίου και ότι μικροκομματικά ενδιαφέρεται μόνο για την πτώση της κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη δική του κυβέρνηση, που αναλαμβάνει «την ιστορική και πολιτική ευθύνη (...) να κάνουμε την Ελλάδα πρωταγωνίστρια δύναμη συνεργασίας και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια, ηγέτιδα δύναμη σταθερότητας και συνεργασίας στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης». Κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση ότι «ψαρεύει στα θολά νερά του εθνικισμού». Αξιοποιώντας αντιφάσεις της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων σε αυτό το θέμα έφερε σε αντιπαράθεση τη σημερινή στάση της ΝΔ με αυτή του Κ. Καραμανλή και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη παλιότερα.

Στην ίδια γραμμή, ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Κοτζιάς, κάνοντας χρήση κειμένων, σημειωμάτων και αλληλογραφίας από το αρχείο του ΥΠΕΞ, υποστήριξε ότι η σημερινή κυβέρνηση ουσιαστικά συνεχίζει την υπόθεση από εκεί που την είχαν αφήσει οι προηγούμενοι, κατηγορώντας σφοδρά τη ΝΔ και τις προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις για ατολμία να προχωρήσουν σε έναν συμβιβασμό.

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γ. Δραγασάκης, στάθηκε ιδιαίτερα στο πώς η συμφωνία εξυπηρετεί τους στρατηγικούς στόχους του ελληνικού κεφαλαίου για επιχειρηματική δράση στους τομείς των υποδομών, των μεταφορών της Ενέργειας, θέτοντας το στόχο για την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε οικονομική πρωτεύουσα των Βαλκανίων.

Επικεντρώνοντας στην ονοματολογία και τη διαδικασία

Για «βαριά εθνική υποχώρηση», καθώς «καμία ελληνική κυβέρνηση δεν δέχτηκε την ύπαρξη "μακεδονικής" εθνότητας και "μακεδονικής" γλώσσας», έκανε λόγο ο Κυρ. Μητσοτάκης, που απευθυνόμενος στους βουλευτές των ΑΝΕΛ, τους προειδοποίησε ότι «ψήφος κατά της πρότασης δυσπιστίας είναι ψήφος υπέρ της συμφωνίας Τσίπρα - Ζάεφ».

Ο πρόεδρος της ΝΔ κατηγόρησε ακόμα τον Αλ. Τσίπρα ότι δεν επιδίωξε συναίνεση για τη διαμόρφωση μιας «εθνικής» γραμμής, αλλά «έπαιζε από την αρχή ένα μικροκομματικό παιχνίδι σε βάρος των εθνικών συμφερόντων».

Να σημειωθεί ότι σε αυτό το πλαίσιο ο Κυρ. Μητσοτάκης - εμμέσως πλην σαφώς - καλλιέργησε το έδαφος της αποδοχής και υλοποίησης αυτής της συμφωνίας από μια μελλοντική κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζοντας: «Εσείς θα φύγετε από την εξουσία, αλλά για τη χώρα αυτή η συμφωνία που φέρατε θα είναι εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Γιατί η συμφωνία παράγει τετελεσμένα τα οποία θα είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν στο μέλλον».

Διαφοροποιημένα εμφανίστηκαν τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής για τη στάση τους απέναντι στη συμφωνία.

Για κυβέρνηση που «υποτάσσεται στις πιέσεις και επιχειρεί να κλείσει άρον άρον κρίσιμα εθνικά θέματα» έκανε λόγο η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, Φ. Γεννηματά, κατηγορώντας την ότι δεν επιδίωξε τον διάλογο και τη συνεννόηση, αλλά και τη ΝΔ για τους χειρισμούς της ως κυβέρνησης, ενώ ζήτησε «η συμφωνία να αλλάξει, να βελτιωθεί, πριν να είναι αργά». Ο Ευ. Βενιζέλος, από την πλευρά του, λιγότερο κατηγορηματικός απέναντι στην πρόταση, επισήμανε ότι υπάρχουν ζητήματα που κυρίως αφορούν τη γλώσσα και την ιθαγένεια που πρέπει να αντιμετωπιστούν, να διορθωθούν και να διευκρινιστούν πριν εγκριθεί η συμφωνία.

Ο Στ. Θεοδωράκης υποστήριξε τη συμφωνία προκειμένου να ανακοπεί η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στα Σκόπια μέσω της ένταξής τους σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. «Η Ελλάδα πρέπει να πάψει να σπαταλά δυνάμεις στον Βορρά. Πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειες μας, θα το ξαναπώ, στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Κύπρο», ανέφερε, προσθέτοντας: «Είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι θα μας πάρουν τον Λευκό Πύργο, ότι θα μας πάρουν τη Θεσσαλονίκη. Είναι αστείο. Είμαστε η μεγάλη δύναμη. Και μπορούμε αν το θέλουμε κι αν το σχεδιάσουμε καλά να κυριαρχήσουμε στα Βαλκάνια». Θέση υπέρ της συμφωνίας πήρε και ο Χ. Θεοχαρόπουλος από τη ΔΗΜΑΡ.


Ελλείψει επιχειρημάτων...

Μην έχοντας άλλη επιχειρηματολογία ώστε να αντικρούσουν την πεντακάθαρη θέση του ΚΚΕ για τη συμφωνία της κυβέρνησης με την ΠΓΔΜ, τα στελέχη και οι αρθρογράφοι του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν συστηματικά αλλά ανεπιτυχώς να ταυτίσουν τη θέση του Κόμματος με τις εθνικιστικές κορόνες που εκφράζονται από διάφορες πλευρές και να πείσουν ότι το ΚΚΕ άλλαξε θέση.

Βεβαίως αυτή η προσπάθεια κάθε φορά «σπάει τα μούτρα της» μπροστά στην πραγματικότητα, που λέει ότι: Το ΚΚΕ, σταθερά αυτά τα 25 χρόνια, σε αντίθεση με όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, έχει εκφράσει την αντίθεσή του στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή των Βαλκανίων και επομένως στην αντιμετώπιση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσφέρει εγγυήσεις «για την ασφάλεια, την ειρήνη και τη συνεργασία», όπως έχει δείξει η αιματοβαμμένη δράση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μέχρι σήμερα. Ολα αυτά τα χρόνια, σταθερά αναδεικνύει την ανάγκη αντιμετώπισης - ουσιαστικά και όχι στα λόγια - των αλυτρωτισμών, που αφήνουν ανοιχτά τα ενδεχόμενα για διεκδίκηση εδαφών και αλλαγών συνόρων.

Το κίνητρο για τη συμφωνία από την πλευρά της κυβέρνησης δεν είναι η «ομόνοια» και η «φιλία των λαών», όπως ψευδώς διατείνεται το «τραγούδι της χαράς», αλλά η στήριξη των ευρωατλαντικών σχεδίων και των διαφόρων μπίζνες σε Ενέργεια, υποδομές, δίκτυα μεταφοράς εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Δηλαδή, κριτήριο είναι οι κερδοφόρες μπίζνες μονοπωλιακών ομίλων - όπως ομολογείται από την ίδια τη συμφωνία - οι οποίες, όπως ξέρουμε, δεν στηρίζουν πραγματικές φιλίες αλλά λυκοφιλίες, και οι οποίες αντικειμενικά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους αλυτρωτισμούς και τους εθνικισμούς, αντίθετα συντηρούν και διατηρούν «σπέρματα» και «φύτρα», ακόμα και όταν προσωρινά επικρατούν οι τάσεις συνεργασίας. Και η πραγματικότητα είναι ότι η συμφωνία εμπεριέχει τέτοια «σπέρματα», εφόσον ουσιαστικά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αναγνωρίζεται «μακεδονικό» έθνος και γλώσσα. Εξάλλου, γνωρίζουμε πως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ αξιοποίησαν και αξιοποιούν τέτοια «σπέρματα», αλυτρωτισμούς και εθνικισμούς.

Στο ίδιο μήκος κύματος της διαστρέβλωσης, ορισμένα Μέσα, με ιστορικές «αναδρομές» που γίνονται τις τελευταίες μέρες στον Τύπο, εμφανίζουν το ΚΚΕ να έχει συμφωνήσει μαζί με τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα στη μη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο όνομα της γείτονος, στα συμβούλια των πολιτικών αρχηγών που έγιναν το 1992. Η αλήθεια βέβαια είναι τελείως διαφορετική, αφού το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που πήγε κόντρα στον εθνικιστικό παροξυσμό της εποχής, κατήγγειλε ότι το κύριο δεν είναι το ονοματολογικό άλλα οι επικίνδυνοι ευρωΝΑΤΟικοί σχεδιασμοί, που κινούν τα νήματα των αντιπαραθέσεων. Γι' αυτές του τις θέσεις, το ΚΚΕ βρέθηκε στο στόχαστρο όλων των αστικών κομμάτων, και του οπορτουνιστικού Συνασπισμού, που μετεξέλιξή του αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, η σημερινή κυβέρνηση. Κάποιοι δεν θέλουν να θυμούνται τι υπερασπιζόταν τότε ο χώρος τους και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να ταυτίσουν το ΚΚΕ με τα άλλα αστικά κόμματα, για να αποδυναμώσουν την αξία και τη σημασία της θέσης του, που παραμένει σταθερή από τότε και δικαιώνεται από τις ίδιες τις εξελίξεις.


Π.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ