ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάρτη 2017
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΟΛΛΑΝΔΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Παγίδευση του λαού με όλες τις «εναλλακτικές»

«Η Ευρώπη ανακουφίστηκε», μα οι λαοί έχουν να αντιμετωπίσουν την επίθεση στα δικαιώματά τους, που οξύνεται από τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων

Διαφορετικά χρώματα από τα αστικά κόμματα στην Ολλανδία αλλά η στρατηγική του κεφαλαίου υπηρετείται από όλα

AP 2017

Διαφορετικά χρώματα από τα αστικά κόμματα στην Ολλανδία αλλά η στρατηγική του κεφαλαίου υπηρετείται από όλα
Μπορεί η «Ευρώπη» να «πανηγυρίζει» «ανακουφισμένη» για την «ήττα του λαϊκισμού, του εθνικισμού και του απομονωτισμού» μετά τις ολλανδικές εκλογές την περασμένη Τετάρτη, όμως οι λαοί της Ευρώπης και τα λαϊκά στρώματα της Ολλανδίας δεν έχουν κανένα λόγο να χαίρονται και να εφησυχάζουν. Και οι συγκεκριμένες εκλογές για τις 150 έδρες του ολλανδικού κοινοβουλίου, εντάσσονται σε μια προσπάθεια να παγιδευτεί ο ολλανδικός λαός μέσα στην οξυμένη ενδοαστική αντιπαράθεση για το καλύτερο «μείγμα» διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ένταση της εκμετάλλευσης. Να διαλέξει, δηλαδή, ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές του αντιπάλου του. Και αυτές οι εκδοχές ήταν πολλές, αφού στις εκλογές συμμετείχαν 28 κόμματα - 13 από αυτά μπήκαν στη Βουλή - τα οποία εξυπηρετούν το καθένα με τον τρόπο του την ίδια βασική στρατηγική.

Πρώτο στις εκλογές, που είχαν ρεκόρ συμμετοχής (80,4%), αναδείχθηκε το φιλελεύθερο «Κόμμα του Λαού για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία» (VVD) του σημερινού πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε, με 21,3% και 33 έδρες (από 26,5% και 41 έδρες το 2012). Το ακροδεξιό λαϊκιστικό «Κόμμα για την Ελευθερία» (PVV) με αρχηγό τον Γκερτ Βίλντερς - που προέρχεται από το κόμμα του Ρούτε - ήρθε δεύτερο με 13,1% και 20 έδρες (από 10,1% και 15 έδρες) και ακολουθούν η Χριστιανοδημοκρατική Εκκληση (CDA), το φιλελεύθερο «κεντρώο» κόμμα «Δημοκράτες 66» (D66), το σοσιαλδημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) κ.ά. Στο πλαίσιο της αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού στην Ολλανδία καταποντίστηκε (από 24,9% σε 5,7%) το Εργατικό Κόμμα (το κόμμα του Γερούν Ντάισελμπλουμ και κυβερνητικός εταίρος της απερχόμενης κυβέρνησης Ρούτε), ενώ η «Πράσινη Αριστερά» (GL) - για τους οποίους πανηγυρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ - είχε σημαντική άνοδο. Ολα αυτά τα κόμματα, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους, πρόγραμμά τους έχουν την προσπάθεια να μπει η καπιταλιστική οικονομία σε φάση ανάκαμψης και κατά συνέπεια την επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα.

Ενδοαστικές «σκοτούρες»

Οι ολλανδικές εκλογές έγιναν σε μια περίοδο που σημειώνεται άνοδος του ρεύματος του αστικού «ευρωσκεπτικισμού» και του εθνικισμού σε μια σειρά χώρες (Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία, Γερμανία και άλλες) και μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. Θεωρούνται τα «προημιτελικά» στην ενδοαστική κόντρα για το μέλλον της ΕΕ (ακολουθούν οι εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία) και για την καπιταλιστική ανάκαμψη που παρουσιάζει δυσκολίες. Τμήματα της αστικής τάξης θεωρούν ότι τα προβλήματα στην καπιταλιστική οικονομία δεν μπορούν να ξεπεραστούν, ούτε και οι γεωστρατηγικοί τους στόχοι να επιτευχθούν με την ΕΕ, όπως έχει σήμερα. Αναζητούν είτε μέτρα χαλάρωσης της Ενωσης ή ακόμα και την αποχώρηση των κρατών τους από αυτήν.

Επιπλέον, δυναμώνει η κόντρα τμημάτων του κεφαλαίου ανάμεσα στον «προστατευτισμό στην οικονομία», από τη μια, και στις «ανοιχτές αγορές και το διασυνοριακό εμπόριο», από την άλλη. Το ρεύμα του εθνοκρατικού προστατευτισμού αναπτύσσεται ως επιλογή σε ΗΠΑ και κράτη της ΕΕ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού κεφαλαίου τους. Από την άλλη, η ενίσχυση της πολιτικής του προστατευτισμού εκτιμάται ότι θα επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Αντιπαραθέσεις που δεν αφορούν τους λαούς, αφού η επίθεση σε αυτούς είναι αναμφισβήτητη από όλες τις πλευρές.

Ο απόηχος των ολλανδικών εκλογών αξιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες για να χειραγωγήσουν και τους υπόλοιπους λαούς της ΕΕ. Οι ηγέτες της Ευρώπης μίλησαν για «νίκη της δημοκρατίας» και των «ελεύθερων κοινωνιών», ήττα του «απομονωτισμού» και του «λαϊκισμού», λόγια που αποτυπώνουν ακριβώς αυτές τις οξυμένες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Μια συστημική «εναλλακτική»

Ετσι, το κόμμα του Βίλντερς όχι μόνο δεν πάει «κόντρα στο κατεστημένο», όχι μόνο δεν απειλεί την εξουσία των μονοπωλίων, αλλά είναι ακριβώς αυτό: Μια ακόμη αστική εναλλακτική. Η ρατσιστική, αντιμεταναστευτική και αντιισλαμική ρητορική του, οι «σπόντες» περί «Nexit» και το σύνθημά του «Η Ολλανδία και πάλι στα χέρια μας», «άνθισε» στο έδαφος της λαϊκής δυσαρέσκειας από την πολιτική της κυβέρνησης Ρούτε και της ΕΕ. Βρήκε υποστηρικτές ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα που πλήττονται, σε μια χώρα που οι επιχειρηματικοί όμιλοι ευημερούν και παράλληλα βαθαίνει η φτώχεια, αυξάνεται η «φορολεηλασία», η μερική απασχόληση και η εργασία μέσω «δουλεμπορικών γραφείων» οργιάζουν και ήδη συζητιέται η μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, αξιοποιήθηκε το μεταναστευτικό ζήτημα με τις προσφυγικές ροές να αυξάνουν, ένα ζήτημα που η διαχείρισή του απασχολεί συνολικά την ΕΕ και σημειώνονται διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η «ρητορική Βίλντερς» διαπερνούσε στον έναν ή στον άλλο βαθμό και άλλα κόμματα. Ενδεικτικά το συντηρητικό - φιλελεύθερο κόμμα του Ρούτε αξιοποίησε στο έπακρο τη διπλωματική διένεξη με την Τουρκία, προτρέπει τους μετανάστες «Συμπεριφέρσου κανονικά ή φύγε», τους καλεί να «αποκηρύξουν τον εξτρεμισμό» και εμφανίζεται ενάντια στη διεύρυνση της ΕΕ με νέα μέλη και ζητά περιορισμό των εξουσιών της. Από σοσιαλδημοκράτες διαφόρων αποχρώσεων γίνεται λόγος περί «προοδευτικού πατριωτισμού». Ενδεικτικά η «Πράσινη Αριστερά» θέλει μια ΕΕ πιο δυνατή αλλά πιο ...«δημοκρατική», έναν πιο «ανθρώπινο καπιταλισμό». Επίσης, αρκετοί υποψήφιοι μιλούσαν για «ριζικές αλλαγές στην προσέγγιση της μετανάστευσης».

Η συζήτηση πριν και μετά τις εκλογές δεν άγγιζε τα πραγματικά προβλήματα του ολλανδικού λαού, ούτε φυσικά τη διέξοδο από αυτά. Τα παζάρια για το σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού στην Ολλανδία έχουν ήδη ξεκινήσει. Οποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα παρεκκλίνει καθόλου από τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής, που δυναμώνει σ' όλη την ΕΕ, από τις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων. «Οι λαοί της Ευρώπης μπορούν να ξεφύγουν απ' τη μέγγενη των κάλπικων διλημμάτων, επιλέγοντας το δρόμο της δικής τους εξουσίας, με αποδέσμευση από την ΕΕ και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων», όπως σημείωσε το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των εκλογών.


Ε.Μ.


ΒΡΕΤΑΝΙΑ - BREXIT
Σε θέση διαπραγμάτευσης με όξυνση των αντιθέσεων

Στην τελική ευθεία για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 της συνθήκης της Λισαβόνας είναι πλέον η κυβέρνηση της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, μετά την ψήφιση σχετικού νόμου από το κοινοβούλιο και την επίσημη εξουσιοδότηση που της έδωσε στις 16 Μάρτη η βασίλισσα Ελισάβετ Β', ώστε να ξεκινήσει τα παζάρια αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Ωστόσο, παρότι η ενεργοποίηση του άρθρου είναι θέμα ημερών (αναμένεται πριν το τέλος του μήνα, μάλλον μετά τις εκδηλώσεις που θα γίνουν στις 25 Μάρτη για τη Συνθήκη της Ρώμης), οι κόντρες διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζονται. Ερευνα που δημοσιεύτηκε προχτές στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», για λογαριασμό ελβετικής τράπεζας επενδύσεων UBS σε 600 ευρωπαϊκές εταιρείες, αναδεικνύει πως οι περισσότερες εξ αυτών (το 28%) θεωρούν πως το Brexit θα έχει τις περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στις δραστηριότητές τους. Από αυτές, «ανησυχούν» περισσότερο για τις αρνητικές επιπτώσεις του Brexit τα μονοπώλια της βιομηχανίας διαφόρων κλάδων και παραγωγής πρώτων υλών, ενώ πιο ψύχραιμα εμφανίζονται τα μονοπώλια καταναλωτικών προϊόντων. Επιπλέον, πάνω από το 40% δήλωσε πως θα αναζητήσει μετεγκατάσταση μέρους των επιχειρήσεών τους στην ηπειρωτική Ευρώπη, σε περίπτωση που προχωρήσει η διαδικασία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.

Η αβεβαιότητα μέρους των μονοπωλίων για την «επόμενη μέρα» που θα «ξημερώσει» μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το Brexit (γύρω στην άνοιξη του 2019), ιδιαίτερα εφόσον οι διετείς διαπραγματεύσεις δεν καταλήξουν σε συμφωνία (πόσο δε μάλλον σε διατήρηση της πρόσβασης της Βρετανίας στην ενιαία αγορά της ΕΕ), δημιουργεί ρευστότητα εξελίξεων, αλλά και αναταράξεις για «φαινόμενο ντόμινο» στο οικοδόμημα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, η συνοχή της οποίας είναι ήδη «τραυματισμένη» με τις πολλές ομαδοποιήσεις που υπάρχουν.

Μέσα στην επόμενη διετία, οπότε θα ξεδιπλωθούν τα παζάρια των διαπραγματευτών του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, όλα είναι πιθανά. Είτε προς την κατεύθυνση πλήρους ρήξης και αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, είτε προς το «πάγωμα» της διαδικασίας σε περίπτωση που κλιμακωθούν προς αυτήν την κατεύθυνση οι πιέσεις των περισσότερων μονοπωλίων, είτε ακόμη και στην ανάσχεση της διαδικασίας σε περίπτωση που οι ενδοαστικές κόντρες αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναγκάσουν την κυβέρνηση Μέι να παραιτηθεί και να την διαδεχτεί μία νέα αστική κυβέρνηση που θα προωθεί καλύτερα τα συμφέροντά τους.

Επιπλέον, δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέπει και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που δημιουργούν τα επικείμενα παζάρια για το Brexit εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, με την Σκοτσέζα πρωθυπουργό, Νίκολα Στάρτζιον, να πιέζει ασφυκτικά για νέο δημοψήφισμα με στόχο την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το γεγονός ότι το 2014 οι Σκοτσέζοι ψήφισαν υπέρ της παραμονής της Σκοτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρώντας δεδομένη την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Η Μέι προς το παρόν αρνείται αυτήν την περίοδο ένα τέτοιο δημοψήφισμα, μην αποκλείοντας να επιτρέψει τη διεξαγωγή του αργότερα, ενδεχομένως όταν θα έχουν ολοκληρωθεί τα παζάρια με την ΕΕ και θα είναι έτοιμη μια τελική συμφωνία.

Μπροστά σε αυτό το ρευστό τοπίο, το μόνο βέβαιο είναι η αναπόφευκτη όξυνση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού.


Δ. ΟΡΦ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ