ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάρτη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Για την «αναδιανομή»

Ηνεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης, στις καπιταλιστικές οικονομίες εγείρει ως κεντρικό πολιτικό αίτημα, από διάφορες δυνάμεις, την ανάγκη αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών μαζών, άρα και την ανάγκη άσκησης ανάλογης πολιτικής. Ετσι προβάλλεται ως πολιτική διέξοδος η αλλαγή διακυβέρνησης, έτσι ώστε να εφαρμοστεί άλλη μορφή διαχείρισης, σύμφωνα με τα πρότυπα και την εμπειρία της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά προτείνεται ένα σύνολο κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων με την υπόθεση ότι μπορεί να αμβλύνει τις ταξικές ανισότητες.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και στην Ελλάδα θεωρείται, από την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, μονόδρομος στις συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καπιταλισμό στο τέλος της δεκαετίας του '80, αρχές της δεκαετίας του '90. Είναι η περίοδος που η ΕΟΚ μετεξελίσσεται σε Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αφού έχει προηγηθεί το 1985 η ευρωπαϊκή πράξη για την ενιαία αγορά.

Οι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι αναγκαία και αντικειμενική συνθήκη για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του, αλλά και της προστασίας του από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Για παράδειγμα, η οικονομική κρίση που ξέσπασε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια, δημιουργούσε προϋποθέσεις αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλισμού, με δεδομένη την ύπαρξη του πρώτου τότε σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Κέυνς ήταν αυτός που επεξεργάστηκε μορφές και τρόπους παρέμβασης του αστικού κράτους στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης εκείνη την περίοδο, υποδεικνύοντας την ανάληψη άμεσα της κρατικής δράσης στην οικονομία και ταυτόχρονα την ανάγκη τόνωσης της ζήτησης από τα λαϊκά στρώματα, με την ενίσχυση του εισοδήματός τους μέσω πολιτικών αναδιανομής.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία ως προς τη μορφή διαχείρισης, σε διάκριση από τα φιλελεύθερα κόμματα, εφάρμοσε το λεγόμενο «τρίτο δρόμο» σαν ενδιάμεσο, ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό εφαρμόζοντας τις οικονομικές θεωρίες του Κέυνς. Είναι η περίοδος που ο σοσιαλισμός σαν κοινωνικοοικονομικό σύστημα εξαπλώνεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αλλά και στην Ασία. Ο καπιταλισμός στη Δυτική Ευρώπη επιχειρεί να προστατευτεί από την επίδραση, που ασκεί το αντίπαλο σύστημα, εφαρμόζοντας πολιτική κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων, ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, με πολιτική παροχών που στηρίζονται στη διόγκωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και η σχετική οικονομική ανάπτυξη, που υπάρχει αντικειμενικά μετά τον πόλεμο.

Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της καπιταλιστικής ανόρθωσης στην Ευρώπη, ακολούθησε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '70, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '80 εμφανίζονται ξανά τα σημάδια της.

Στην Ευρώπη τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εφαρμόζουν πολιτική γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη. Το δρόμο δείχνει η Μεγάλη Βρετανία της Μ. Θάτσερ. Η σοσιαλδημοκρατία αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπει τη δική της εκδοχή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, (το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας»), προβάλλοντας την ανάγκη της «απελευθέρωσης των αγορών».

Η ανατροπή του σοσιαλισμού επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία με την προώθηση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο.

Οι αναδιαρθρώσεις απαντούν σε πραγματικές ανάγκες του ίδιου του κεφαλαίου. Ανάγκες που προκύπτουν από εμφανείς δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, από την πτώση του ποσοστού κέρδους, από τη με γοργούς ρυθμούς συγκεντροποίηση και τις δυνατότητες εξαγωγής του μέσω διαπλοκής με το διεθνικό κεφάλαιο (αμερικανικό και ευρωπαϊκό) στην ευρύτερη περιοχή κυρίως των Βαλκανίων, αλλά και της Παρευξείνιας ζώνης. Προκύπτουν, επίσης, από την ανάγκη του ανταγωνισμού που οξύνεται. Οι αναδιαρθρώσεις είναι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, για τη μεγιστοποίηση κερδών, την παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης που χρονικά γίνεται πιο σύντομος, την ελαχιστοποίηση των καταστροφικών φαινομένων στο ίδιο το κεφάλαιο, την ανακοπή της πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Οι ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας και μάλιστα στρατηγικών τομέων συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Ολες οι άλλες αναδιαρθρώσεις, με επίκεντρο τις εργασιακές σχέσεις μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης, εντείνοντας την εκμετάλλευση.

Στην τιμή της εργατικής δύναμης δεν περιλαμβάνεται μόνο ο μισθός στη χρηματική του μορφή. Επίσης, το ύψος της δεν εξαρτάται μόνο από τους όρους, που καθορίζουν στενά το βιολογικό κύκλο του εργάτη και της οικογένειάς του, προκειμένου η φθορά της και ο φυσικός θάνατος να μην εξαφανίσουν αυτό το εμπόρευμα από την αγορά.

Εξαρτάται και από το επίπεδο κατάκτησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, του πολιτισμού της κάθε χώρας, το οποίο επίσης καθορίζει τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Επομένως, η τιμή της εργατικής δύναμης, μαζί με το μισθό, περιλαμβάνει και την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία και την εκπαίδευση, τη σύνταξη για τους απόμαχους της δουλιάς, κοινωνικές υπηρεσίες που χρειάζονται για την ψυχαγωγία, την ανάπαυση, την άθληση, τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας, τη βελτίωση των συνθηκών κατοικίας του περιβάλλοντος, προνοιακές υπηρεσίες για άτομα που τις έχουν ανάγκη κ.ά.

Οι αναδιαρθρώσεις επιχειρούνται βασικά με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις σε τομείς όπως: η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια υγεία, η παροχή προνοιακών υπηρεσιών, ο αθλητισμός, το περιβάλλον. Επίσης, με το πέρασμά τους, με άλλες μορφές, στο κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα η ανάθεση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνικής ασφάλισης στις ασφαλιστικές εταιρίες.

Η ίδια η εργατική τάξη αναλαμβάνει πλέον με το μισθό της εργασίας να αναπληρώνει όλες τις πιο πάνω ανάγκες που πριν δεν τις αναπλήρωνε από το μισθό, με τη χρηματική του μορφή. Επίσης, η εργατική τάξη, για να μπορεί να αντιστέκεται στην ένταση της εκμετάλλευσης χρειάζεται σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και τη στιγμή μάλιστα που οι συνθήκες επιτρέπουν τη μείωσή του. Αντί γι' αυτό έχουμε διάφορες μορφές διευθέτησης και ευελιξίας που οδηγούν στο ωρομίσθιο.

Ετσι φαίνεται ότι μπορεί να αυξάνονται τα κέρδη, να γίνεται παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης, στις δυσκολίες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, με λιγότερες για το κεφάλαιο αρνητικές συνέπειες.

Βεβαίως αυτή η επιλογή δεν αντιμετωπίζει το ξέσπασμα της κρίσης, ούτε μπορεί να την εμποδίσει. Προσπαθεί να παρέμβει στην όξυνσή της. Σ' αυτές τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, και με δεδομένο και τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, το κεφάλαιο απαιτεί τη νεοφιλελεύθερη μορφή διαχείρισης ως μονόδρομο και δεν είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις ανάλογες της μεταπολεμικής περιόδου της «παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας».

Ουσιαστικά αυτή η πολιτική καταστρέφει την πρώτη απ' όλες παραγωγική δύναμη, την εργατική δύναμη, σε μια εποχή που οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι σε τέτοιο επίπεδο, που μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες λαϊκής ευημερίας και να ανταποκρίνονται στην ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αλλά, απαιτείται η λύση της αναντιστοιχίας της κοινωνικοποιημένης παραγωγής με την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, άρα και αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική.

Η προβολή μιας πολιτικής διεξόδου, που μέσω της αναδιανομής θα εξασφαλίζει το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», ως φιλολαϊκή διακυβέρνηση, είναι αντικειμενικά ουτοπική. Οι συνθήκες επιβάλλουν την καθολική επίθεση του κεφαλαίου, με δεδομένο το αναπόφευκτο της κρίσης. Αποπροσανατολίζει δε από το κύριο, που είναι κοινωνικοπολιτική διεκδικητική πάλη στην κατεύθυνση εξάλειψης των θεμελίων της πολιτικής που δημιουργεί και αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες και όχι πάλη μόνο για άμβλυνσή τους, άρα στην κατεύθυνση μιας λαϊκής εξουσίας.

Η πολιτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου Πάλης που προβάλλει το ΚΚΕ, μπορεί να ανοίξει το δρόμο σ' αυτή την προοπτική.


Στέφανος ΛΟΥΚΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ