ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Ιούνη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο μικρός Μάκης και τα ουρλιάσματα της συμμορίας του Πλούμαρχου

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Μάκης ήτανε παιδί γεμάτο ζωή και δράση. Στο σχολειό πάντα ήταν επιμελής, σ' όλα τα μαθήματα. Παράλληλα είχε μεγάλη κλίση στα καλλιτεχνικά μαθήματα.

Η έφεση και το ενδιαφέρον του να μαθαίνει για το καθετί αξιοπρόσεχτο πράγμα εντυπωσίαζαν. Εμαθε απ' τα μεγαλύτερα αδέρφια του να φκιάχνει περίτεχνες και καλοζυγισμένες ντάμες (χαρταετούς).

Από μόνος του έμαθε να κατασκευάζει ξύλινα παιδικά όπλα, όταν ήταν ακόμα Αετόπουλο και μαθητής της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, την περίοδο της γερμανικής κατοχής.

Από τα πέντε που 'χε φκιάξει, κείνη τη χρονιά (καλοκαίρι του '44) κράτησε ένα για τον εαυτό του και τα υπόλοιπα έδωσε από ένα στα συντροφάκια του, Αετόπουλα.

Συχνά κάνανε παρέλαση καμαρωτά καμαρωτά στον κεντρικό δρόμο της μικρής πόλης τους. Επίσης κάνανε παρέλαση μπροστά κι απ' το γερμανικό φρουραρχείο - η έδρα του ήτανε στο νεότευκτο διώροφο κτίριο του Μαλλιαχούστα - για να τους βλέπει ο γκεσταπίτης φρούραρχος Vily και να σκάνει απ' το κακό του. Τραγουδούσανε θαρρετά και περήφανα το εμβατήριο για τα Αετόπουλα: ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ.

Είμαστε Αετόπουλα / με λεύτερη καρδιά, / χαρούμενα Ελληνόπουλα / και του λαού παιδιά /......

Επίσης, ήξευρε να φκιάχνει καταπληκτικά αμαξούδια και γλήγορα πατίνια για να διασκεδάζει με τους φίλους του στα στενά και σκολιά δρομάκια.

Εκείνο, όμως, που πίστευε πως θα τον διασκέδαζε πιότερο, ήτανε το μισοσκουριασμένο και ξεφούσκωτο από «φουίτ» ποδήλατο - αντίκα του πατέρα του. Το είχε φέρει ο πατέρας του απ' τη Γαλλία, όταν ...ανωτέρα βία, τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του (στην αρχιτεκτονική) για να καταταγεί στον ελληνικό στρατό και να πάρει μέρος στη ...νέα «Αργοναυτική εκστρατεία», στη Μικρασιατική εκστρατεία της Κόκκινης Μηλιάς, για τη «Μεγάλη Ιδέα» του Βενιζέλου.

***

Ητανε κατά τα μέσα της περιόδου του τρίχρονου αιματηρού Εμφύλιου πολέμου. Συγκεκριμένα, ήταν άνοιξη του 1948.

Μια μέρα με το σούρουπο κι ενώ ο Μάκης έκαμνε ακόμα ποδήλατο στο κελάρι - τρόπος του λέγειν - κι η μητέρα του έγνεθε στο τσικρίκι, ακούστηκαν δυνατά βροντήματα στην εξώπορτα και άγρια ουρλιαχτά από τρεις υπάνθρωπους.

Μες στο σπίτι βρίσκονταν οι δυο τους. Τ' άλλα μέλη της οικογένειας λείπανε. Ο πατέρας και δυο απ' τα αδέρφια του ήτανε στο αμπέλι για δουλιά, απ' όπου σε λίγο θα επέστρεφαν. Τ' άλλα δυο αδέρφια του, ο ένας ήτανε στην Αθήνα για σπουδές στο πανεπιστήμιο (Φυσικομαθηματική σχολή) και ο άλλος υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό.

- «Ανοιξε μωρή Δεβένταινα, πού στο διάολο κρύβεσαι;». Ακούστηκαν απ' έξω οι βάρβαρες φωνές τους.

Τα βροντήματα γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Ως και οι γειτόνοι κατατρομάξανε απ' τα άγρια ουρλιάσματα της συμμορίας. Μια γειτόνισσα, η Τριάδω, βλέποντας την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, τους έκανε παρατήρηση:

- «Σταματήστε, τι είναι αυτά που κάνετε;». Ομως σημασία δεν της δώσανε.

Ο μικρός Μάκης παράτησε αμέσως το ποδήλατο κι έτρεξε γλήγορα γλήγορα σαστισμένος στο δωμάτιο, όπου βρισκότανε κι έγνεθε η μητέρα του. Βλέποντάς την πεσμένη μπρούμυτα πάνω στο τσικρίκι, τη ρώτησε με έκδηλη ανησυχία:

- «Τι κάνεις μητέρα, σήκω να σε δω». Δε μίλησε καθόλου, ήτανε λιπόθυμη! Χωρίς καθυστέρηση έφερε κρύο νερό και τη συνέφερε χτυπώντας την ελαφρά στο πρόσωπό της. Μετά τη βοήθησε να καθίσει στον καναπέ για να συνέλθει απ' την ταραχή της όσο γληγορότερα μπορούσε.

Αμέσως μετά έτρεξε στην εξώπορτα για να βάλει πλάτη σαν αντιστήριγμα - έτσι σκέφτηκε ως παιδί - γιατί ο σύρτης στο μεταξύ κόντευε να ξεγλιστρήσει απ' τη θέση του και η πόρτα ήταν έτοιμη ν' ανοίξει. Τα φοβερά χτυπήματα κι οι απανωτές κλοτσιές συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση και αγριότητα. Η πόρτα σε λίγο δεν άντεξε. Ανοιξε κι έπεσε με δύναμη πάνω στο παιδί, αφήνοντάς του πολλούς μώλωπες και γδαρσίματα.

- «Πού είναι η μάνα σου, ρε;», ρωτήσανε με αγριάδα το Μάκη.

- «Δεν ξέρω». Τους απάντησε το παιδί.

Χωρίς άλλη κουβέντα μπήκανε αμέσως οι αγροίκοι μες στη σάλα κι αρχίσανε να ψάχνουν παντού, σ' όλα τα δωμάτια. Τελικά τη βρήκανε μισοαναίσθητη στον καναπέ και με φοβερές απειλές τη ρωτήσανε:

- «Πού τον κρύβετε, μωρή, τον "κατσαπλιά"; Πες μας, γιατί αλλιώς θα πας φυλακή. Ετοιμες έχουμε τις χειροπέδες...».

Κι εκείνη μισολιπόθυμη μόλις και μπόρεσε να ψελλίσει:

- «Αφήστε με ήσυχη, δεν ξέρω τίποτα».

Τα καθάρματα αρχίσανε μανιακά και γκανγκστερικά να ψάχνουν παντού για να βρουν τον αντάρτη, τον ανύπαρκτο.

***

Πριν από δέκα λεπτά της ώρας το ...πρωτοπαλίκαρο της παραστρατιωτικής συμμορίας του Πλούμαρχου, ονόματι Μουτιός (Δημητρός) από χωριό του Διδυμότειχου, αφού είχε λήξει, προηγούμενα, η βρώμικη βάρδια που έκανε στη συμμορία, ξεκίνησε να πάει στο σπίτι του, ένα επιταγμένο σπίτι του μπαρμπα-Μόσχου, όπου διέμενε μαζί με την οικογένειά του.

Η οικογένειά του είχε φύγει από το χωριό της λόγω του ...«συμμοριτοπόλεμου» - έτσι αποκαλούσε η άρχουσα τάξη τον εμφύλιο πόλεμο 1946-'49.

Ανηφορίζοντας λοιπόν ο μισθοφόρος παραστρατιωτικός το δρομάκι της γειτονιάς του Μάκη, σταμάτησε απότομα στο ύψος της αστρεχιάς της Παρασκευούλας και άρχισε με το «στερν» να πυροβολεί στο βάθος της ήδη σκοτεινιασμένης αστρεχιάς.

Πυροβόλησε, όπως ισχυρίστηκε στους τρομαγμένους γειτόνους, γιατί άκουσε κάποια βήματα και πίστεψε με αδιαμφισβήτητη ...βεβαιότητα πως ήτανε του αντάρτη, που γυρεύανε από μέρες και κρυβότανε σε κείνη τη γειτονιά, σύμφωνα με τις πληροφορίες του διοικητή του και της αστυνομίας, που του δώσανε.

Πήγε αμέσως και ανέφερε το γεγονός στ' αφεντικά του. Τους ανέφερε ακόμα πως είχε βάσιμες ...υποψίες ότι ο αντάρτης, τραυματισμένος πια, διέφυγε πίσω από μια άλλη αστρεχιά της θειας Παγώνας και από κει μπήκε στο σπίτι του Μάκη από μια μικρή ξύλινη και μισοχαλασμένη πόρτα, που ήτανε στην πίσω και αθέατη πλευρά του σπιτιού.

Βέβαια, σύμφωνα με την εκδοχή του χιουμορίστα τσομπάνη και γείτονα Αποστόλ', ο οποίος είχε δίκιο, ο θόρυβος απ' τα υποτιθέμενα βήματα του αντάρτη δεν ήτανε τίποτ' άλλο απ' τις περπατηξιές του μεγαλόσωμου μαντρόσκυλού του που έτυχε κείνη τη στιγμή να βρίσκεται στην αστρεχιά. Οταν ο Αποστόλ'ς τ' αφηγήθηκε όλ' αυτά τα παράξενα, την επόμενη μέρα, στο καφενείο του Στόιου στη Γελαδαριά, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια όλοι οι θαμώνες.

***

Μόλις, λοιπόν, τ' ανέφερε ο μισθοφόρος «παλικαράς» όλ' αυτά τα ...ύποπτα συμβάντα, στα αφεντικά του, έσπευσαν αμέσως οπλισμένοι να πάνε, ο ίδιος, ο Πλούμαρχος κι ένας τζανταρμάς στο σπίτι του Μάκη για εξονυχιστική έρευνα.

Αφού είχαν ερευνήσει πιθαμή προς πιθαμή κάθε σημείο του σπιτιού και δεν έβρισκαν πουθενά τον αντάρτη, διέταξαν το Μάκη:

- «Μικρέ, φέρε μας μια σκάλα ν' ανεβούμε πάνω στο ταβάνι».

- «Δεν έχουμε σκάλα», τους απάντησε.

- «Να πας να βρεις στη γειτονιά, τώρα, γρήγορα», του είπαν, σπρώχνοντάς τον βίαια.

- «Μην πας Μάκη», ακούστηκε απ' το δωμάτιο η φωνή της μητέρας του.

Η στάση αυτή της μητέρας, με την άρνησή της, φαίνεται πως πολλαπλασίασε ακόμα πιο πολύ τις ...υποψίες τους, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι το «κελεπούρι» βρίσκεται σίγουρα μες στο σπίτι...

Τότε έτρεξε γλήγορα γλήγορα ο τζανταρμάς σε μια γειτόνισσα, την Πανιώτα (υποκοριστικό) κι έφερε ο ίδιος τη σκάλα. Ανέβηκε βιαστικά, μονάχα αυτός. Απ' τη γριντιά (δοκάρι του κελαριού) πέρασε στο ταβάνι της σάλας. Οι άλλοι δυο παραμόνευαν για κάθε ...ενδεχόμενο. Ο φόβος τους ήτανε παραπάνω από εμφανής.

Με ένα μεγάλο υπηρεσιακό φακό άρχισε τότε να ψάχνει με τρεμούλα, αλλά και με πρεμούρα γιατί είχανε καθυστερήσει πάρα πολύ στη ...σύλληψη του αντάρτη. Αλλά τίποτα και στο ταβάνι. Οι «προσπάθειές» τους απέβησαν άκαρπες και οι υποψίες τους έπεσαν στο κενό.

***

Μετά από ένα μήνα ο ίδιος ο Τζανταρμάς έσυρε τους γονιούς του Μάκη στη φυλακή, γιατί αρνήθηκαν να βάλουν μες στο σπίτι τους μια οικογένεια από κάποιο «ανταρτόπληκτο» χωριό της περιοχής. Και το έκανε αυτό από εκδίκηση, γιατί γνώριζε το γεγονός ότι η οικογένεια αυτή είναι πολυμελής και ακόμη ότι το μεγαλύτερο παιδί, ο στρατιώτης, ήτανε με άδεια στο σπίτι κείνο τον καιρό και το δεύτερο, ο φοιτητής είχε τις θερινές διακοπές του. Επιπλέον πρέπει να πούμε ότι οι αστυνομικές αρχές εγκαθιστούσαν σκόπιμα και με το έτσι θέλω τις «ανταρτόπληκτες» οικογένειες σε σπίτια που οι ιδιοκτήτες ήταν αριστερών πεποιθήσεων.

Η κυβέρνηση, υποτελής στους Αγγλοαμερικάνους και πιστή στο «Δόγμα Τρούμαν», που επιβλήθηκε στη χώρα μας το 1947, είχε αποφασίσει ν' αδειάσει τα χωριά, πάση θυσία, από τους κατοίκους τους για να μην μπορεί να διαθέτει ο ΔΣΕ πηγές ανεφοδιασμού και μηχανισμούς στρατολόγησης. Οι οικογένειες ξεσπιτώνονταν απ' τις αστυνομικές αρχές παρά τη θέλησή τους και πολλές φορές μάλιστα ύστερ' από άσκηση τρομερής βίας.

Η μικρή πόλη, το Σουφλί, ασφυκτιούσε απ' τον υπέρμετρο πληθυσμό, που συγκεντρώθηκε κείνον τον καιρό, με αποτέλεσμα ν' αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία σ' όλους τους τομείς. «Σε έγγραφο του υπουργείου Συντονισμού, το Δεκέμβρη του 1949, αναφερόταν ότι το Σουφλί του Εβρου ήτο πλήρες ανέργων συμμοριοπλήκτων προσφύγων, οίτινες έζων παρασιτικώς» (ΤΡΙΧΡΟΝΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ, σελ. 464. Εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ).

Οι γονιοί του Μάκη έμειναν στο κρατητήριο - φυλακή τρεις μέρες. Την πρώτη βραδιά τους πήγε, βαθιά στεναχωρημένος, κουβέρτες και άλλα χρειαζούμενα. Και κάθε μέρα φαγητό που το μαγείρευε η γιαγιά του.

Οταν τους άφησαν ελεύθερους και γυρίσανε στο σπίτι, βρήκανε την «ανταρτόπληκτη» οικογένεια μέσα σ' ένα δωμάτιο. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στο χωριό της. Εκεί ήθελε να μείνει. Για πάντα. Με όλες τις περιπέτειες που είχε κουβαλήσει μαζί της. Δεν ήθελε να παίξει το παιχνίδι της αστυνομίας και των άλλων κρατικών αρχών, που θέλανε τους «ανταρτόπληκτους» συνεργούς στην ερήμωση των χωριών τους.

***

Από τότε περάσανε πολλά χρόνια. Οι χαρταετοί, τα βαθυκόκκινα βούζια, το ποδήλατο, η συμμορία Πλούμαρχου αναδείχνουν το μελανό στίγμα των χαλεπών εκείνων καιρών. Τότε, όπως και σήμερα, τα όνειρα για έναν καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό κόσμο δεν έχουν σβήσει ποτέ. Η Ιστορία κάνει τα ζιγκ-ζαγκ της και μερικές φορές εμφανίζει πισωγυρίσματα. Τέλος της Ιστορίας δεν υπάρχει, όπως θέλουν να ισχυρίζονται αυτάρεσκα οι θεωρητικοί του ιδεαλισμού, μετά την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού των Ανατολικών Ευρωπαϊκών Χωρών. Αυτή τραβάει τον αέναο και δύσκολο, αλλά ελπιδοφόρο δρόμο της. Σε πείσμα και των φανατικών θεολόγων που εφεύραν το «εγώ ειμί η αρχή και το τέλος του κόσμου» ή «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Ο κόσμος δεν ανήκει σε κανένα μεταφυσικό ον, αφού δεν υπάρχει τέτοια «δύναμη» μέσα ή έξω απ' την υποκειμενική και αντικειμενική πραγματικότητα. Ανήκει μονάχα στην Επιστήμη. Του Διαλεκτικού και Ιστορικού Υλισμού. Για έρευνα και αλλαγή. Σε όφελος της ζωής, όχι βέβαια της φανταστικής του «παραδείσου».

Οι μαύρες εκείνες εποχές, στις οποίες αναφέρεται το διήγημα, έφυγαν ανεπιστρεπτί. Απομένει πια ν' απαλλαγούν, σήμερα, οι λαοί του κόσμου από τον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό. Κι αυτό θα γίνει με συνεχή πάλη και μαζική επίθεση στην εγχώρια και παγκόσμια κυρίαρχη τάξη, μέχρι να επέλθει η πλήρης ανατροπή της.


Του
Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ


Του Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ

Γεννήθηκε στο Σουφλί το 1934. Μεγάλωσε με πολλές στερήσεις σε μια πολυμελή οικογένεια, εφτά άτομα. Ο πατέρας του, εξαιτίας των διωγμών που υπέστη, ως παλιός πολεμιστής του μικρασιατικού πολέμου (η οργάνωσή τους χαρακτηρίστηκε «αντεθνική») στον οποίο έλαβε μέρος, διακόπτοντας τις σπουδές του στη Γαλλία, δεν μπόρεσε να έχει μια μόνιμη δουλιά.

Ο Μ. Γ. είναι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης. Μέχρι να διοριστεί - περίμενε 6 χρόνια περίπου - δούλευε στα κτήματα και σε άλλες χειρωνακτικές ιδιωτικές εργασίες. Είναι, επίσης, πτυχιούχος της ΣΕΛΔΕ και φοίτησε στην Πάντειο, χωρίς να πάρει πτυχίο. Ελαβε μέρος σε πολυήμερα επιμορφωτικά παιδαγωγικά και της Ελληνικής Ολυμπιακής Ακαδημίας σεμινάρια.

Πολλές επιστολές του με κοινωνικοπολιτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη». Αρθρα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο «Δημοκρατικό Εβρο», όργανο της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάστηκε με τουριστικό περιοδικό σε θέματα ενημέρωσης και περιήγησης στα αξιοθέατα του νομού Εβρου. Εργα του: «Ο δάσκαλος που λιώνει σα λαμπάδα, δίνοντας φως», μονόπρακτο σατιρικό έργο (παίχτηκε από σπουδαστές το 1955), «Η Ούνρα και τα κλομπς» και άλλα διηγήματα υπό έκδοση



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ