ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 19 Μάρτη 2015
Σελ. /24

Το σημερινό τετρασέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία», περιέχει τα εξής θέματα:

-- Ευρωπαϊκή Ενωση: Αναθέρμανση του «κοινωνικού διαλόγου» στην υπηρεσία της ανταγωνιστικότητας.

-- Σχολή Δημόσιας Διοίκησης: Ασκήσεις... επί χάρτου για την προώθηση αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων.

-- Δημόσιο: Στη διαβούλευση το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης. Τι προβλέπει, πού στοχεύει.

-- Συνέντευξη με τον πρόεδρο της ΟΒΣΑ, Θανάση Καλαμπαλίκη, για τον προγραμματισμό δράσης των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ.

-- Ιστορικό: 70 χρόνια από την ίδρυση της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας.


ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Αναθέρμανση του «κοινωνικού διαλόγου» στην υπηρεσία της ανταγωνιστικότητας

Αποκαλυπτικές πλευρές της διάσκεψης των «κοινωνικών εταίρων», που έγινε στις 5 Μάρτη στις Βρυξέλλες

Από τις εργασίες της διάσκεψης για τον «κοινωνικό διάλογο» στις Βρυξέλλες
Από τις εργασίες της διάσκεψης για τον «κοινωνικό διάλογο» στις Βρυξέλλες
Στις 5 Μάρτη έγινε στις Βρυξέλλες μια «διάσκεψη υψηλού επιπέδου» για μια «νέα αρχή για τον κοινωνικό διάλογο». Η διάσκεψη οργανώθηκε στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «για την ενίσχυση του διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους». Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο Τύπου, «ο κοινωνικός διάλογος σε όλα τα επίπεδα είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση τόσο της ανταγωνιστικότητας όσο και της δικαιοσύνης».

Στη διάσκεψη συζητήθηκαν συγκεκριμένοι τρόποι για την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ανάμεσα σε άλλους συμμετείχαν η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Ενωση των εργοδοτών, Businesseurope, και η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων.

Από τη θεματολογία, τις εισηγήσεις και τις τοποθετήσεις στη διάσκεψη, προκύπτει η προσπάθεια των «κοινωνικών εταίρων» να ενισχύσουν τις διαδικασίες του «κοινωνικού διαλόγου» και μ' αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσουν είτε την έμπρακτη συμμετοχή είτε την ανοχή των εργαζόμενων στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που προϋποθέτει η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, στο πλαίσιο πάντα της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

Για παράδειγμα, ανάμεσα στα ιδιαίτερα θέματα που ανέπτυξε η διάσκεψη ήταν: «Η βελτίωση της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», «ο κοινωνικός διάλογος και η βελτίωση της νομοθεσίας» και «οι ανάγκες σε δεξιότητες, η εκπαίδευση και η κατάρτιση σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον εργασίας». Τι σημαίνουν όλα αυτά και πού πραγματικά στοχεύει η «αναθέρμανση του κοινωνικού διαλόγου», το δείχνουν ανάγλυφα οι βασικές εισηγήσεις στη διάσκεψη, από τις οποίες ο «Ριζοσπάστης» ξεχώρισε και σχολιάζει τα παρακάτω αποσπάσματα.

Για τη στρατηγική «Ευρώπη 2020»

Στην εναρκτήρια ομιλία της διάσκεψης, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν V. Dombrovskis είπε ανάμεσα σε άλλα: «Γιατί μιλάμε για ένα "νέο ξεκίνημα" για τον κοινωνικό διάλογο; Ο κοινωνικός διάλογος (...) βελτιώνει τη χάραξη πολιτικής, φέρνοντας τις αποφάσεις πιο κοντά σε εκείνους που επηρεάζονται άμεσα (...) και δημιουργεί την κυριότητα των εν λόγω αποφάσεων και, ως εκ τούτου, προωθεί μια πιο συνεκτική κοινωνία». Δηλαδή με τον «κοινωνικό διάλογο» οι εργαζόμενοι συναποφασίζουν με τους εργοδότες, άρα γίνονται συνεργοί στις αποφάσεις και μ' αυτόν τον τρόπο ενσωματώνεται κάθε αντίδραση στην εφαρμογή τους.

Παρακάτω, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημείωσε: «Είμαστε στον απόηχο της μεγαλύτερης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης στην ΕΕ, στη μεταπολεμική περίοδο, και χρειάζεται την πλήρη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων για την εξεύρεση ενός νέου, βιώσιμου προτύπου ανάπτυξης. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, ο κοινωνικός διάλογος μπορεί να συμβάλει σε μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και της στρατηγικής "Ευρώπη 2020" (...) υποστηρίζει ή ακόμη και οδηγεί τις αλλαγές που απαιτούνται σήμερα σε πολλές χώρες».

Να λοιπόν γιατί χρειάζεται τώρα να «ζεσταθεί» ο θεσμός του «κοινωνικού διαλόγου». Επειδή η κρίση καθυστέρησε ακόμα περισσότερο την επίτευξη των στόχων που έθετε για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ η στρατηγική «Ευρώπη 2020» και τώρα χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη ταξική συναίνεση για να προχωρήσουν οι προβλεπόμενες αναδιαρθρώσεις.

Οι τρεις πυλώνες

Μάλιστα, ο Ευρωπαίος τεχνοκράτης προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα και περιέγραψε τους βασικούς άξονες των μεταρρυθμίσεων όπου απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή συμφωνία των «κοινωνικών εταίρων»:

«Εχουμε προτείνει μια νέα προσέγγιση για την ανάπτυξη και την απασχόληση (...) σε τρεις πυλώνες: Πρώτον, κινητοποιώντας περισσότερες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Εχουμε ήδη θέσει σε εφαρμογή μια κίνηση, ώστε ένα φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων της ΕΕ να κινητοποιήσει 315 δισεκατομμύρια ευρώ σε νέες επενδύσεις για τα επόμενα τρία χρόνια».

Πρόκειται για το γνωστό «πακέτο Γιούγκερ», που αποτελεί μέρος ενός συνολικότερου σχεδίου για μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης για το κεφάλαιο και όχι βέβαια για τους εργαζόμενους και το λαό, προκειμένου να υποβοηθηθεί η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις τους ζητάνε από τους εργαζόμενους να συστρατευτούν στο στόχο της ανάκαμψης, με τέτοια και με άλλα μέτρα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι έτσι θα ανοίξουν οι δουλειές και θα μειωθεί η ανεργία. Το τι δουλειές θα είναι αυτές και με ποιους όρους, αναλαμβάνουν να το εξηγήσουν οι εργοδότες, όπως θα δούμε πιο κάτω.

«Δεύτερον, αποφασιστική εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών μας», συνέχισε ο V. Dombrovskis. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα μέτρο που να τονώνει την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας το οποίο να μην επηρεάζει αρνητικά, έμμεσα ή άμεσα, τους όρους που ζουν και δουλεύουν η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Τέτοια μέτρα είναι η παραπέρα μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, οι φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις στο κεφάλαιο, οι ιδιωτικοποιήσεις με όλους τους τρόπους κ.ά.

Ο τρίτος πυλώνας που αναφέρει ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν είναι «η δημοσιονομική ευθύνη (...) το έλλειμμα και το χρέος είναι ακόμη πολύ υψηλό σε ορισμένες χώρες και οι περισσότερες χώρες μπορούν να πετύχουν μια σύνθεση των δημόσιων δαπανών και των εσόδων, η οποία μπορεί να είναι πιο ευνοϊκή για την ανάπτυξη». Δηλαδή να συναινέσουν οι εργαζόμενοι μέσα από τον «κοινωνικό διάλογο» σε παραπέρα πετσόκομμα των κρατικών δαπανών, που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών Υγείας - Πρόνοιας, παραπέρα μειώσεις μισθών στο Δημόσιο, απολύσεις και πάει λέγοντας.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο V. Dombrovskis είπε με περίσσιο κυνισμό: «Πιστεύουμε ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν καθοριστικό ρόλο για να βοηθήσουν στην επίτευξη αυτών των προτεραιοτήτων πολιτικής»... Δηλαδή να πάνε οι εργαζόμενοι στον κοινωνικό διάλογο σαν «πρόβατα επί σφαγή»!

Στοχοπροσηλωμένοι οι εργοδότες

Λίγο μετά, στο βήμα της διάσκεψης ακολούθησε ο M. Beyrer, γενικός διευθυντής της Businesseurope. Για να «ζεστάνει» το κλίμα, είπε αρχικά ότι, «σήμερα, η πρόκληση είναι να οικοδομήσουμε μια πιο ανταγωνιστική Ευρωπαϊκή Ενωση (...) Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός διάλογος πρέπει να εξελιχτεί προκειμένου να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή».

Εξειδικεύοντας ακόμα πιο πέρα τη θέση των εργοδοτών, σημείωσε: «Για τη Businesseurope, οι βασικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τους κοινωνικούς εταίρους σε όλα τα επίπεδα τα επόμενα χρόνια είναι πολύ σαφείς (...) Η βασική πρόκληση είναι να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας (...) αν θέλουμε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση.

Πώς μπορεί ο κοινωνικός διάλογος σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο να συμβάλει καλύτερα σε αυτό; Κάνοντας μια κριτική αξιολόγηση των θεσμών που σήμερα υπάρχουν στην αγορά εργασίας, στις πολιτικές και στους κανονισμούς λειτουργίας, και προωθώντας την προσαρμογή τους ώστε να αίρονται τα εμπόδια για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αν δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε αυτό, δε θα ανανεώσουμε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Τα σημεία εκκίνησης των κρατών - μελών διαφέρουν και δεν υπάρχει ένα μέγεθος που ταιριάζει σε όλους σαν προσέγγιση για τον εκσυγχρονισμό των διάφορων εθνικών κοινωνικών συστημάτων».

Ο εκπρόσωπος των εργοδοτών ανοίγει όλη τη «βεντάλια» και λέει ότι ο «κοινωνικός διάλογος» πρέπει να υπηρετεί την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, στηρίζοντας αλλαγές στην αγορά εργασίας και στα συστήματα της «κοινωνικής προστασίας» (βλέπε Ασφαλιστικό). Ο ίδιος, εξαιτίας ακριβώς της ανισομετρίας στην ΕΕ, διακρίνει διαφορές στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία κάθε κράτους - μέλους και ζητάει συναίνεση σε προσαρμοσμένες πολιτικές.

Για παράδειγμα, εκεί όπου η κρίση χτύπησε με μεγαλύτερη ένταση και η ανεργία είναι πολύ υψηλή, ζητάει συναίνεση σε «αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας». Στις χώρες που ήταν πιο γρήγορη η ανάκαμψη, αλλά οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και η δημογραφική αλλαγή αρχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη, ζητάει «καλύτερη ένταξη των ανέργων, αξιοποιώντας το υφιστάμενο απόθεμα εργατικού δυναμικού με την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, την ενθάρρυνση των μη ενεργών ατόμων να ενταχτούν στην αγορά εργασίας και τη διατήρηση μιας ισορροπημένης προσέγγισης για τη μετανάστευση»!

Ενα βήμα πιο μπροστά οι εργατοπατέρες

Κλείνοντας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην ομιλία της γγ της ΣΕΣ Bernadette Segol. Χωρίς περιστροφές, είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενη και ευχαριστημένη που βλέπω ότι μετά από 30 χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί, όπως και εμείς, αναγκαία μια νέα ώθηση στον ευρωπαϊκό κοινωνικό διάλογο. Ναι, χρειαζόμαστε μια νέα ώθηση, διότι, κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, ο διεπαγγελματικός κοινωνικός διάλογος έχει αποδυναμωθεί (...) Ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της κοινωνικής συνοχής. Αλλά είναι επίσης ένα στοιχείο της οικονομικής επιτυχίας και της ανταγωνιστικότητας».

Και λίγο πιο κάτω: «Δεν είμαστε αντίθετοι στις μεταρρυθμίσεις. Γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να είμαστε όπως πριν 50 χρόνια, 30 χρόνια ή ακόμα και 20 χρόνια, αλλά οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και να είναι προς όφελος όλων»...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ