ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Οχτώβρη 1997
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οι μονόπλευρες θυσίες δεν έλυσαν το πρόβλημα

Στην περίοδο 1985-1996 ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών ήταν διπλάσιος του ρυθμού αύξησης ελληνικών εξαγωγών, με συνέπεια να αυξηθεί σημαντικά (3.180,7%) το εμπορικό έλλειμμα, αλλά και ο εξωτερικός δανεισμός. Παρά τις σκληρές θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι εργαζόμενοι, τα προβλήματα του ισοζυγίου παραμένουν εκρηκτικά

Ενας από τους βασικούς λόγους, που επικαλέστηκε το 1985 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - και προσωπικά ο Κ. Σημίτης που τότε κατείχε τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας - για να δικαιολογήσει τη δέσμη μέτρων του διετούς "σταθεροποιητικού" προγράμματος λιτότητας 1985-87, ήταν και τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου. Είχε παραδεχτεί, λοιπόν, δημόσια ο Κ. Σημίτης ότι σήμερα (δηλαδή το 1985) "πληρώνουμε για εισαγωγές από το εξωτερικό 4 τρισεκατομμύρια δραχμές το χρόνο, περισσότερα απ' ό,τι εισπράττουμε από τις ελληνικές εξαγωγές" και ότι "τη διαφορά την καλύπτουμε με εξωτερικό δανεισμό".

Για να καλυφθεί η παραπάνω διαφορά μεταξύ εισαγωγών - εξαγωγών ή εγχώριας παραγωγής και εξωτερικού δανεισμού και να αντιμετωπιστούν, ο Κ. Σημίτης - σε αντάλλαγμα των πολιτικοοικονομικών όρων που ανέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το κοιναγορίτικο δάνειο στήριξης του ισοζυγίου, ύψους 2,1 δισ. δολαρίων - εφάρμοσε με ευλαβική συνέπεια τα μέτρα του διετούς προγράμματος λιτότητας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και:

  • Εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής κατά 15% (για να γίνουν πιο ανταγωνιστικά - λέει - τα ελληνικά προϊόντα στις ξένες αγορές) και έτσι να μειωθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου.
  • Εισοδηματική πολιτική γενναίας μείωσης των μισθών και συντάξεων σε δημόσιο - ιδιωτικό και παράλληλα με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, τύπου "αποφασίσαμεν και διατάσσομεν". Επίσης, απαγορεύτηκε η χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων πάνω από τα όρια της επίσημης κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής.

Συνολικά, το πλέγμα μέτρων του διετούς προγράμματος λιτότητας, το οποίο εφάρμοσε με ευλαβική συνέπεια ο Κ. Σημίτης (σαν ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός, αλλά και εισηγητής των μέτρων αυτών), καθώς και συνολικά οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από το 1985 μέχρι σήμερα από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζαν εκτός από όλα τα άλλα τα μεγάλα, χρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και το καυτό πρόβλημα των εκρηκτικών ελλειμμάτων του ισοζυγίου.

Για να δούμε αν και σε ποιο βαθμό απέδωσαν τα "σταθεροποιητικά" μέτρα λιτότητας, που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1985-87, τα "σταθεροποιητικοαναπτυξιακά" μέτρα λιτότητας που εφάρμοσε στην περίοδο 1990-93 η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς και τα "αναπτυξιακά" μέτρα λιτότητας που εφαρμόζουν από τον Οκτώβρη του 1993 μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να συγκρίνουμε τη διαχρονική εξέλιξη των ελλειμμάτων του ισοζυγίου (εμπορικό και τρεχουσών συναλλαγών) από το 1985 μέχρι σήμερα. Από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας με τις εξελίξεις στο ισοζύγιο προκύπτει ότι:

  • Το 1985 η Ελλάδα εισέπραξε (από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων) 406,8 εκατ. δολάρια και ξόδεψε (για εισαγωγές ξένων προϊόντων) 966,6 εκατ. δολάρια. Η διαφορά στη σχέση εισαγωγών - εξαγωγών είχε σαν συνέπεια το εμπορικό έλλειμμα να διαμορφωθεί στα 559,8 εκατ. δολάρια.
  • Το 1996 η Ελλάδα εισέπραξε (από τις εξαγωγές προϊόντων) 5.769,9 εκατ. δολάρια και ξόδεψε (για εισαγωγές ξένων προϊόντων) 24.135,5 εκατ. δολάρια, με συνέπεια το εμπορικό έλλειμμα να διαμορφωθεί στο ποσό των 18.365,6 εκατ. δολαρίων.
  • Στο πρώτο πεντάμηνο του 1997 (Γενάρης - Μάης), που υπάρχουν τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα εισέπραξε (από εξαγωγές ελληνικών προϊόντων) συνολικά 2.112 εκατ. δολάρια και ξόδεψε (για εισαγωγές ξένων προϊόντων) 10.104 εκατ. δολάρια. Ετσι, το εμπορικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στα 7.992 εκατ. δολάρια.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι το ποσοστό αύξησης της δαπάνης για εισαγωγές είναι, σαφώς, μεγαλύτερο από το ποσοστό αύξησης των εισπράξεων από εξαγωγές ελληνικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, στην περίοδο 1985-1996 τα συναλλαγματικά έσοδα από εξαγωγές αυξήθηκαν 1.218,4%, η συναλλαγματική δαπάνη για εισαγωγές αυξήθηκε 2.369,9%, με τελικό αποτέλεσμα το εμπορικό έλλειμμα σε δολάρια να αυξηθεί κατά... 3.180,7%!

Η επιδείνωση των προβλημάτων του ισοζυγίου φαίνεται και από την κακή πορεία της σχέσης εισαγωγών - εξαγωγών και την αυξανόμενη εισαγωγική διείσδυση. Συγκεκριμένα, ενώ το 1985 καλύπταμε με τις εξαγωγές των ελληνικών προϊόντων το 42,1% της συνολικής δαπάνης για εισαγωγές, φτάσαμε στο σημείο το 1996 να καλύπτουμε με τις ελληνικές εξαγωγές μόλις το 23,9% των εισαγωγών. Και το 1997 (στοιχεία πρώτου πενταμήνου) η κατάσταση χειροτέρευσε, αφού σε κάθε 100 δολάρια που ξοδεύαμε για εισαγωγές ξένων προϊόντων, με τις ελληνικές εξαγωγές καλύπταμε μόλις τα 20,9 δολάρια και τα υπόλοιπα 79,9 δολάρια τα καλύπταμε είτε με εξωτερικό δανεισμό είτε με το πλεόνασμα του ισοζυγίου αδήλων.

Αν τα "γαλαζοπράσινα" προγράμματα λιτότητας - που είχαν επιβάλει σε σκληρές θυσίες τους εργαζόμενους, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βελτιώνονταν η ποιότητα και οι τιμές των ελληνικών βιομηχανικών και άλλων προϊόντων - είχαν αποδώσει αυτά που προπαγάνδιζαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αυτό θα ήταν αισθητό και θα φαινόταν διά γυμνού οφθαλμού. Θα ήταν αισθητό γιατί θα είχαν αυξηθεί οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων, θα είχαν περιοριστεί οι εισαγωγές, θα είχαν μειωθεί τα ελλείμματα του ισοζυγίου, θα είχε αυξηθεί η βιομηχανική παραγωγή και η απασχόληση και γενικά η κατάσταση της βαριά άρρωστης ελληνικής οικονομίας θα είχε βελτιωθεί. Ομως τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παραθέσαμε παραπάνω, όλοι οι δείκτες του ισοζυγίου παρουσίασαν επιδείνωση, σκιαγραφώντας έτσι ανάγλυφα την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας και την όξυνση των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Είκοσι χρόνια σε λιμνάζοντα νεράτο.. πλάγιο καλέ!!!)

Ψεύτικα, απο την αρχή μέχρι το τέλος, αποδείχτηκαν τα "γαλαζοπράσινα" επιχειρήματα ότι δήθεν τα προγράμματα λιτότητας επιβάλονται για την βελτίωση της οικονομίας

Πολλές από τις σκληρές θυσίες, τις οποίες υποχρεώθηκαν να υποστούν τα πλατιά λαϊκά στρώματα από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ, δικαιολογήθηκαν από τους κυβερνώντες με το επιχείρημα ότι οι θυσίες αυτές είναι αναγκαίες για να γίνουν πιο ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα και κατά συνέπεια και η ελληνική οικονομία. Για του λόγου το αληθές, θα επικαλεστούμε ένα σχετικό απόσπασμα από τις δηλώσεις που είχε κάνει ο σημερινός πρωθυπουργός Κ. Σημίτης,πριν 12 χρόνια. Παρουσιάζοντας στους δημοσιογράφους, σαν υπουργός Εθνικής Οικονομίας τότε, το διετές "σταθεροποιητικό" πρόγραμμα 1985-87 ο Κ. Σημίτης δήλωνε στις 10 Οκτώβρη 1985 μεταξύ άλλων ότι "στο βιομηχανικό τομέα, δεν παράγουμε, όπως θα έπρεπε, περισσότερα προϊόντα, με καλύτερη ποιότητα και σε πιο ανταγωνιστικές τιμές".

Στην ουσία δηλαδή - όχι απλά κάλεσε αλλά υποχρέωσε τους εργαζόμενους να παράγουν περισσότερα και να καταναλώνουν λιγότερα - με την επιβολή της αντιλαϊκής δέσμης μέτρων του διετούς προγράμματος λιτότητας. Επιχειρώντας τότε να πείσει τους εργαζόμενους, για τη δήθεν αναγκαιότητα των μέτρων, ο Κ. Σημίτης υποστήριζε πως μόνο με σκληρές θυσίες του λαού "θα" γίνουν πιο ανταγωνιστικά και πιο φτηνά τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα και έτσι όχι μόνο "θα" μειωθούν οι εισαγωγές, αλλά και "θα" αυξηθούν οι εξαγωγές (οφέλη στο ισοζύγιο). Παράλληλα "θα" τονωθεί η εγχώρια παραγωγή και "θα" σταματήσουν να κλείνουν τα εργοστάσια, με θετικές επιπτώσεις στην αύξηση της απασχόλησης κλπ.

Στα 12 χρόνια που πέρασαν από το 1985 μέχρι σήμερα - και ενώ τα "γαλαζοπράσινα" προγράμματα αντιλαϊκής μονόπλευρης λιτότητας διαδέχονται το ένα το άλλο - οι συγκεκριμένες πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όχι μόνο δεν έλυσαν τα μεγάλα και οξύτατα προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά τα επιδείνωσαν. Ιδού και τα τεκμήρια:

  • Ο όγκος των προϊόντων που παράγονται από τους 20 κλάδους της βιομηχανίας (μεταποίηση),εξακολουθούσε τον Ιούνη του 1997 να παραμένει - για το σύνολο της μεταποίησης - μικρότερος από το 1980! Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίες της Ελλάδας (ΕΣΥΕ), από 100 μονάδες που ήταν το 1980 ο δείκτης παραγωγής των εργοστασίων των 20 κλάδων της βιομηχανίας, έχει περιοριστεί τον Ιούνη του 1997 στις 97,4 μονάδες.Αυτό σημαίνει, ότι αν το 1980 η παραγωγή των εργοστασίων και των 20 κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας ήταν 100 κομμάτια, φέτος τον Ιούνη ο όγκος της παραγωγής ήταν μικρότερος κατά 2,5 περίπου μονάδες, αφού περιορίστηκε στις 97,4 μονάδες. Για κάποιους κλάδους της βιομηχανίας, μάλιστα, η κατάσταση είναι τραγική, καθώς σήμερα - σε σχέση με το 100% του 1980 - παράγουν μόλις το 42,5% (βιομηχανίες επεξεργασίας δέρματος), το 51% (ένδυση - υπόδηση), το 65% (κλωστοϋφαντουργίες) κλπ.
  • Ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού,κινείται από το 1992 μέχρι και σήμερα μεταξύ 70% και 78%. Δηλαδή τα εργοστάσια υπολειτουργούν, αφού παραμένει σε αδράνεια το 22-30% του δυναμικού που διαθέτουν. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού παρουσιάζει πτωτική τάση, καθώς από 78,1% που ήταν το 1992 μειώθηκε το 1996 στο 75,2% και το πρώτο εξάμηνο του 1997 έπεσε σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, στο 73,1%.
  • Οι απασχολούμενοι στη μεταποίηση όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά μειώνονται συνεχώς, με συνέπεια τη συνεχή διόγκωση της ανεργίας. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η παραγωγή παραμένει σε τέλμα 20 ολόκληρα χρόνια. Οπως αναφέρεται στην εξαμηνιαία έκθεσή του το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, "στην περίοδο 1990 - 1994 απωλέσθηκαν στον κλάδο της μεταποιητικής βιομηχανίας το 30% των θέσεων εργασίας"!
  • Το μερίδιο της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων (μεταποίηση) στο ΑΕΠ,από 21,4% που ήταν το 1980 μειώθηκε σε 19,9% το 1985, σε 18,6% το 1990 σε 16,6% το 1995 και σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα πέρσι και φέτος, που σημαίνει ότι η μείωση της παραγωγής προϊόντων από την εγχώρια βιομηχανία καλύφθηκε με αύξηση των εισαγωγών και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Από όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα στοιχεία, είναι σαφές, ότι με την εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας - την οποία υπηρέτησε και υπηρετεί πιστά και ο Κ. Σημίτης - όχι μόνο δε βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και οικονομίας γενικότερα, αλλά αντίθετα το προβλήματα οξύνθηκαν. Ο μόνος δείκτης που βελτιώθηκε ήταν τα κέρδη και τα υπερκέρδη των βιομηχάνων και αυτό δεν το κρύβει ούτε η κυβέρνηση, αφού - όπως αναφέρεται στην εξαμηνιαία έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Ιούνης 1997) - "η πορεία της βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από έντονη κερδοφορία"...

Οταν παράγεις... αέρα, αυξάνεις τις εισαγωγές!

Στα τελευταία 20 χρόνια, εντάθηκε ο παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και συνεχίστηκε η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας

Οι αλλαγές στη σύνθεση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, που φαίνονται στον πίνακα, αποτυπώνουν ανάγλυφα την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Στην περίοδο από το 1975 μέχρι και το 1995, ενισχύθηκε ο παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας σε βάρος της εγχώριας παραγωγής. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που προερχόταν από παραγωγικές δραστηριότητες (βιομηχανία, γεωργία, κατασκευές κλπ.) και αυξήθηκε αντίστοιχα το μερίδιο των υπηρεσιών (επιχειρηματικές δραστηριότητες τραπεζών, μεταφορών - επικοινωνιών κλπ.).

Η παραπάνω εξέλιξη δε σημαίνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, από αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Οτι δηλαδή, ενώ ο συνολικός πλούτος της χώρας αυξάνεται, μειώνεται το μερίδιο του πλούτου σε υλικά προϊόντα που είναι αναγκαία για την καθημερινή διαβίωση (φαγητό, ρούχα, παπούτσια, έπιπλα κλπ.) και αυξάνεται η παραγωγή πλούτου σε υπηρεσίες (που δεν τρώγεται). Η εξέλιξη αυτή, είναι γυμνή διά γυμνού οφθαλμού, καθώς, μήνα με το μήνα και χρόνο με το χρόνο (όπως τεκμηριώνεται και από τα επίσημα στοιχεία):

  • Διεισδύουν στην ελληνικά αγορά όλο και περισσότερα ξένα καταναλωτικά προϊόντα (όχι μόνο βιομηχανικά αλλά και αγροτικά) εκτοπίζοντας έτσι τα ελληνικά. Στα ράφια των σούπερ μάρκετ, κυριαρχούν τα εισαγόμενα είδη διατροφής και ποτών (ζυμαρικά, όσπρια, τυροκομικά) και κάθε χρόνο φιλοξενούνται όλο και λιγότερα ελληνικά. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση σε άλλα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Για παράδειγμα, το παραδοσιακό ελληνικό τσιγάρο, έχει παραχωρήσει την κυρίαρχη θέση που κατείχε στην ελληνική αγορά, στα ξένα ή τσιγάρα με ξένο σήμα που παράγονται στην Ελλάδα αλλά τα κέρδη φυγαδεύονται στο εξωτερικό. Οταν κάποιος θέλει να αγοράσει καρφίτσες, κατσαβίδια, ποδήλατα, κλπ., δύσκολα θα βρει ελληνικά.
  • Τα ελληνικά προϊόντα - ακόμη και γνωστά παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα που είχαν κατακτήσει μια αξιόλογη θέση στις διεθνείς αγορές - χάνουν συνεχώς έδαφος.

Αν τα ελληνικά προϊόντα (αγροτικά και βιομηχανικά) χάνουν έδαφος και στην ντόπια και στη διεθνή αγορά, η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά την κυβέρνηση και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Κι αυτό γιατί, ενώ οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) εφάρμοσαν τις σκληρές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα (μείωση εισοδημάτων μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών, επαγγελματοβιοτεχνών) - που είχαν αξιώσει οι μεγαλοεπιχειρηματίες στο όνομα της βελτίωσης της "ανταγωνιστικότητας" των ελληνικών προϊόντων - ούτε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είδαμε, ούτε αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της οικονομίας. Αντίθετα, αυτό που είδαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε, είναι το συνεχιζόμενα μαράζωμα της ελληνικής βιομηχανίας και γεωργίας - αλιείας. Ετσι δικαιολογείται:

  • Η αύξηση του αριθμού των προβληματικών επιχειρήσεων (τώρα και περιοχών) και η ραγδαία αύξηση λουκέτων (κατά χιλιάδες κάθε χρόνο) μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  • Το βίαιο ξεκλήρισμα των αγροτών, το οποίο ο υπουργός Γεωργίας μας πληροφορεί ότι θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια.
  • Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των ανέργων (έχουν ξεπεράσει σήμερα τους 450.000 ενώ ήταν λιγότεροι από 200.000 το 1980) με συνέπεια το επίσημο ποσοστό ανεργίας να φτάσει το 1996 στο 10,4%.
  • Ο πτωτικός ρυθμός αύξησης των εξαγωγών σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων, που οδηγούν στη δραματική επιδείνωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου και φυσικά τη μεγαλύτερη πολιτικοοικονομική εξάρτηση της χώρας.

Αυτές οι πολιτικές που έχουν οδηγήσει την ελληνική οικονομία και τους εργαζόμενους στα σημερινά αδιέξοδα - από όποιον κι αν υπηρετούνται ή εφαρμόζονται - δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν καταστροφικές και εγκληματικές. Και όσο νωρίτερα ο λαός συσπειρωθεί και οργανώσει την αντεπίθεσή του για την ανατροπή αυτών των πολιτικών, τόσο καλύτερα για τον τόπο και τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Ιδού η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας

Μια απλή σύγκριση της ελληνικής οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων το 1997 με το 1985, δείχνει ότι στα 13 χρόνια από την εφαρμογή του διετούς προγράμματος λιτότητας 1985-'87 και των άλλων γαλαζοπράσινων προγραμμάτων λιτότητας που ακολούθησαν (από το 1990 μέχρι σήμερα), η κατάσταση έχει χειροτερεύσει δραματικά και για την οικονομία και για τα πλατιά λαϊκά στρώματα

Πολλοί, είναι εκείνοι, που κατά καιρούς έχουν επισημάνει σαν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας. Το γεγονός δηλαδή, ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα παράγουμε όλο και λιγότερα προϊόντα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της χώρας και τον ελληνικό λαό. Την αλήθεια αυτή - που κανείς δεν την αμφισβητεί - οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία τη θυμούνται και την προβάλουν κυρίως για να δικαιολογήσουν τις αντιλαϊκές τους πολιτικές και ελάχιστα για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Για του λόγου το αληθές, θα επικαλεστούμε τις σχετικές δηλώσεις, που είχαν κάνει γι' αυτό το θέμα πριν 20 και 12 χρόνια αντίστοιχα οι Κ. Καραμανλής (όταν ήταν πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ) και ο Κ. Σημίτης (όταν ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας).

Το 1977, ο τότε πρωθυπουργός της κυβέρνησης της ΝΔ Κ. Καραμανλής,είχε δηλώσει πως "στην Ελλάδα καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε". Την ίδια εκτίμηση - διαπίστωση, επανέλαβε με μικροπαραλλαγές 8 χρόνια αργότερα (το 1985) ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας πως "στο βιομηχανικό τομέα, δεν παράγουμε, όπως θα έπρεπε, περισσότερα προϊόντα, με καλύτερη ποιότητα και σε πιο ανταγωνιστικές τιμές".

Οι παρεμφερείς δηλώσεις των Κ. Καραμανλή και Κ. Σημίτη σχετικά με την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας (ότι δηλαδή παράγουμε λιγότερα από αυτά που καταναλώνουμε, με οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία), δεν έγιναν τυχαία. Η σχετική δήλωση του Κ. Καραμανλή έγινε παραμονές κατάθεσης του κρατικού προϋπολογισμού και εξαγγελίας της εισοδηματικής πολιτικής του 1978. Η δήλωση του Κ. Σημίτη, έγινε στις 10 Οκτώβρη 1985, όταν ο ίδιος ανακοίνωνε την πρώτη δέσμη αντιλαϊκών μέτρων του διετούς προγράμματος λιτότητας 1985 - 87. Η χρονική στιγμή που επέλεξαν να προβάλουν οι Κ. Καραμανλής και Κ. Σημίτης το θέμα της "υπερκατανάλωσης" των Ελλήνων, σε σχέση με τα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, πείθει και τον πιο αδαή, ότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις έκρυβαν πολιτικές σκοπιμότητες. Με τη δήλωση αυτή, καλούσαν στην ουσία τους εργαζόμενους να συναινέσουν στο σφίξιμο του ζωναριού - που είχε προκρίνει το 1977 η κυβέρνηση της ΝΔ και το 1985 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - για το... καλό τους και το καλό της οικονομίας. Πρόκειται στην ουσία για δηλώσεις που αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων και συμφερόντων - δηλαδή συμπίεσης των λαϊκών εισοδημάτων για να αυξηθούν τα καπιταλιστικά κέρδη των επιχειρήσεων - και όχι στην επίλυση του προβλήματος, που ήταν η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας.

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι παρά τα γαλαζοπράσινα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας 20ετίας από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, μαζί με τη μείωση των λαϊκών εισοδημάτων έχουμε, συνολικά, επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου του λαού. Αδιάψευστος μάρτυρας, τα επίσημα στοιχεία που παραθέτουμε παρακάτω.

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

Τα κείμενα έγραψε ο Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ