ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Η Ελλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 του Μάη του 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 1911 έρχεται στην Αθήνα για ανώτατες σπουδές. Θέλει να γίνει δασκάλα του απλού λαού. Παράλληλα, αρχίζει να την απασχολεί η λογοτεχνική γραφή. Οι λαϊκοί αγώνες που δυναμώνουν, οι διώξεις όσων πρωτοστάτησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση που οραματίστηκε ο Δ. Γληνός, οδηγούν την Ελλη Αλεξίου όλο και πιο κοντά στις κομμουνιστικές ιδέες. Στα 1928 δίνει το βιογραφικό της και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Παράλληλα, το λογοτεχνικό της έργο προκαλεί αίσθηση και επαινείται. Το 1934 γίνεται μέλος της ΕΕΛ. Στην περίοδο της Κατοχής, παίρνει μέρος ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1945 φεύγει για σπουδές στη Σορβόνη, αλλά της έχει αφαιρεθεί ήδη η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 διορίζεται εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα ελληνικά σχολεία των σοσιαλιστικών χωρών. Το 1966 επιστρέφει στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται, δικάζεται, αλλά απαλλάσσεται. Από τη μεταπολίτευση και μετά συμμετέχει ενεργά ως μέλος του ΚΚΕ σε όλες τις πολιτιστικές και πνευματικές εκδηλώσεις του Κόμματος. Η Ελλη Αλεξίου πέθανε στις 28 του Σεπτέμβρη του 1988. Το πολύπλευρο έργο της -- μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα, εκπαιδευτικά δοκίμια και ανθολογίες για την ποίηση της Αντίστασης -- πρέπει να παραμείνει «σύντροφος» και «δάσκαλος» των νέων γενιών.


Καληνύχτα μάνα

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ η συναδέλφωση, θα το πουν μερικοί. Αλλοι Νηπιαγωγείο ο Πόλεμος, ή, κι ίσως αυτό να του ταιριάζει καλύτερα, Νηπιαγωγείο - το Περιστέρι, γιατί παντού: στους τοίχους, στον αέρα, στα τζάμια... το μοτίβο που κυριαρχεί στη διακόσμηση είναι γιρλάντες από λουλούδια πολύχρωμα, και περιστέρια, περιστέρια πολλά, και λιγοστά λαγουδάκια.

Εκεί πηγαίνουν ο Γιαννάκος Αβραμίδης, κι ο Τριαντάφυλλος Δράγκας. Εκεί ανταμώνονται με πλήθος άλλα μωρά, που, στα σπίτια τους, μιλούνε τη γλώσσα της μητέρας τους. Μόνο στο νηπιαγωγείο μιλούνε ρουμάνικα αυτό καθόλου δεν τα δυσκολεύει τα μωρά. Μέσα στο νηπιαγωγείο τα μιλάνε, όλα τους, φαρσί τα ρουμάνικα.

Ο Τριαντάφυλλος, Τριαντάφυλλο τόνε λέει ο Γιαννάκος, είναι πολύ τσιγκούνης στα λόγια. Μάλιστα άμα το βάλει πείσμα, και να τόνε χρυσώσεις δεν ανοίγει το στόμα του. Αυτός όλη μέρα βλέπει, παρακολουθεί, εξετάζει τούτο και τ' άλλο, ακουμπάει και το κεφάλι στην παλάμη και κοιτάζει με το πλάι, όπως οι γέροι, άμα τυχαίνει κοντά σε τραπέζι. Λες και μαζεύει όλη τη μέρα, τη νύχτα, προτού τον πάρει ο ύπνος, στο μεγάλο κρεβάτι που κοιμάται μαζί με τη μάνα του, της τα εκθέτει όλα χύμα. Λέει, λέει, λέει, που δεν αποσώνονται.

«... Ο Γιαννάκος, μάνα, έκρυψε στο μικρό κινεζάκι το ένα του γάντι, μέσα στ' ανθοδοχείο, μα δεν είχε νερό, λουλούδια είχε και τον μάλωσε η δασκάλα. Ο Γιαννάκος με το αραπάκι, κείνο που κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Φλωράνς, κλειστήκανε μέσα στην κάμαρα κι ύστερα ο Γιαννάκος έβγαλε το χερούλι και δεν μπορούσανε να βγούνε... και κλαίγανε και χτυπούσανε τα τζάμια, και χτυπούσανε τα πόδια τους και τους μάλωσε η δασκάλα... Ο Γιαννάκος άργησε να μπει στη γραμμή. Του φώναζε η δασκάλα κι αυτός έστεκε ακόμα μπροστά στη βρύση... και δεν ξεκολλούσε... και η δασκάλα τον έβαλε τιμωρία να φάει στη γωνιά, μοναχός του στο τραπέζι... Ο Γιαννάκος και το βιετναμεζάκι άλλαξαν το παπούτσι τους, να τούτο, κι ήρθανε να πάρουνε το βιετναμεζάκι και παρά λίγο να φύγει με το παπούτσι του Γιαννάκου, γιατί η δασκάλα δεν είχε δει πως φορεί το κόκκινο παπούτσι... και τόνε μάλωσε η δασκάλα...

Οι μανάδες τους δουλεύουνε όλη μέρα στο εργοστάσιο. Τα βράδια, πότε η μια, πότε η άλλη, πάνε και παίρνουνε τα μωρά. Αμα πάει η μάνα του Τριαντάφυλλου, γυρίζει στο σπίτι και καμαρώνει.

- Φρόνιμος πολύ Τριαντάφυλλος. Ταχτικό παιδί Τριαντάφυλλος, Φρόνιμος! Πολύ φρόνιμος Τριαντάφυλλος!

Η Ρουμάνα νηπιαγωγός απλοποιεί όσο μπορεί τα ρουμανικά της, για να τα καταλαβαίνει καλύτερα η Ελληνίδα γυναίκα.

Αμα πηγαίνει η μάνα του Γιαννάκου την υποδέχονται οι παιδαγωγές με γέλια και διηγούνται τα κατορθώματα του:

- Θηρίο, Γιαννάκος! Απ' όλα τα παιδιά μεγαλύτερο θηρίο! Μα καλή καρδιά. Δίνει το γλυκό του. Δίνει τα παιγνίδια του. Αγαπάει τα παιδιά. Τα χαϊδεύει. Τ' αγκαλιάζει. Τα φιλά. Μα πολύ άταχτος. Θηρίο! Θηρίο Γιαννάκος!

Ο Γιαννάκος και στο σπίτι, όσες ώρες μεσολαβούνε ως τον ύπνο, προλαβαίνει να τα κάμει όλα άνω - κάτω. Χαλάει τις πρίζες. Βάνει ένα καρφί στις τρύπες και το χτυπάει με το σφυρί. Βάνει νερό στο στόμα του και καταβρέχει με το καλάμι τον κόσμο. Στραπατσέρνει τα βιβλία. Βγάνει και κόβει τις εικόνες. Μόλις μπει σε κανένα δωμάτιο, βλέπεις το σύντροφο, που κάθεται μέσα, να σηκώνεται βιαστικός να συμμαζεύει τα πράματα του. Λαβαίνει μέτρα ν' αντιμετωπίσει το «θηρίο». Ανοίγει τα συρτάρια, αρπάζει το σταχτοδοχείο με το πετεινάρι, ένα καλλιτεχνικότατο ρόζενταλ.

- Αμα δε θα σου χρειάζεται πια, σύντροφε, θα μου το δώσεις;

- Ναι, σύντροφε, Γιαννάκο, θα σου το δώσω, άμα δε θα μου χρειάζεται πια.

Ο σύντροφος μπορεί ν' ακούει και τις ειδήσεις στο ράδιο, Ο Γιαννάκος θέλει σώνει και καλά να δει αυτόν που μιλά.

-Πες του να βγει όξω!

-;;;

-Πες του, σου λέω, να βγει όξω...

Στα κατατελευταία βγαίνει όξω ο Γιαννάκος και η πόρτα κλειδώνεται από μέσα. Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο από τις έξι και κει, που γυρνάει ο Γιαννάκος στο σπίτι. Οι πόρτες όλες είναι κλειδωμένες από μέσα.

Το βιετναμεζάκι είχε μάνα, που σκοτώθηκε στο δικό τους αντάρτικο κει κάτω. Εχει όμως πατέρα. Εναν αγαθό ανθρωπάκο, αδύνατο και κουτσό, που έρχεται ταχτικά κάθε βράδυ με την πατερίτσα και παίρνει το παιδί του. Το αραπάκι, που «κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Φλωράνς», δεν ξέρουνε από γονιούς τι έχει. Ασπροι άνθρωποι, που μιλούν γνήσια ρουμάνικα, έρχονται άλλοτε ο άντρας άλλοτε η γυναίκα, και παίρνουν το παιδί. Κι αυτός τους λέει «πατέρα» και «μάνα». Τα κινεζάκια, είναι δυο, έχουν ένα πολύ περιποιημένο πατέρα. Και τα ίδια είναι πολύ καλοντυμένα. Είναι σίγουρα ο αληθινός τους πατέρας, γιατί μοιάζει καταπληχτικά με τα παιδιά και τον φωνάζουν πατέρα, θα 'ναι της πρεσβείας άνθρωπος, λένε οι γυναίκες. Εχει ακόμα πεντέξι αραπάκια, που πηγαίνουν τα βράδια και τα ζητούν άσπροι άνθρωποι. Εχει και πολλά ρουμανάκια.

Κανείς άνδρας δεν εμφανίζεται ποτέ στο νηπιαγωγείο να ζητήσει, ή κάπως να ενδιαφερθεί για το Γιαννάκο ή τον Τριαντάφυλλο. Συχνά παρουσιάζονται ζητήματα, που πρέπει να πάει ένας μεγάλος να συνεννοηθεί με τη διεύθυνση. Είναι π.χ., να πάνε τα μικρά για 15 μέρες εξοχή. Ο Τριαντάφυλλος κι ο Γιαννάκος θα πάνε μαζί; Είναι μπολιασμένα με το τάδε ή τάδε εμβόλιο; Και πότε; Μια Ελληνίδα ιατρός μορφωμένη, πηγαίνει τότε στο νηπιαγωγείο και τα κανονίζει. Τα δυο ελληνόπουλα είναι τα μόνα που δεν έχουν αντρική συμπαράσταση. Ο Τριαντάφυλλος δεν το πρόσεξε αυτό.

Ισως καθώς όλη μέρα έχει το νου του να μαζεύει τις διαολιές του Γιαννάκου, για να θυμάται το βράδυ να τις πει στη μάνα του, να μην του μένει καιρός, ίσως να 'ναι και φύση κλειστή. Ο Γιαννάκος όμως δεν είναι έτσι. Μόλις του μείνει λίγος λεύτερος καιρός, το μόνο που συλλογιέται, το μόνο που του παιδεύει το μυαλό, είναι ο «πατέρας» που του λείπει. Ευτυχώς οι τρέλες του είναι τόσο πολλές, που την ημέρα δεν του αφήνουν περιθώρια. Μα τη νύχτα, που ξαπλώνει στο κρεβάτι για να κοιμηθεί δίπλα στη μάνα του, τότες τα παλέματα κι οι τσαχπινιές σταματάνε αναγκαστικά. Βρίσκει τότε το μυαλό του Γιαννάκου το ελεύτερο και γυρίζει, γυρίζει... γύρω απ' τον «πατέρα» που δεν έχει...

-Μάνα, δεν μπορώ να βρω κανέναν πατέρα;

-Πάλι τα ίδια. Αφού σου 'χω πει τόσες φορές, πως ο πατέρας σου έμεινε στην πατρίδα.

-Να βρω κανένα να τόνε λέω πατέρα, έτσι για ψέματα...

-Κοιμήσου τώρα, κι αύριο θα κοιτάξω...

-Μη μου λες ψέματα;

-Αντε κουκουλώσου. Δε σου λέω ψέματα.

Την άλλη βραδιά!

-Και πού έμεινε ο πατέρας, μάνα, στο χωριό;

-Πάλι τα ίδια... Κοιμάται, παιδί μου, ο πατέρας σου, κοιμάται στο Γράμμο.

-Και κοιμάται μέρα - νύχτα;

-Ναι! Μόνο κοιμήσου, γιατί αύριο δε θα 'χεις ξυπνημό...

-Γιατί δεν ξυπνάει να 'ρθει μαζί μας;

-Δεν έχει ποιος να τον ξυπνήσει. Εσένα κάθε πρωί άμα δε θα σε ξυπνήσω, ξυπνάς μοναχός σου; άντε σώπα και κοιμήσου.

Την άλλη βραδιά:

-Δεν έχει ποιος να τον ξυπνήσει, επειδή είναι όξω στο βουνό;

-Ναι.

-Μα ο Τριαντάφυλλος, μάνα, μου λέει, πως οι πατεράδες μας δεν μπορούν να ξυπνήσουν, γιατί είναι σκοτωμένοι... Αλήθεια, μάνα;

-Και πού ξέρει ο Τριαντάφυλλος... Εσείς τότε που φύγαμε ήσασταν μωρά βυζανιάρικα... άντε, άντε κοιμήσου.

Την άλλη βραδιά:

-Μάνα, ο Τριαντάφυλλος μου λέει πως δεν μπορούν να ξυπνήσουν, επειδή οι Αμερικάνοι τους βάλανε ένα βόλι μέσα στην καρδιά τους, αλήθεια, μάνα;

-Κάθε βράδυ, Γιαννάκο, τα ίδια με ρωτάς. Σου το 'πα μια φορά πως θα ξυπνήσει... μη με ξαναρωτάς.

-Κι ας έχει και το βόλι;

-Κι ας έχει και το βόλι....

Την άλλη βραδιά:

-Πότε μάνα θα πάμε στην Ελλάδα, άμα μεγαλώσω;

-Αμα γενείς μεγάααλος και μάθεις πολλάαα γράμματα.

-Και τότες, μάνα, εσύ θα σκουντήσεις τον πατέρα ή εγώ;

-Εγώ. Οπως κάνω κάθε πρωί και με σένα.

-Κι εγώ, μάνα, που θα 'μαι μεγάλος, θα του βγάλω το βόλι απ' την καρδιά του; ναι, μάνα;

-Ναι, Γιαννάκο μου, θα σε πάρω απ' το χέρι και θ' ανεβούμε πάνω στο βουνό... Θα τον βρούμε, που θα γλυκοκοιμάται, πάνω στην πρασινάδα, κάτω από τις οξιές. Εγώ θα τον σκουντήξω και θα του πω: Ξύπνα να δεις πώς μεγάλωσε ο Γιαννάκος μας. Εκείνος θ' ανοίξει τα μάτια του και θα σου χαμογελάσει. Και συ θα του βγάλεις το βόλι... Υστερα θα σε πάρουμε χέρι, χέρι, ο πατέρας σου από το ένα χέρι, εγώ από το άλλο και θα πάμε στο σπίτι μας... Μόνο άντε τώρα, κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου!

-Καληνύχτα, μάνα!

-Καληνύχτα, παιδί μου.


Της Ελλης ΑΛΕΞΙΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ