Ολη αυτή η «εκστρατεία», που ως «θεωρητική σύλληψη, ιδεολογική παρέμβαση και πολιτική πρακτική» δεν είναι και τόσο καινούρια, έρχεται να καλλιεργήσει προσδοκίες για αντιμετώπιση οξυμένων λαϊκών προβλημάτων για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, φορτώνοντας στα ίδια την ευθύνη της διαχείρισης διαφόρων κοινωνικών αναγκών τους, σε προκαθορισμένο πλαίσιο (επιχειρηματικότητα), με περίβλημα τη «συμμετοχή», τον «εθελοντισμό», τη «συλλογικότητα», την ίδια ώρα που αυτή ακριβώς η πολιτική διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής δοκιμάζεται και ως διαδικασία άμβλυνσης, όχι των κοινωνικών ανισοτήτων, αν και εμμέσως ως τέτοιο θέλουν να το παρουσιάσουν, αλλά, όσο μπορούν, των κοινωνικών αντιδράσεων, της ταξικής πάλης, κάτω από τις συνέπειες μιας πολιτικής η οποία, σε συνθήκες αναμενόμενης οικονομικής κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού, επιδιώκει τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της συσσώρευσης. Εχει επίσης στόχο να πείσει τα λαϊκά στρώματα οτι αντιμετωπίζει τις αρνητικές συνέπειες αυτής πραγματικότητας που διαμορφώνουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Η ανάπτυξη δε συμβαδίζει με την αύξηση της απασχόλησης, σχολιάζεται στο ρεπορτάζ. Να, λοιπόν, μια ομολογία, η οποία γίνεται απ' αυτούς που επιμένουν να προπαγανδίζουν ότι η μείωση της ανεργίας μπορεί να επέλθει μέσα από κίνητρα για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο μαρξισμός διδάσκει ότι ο νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης (ανάπτυξη) είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού και ότι η καπιταλιστική συσσώρευση συμβαδίζει με την αύξηση του σχετικού υπερπληθυσμού (αύξηση των ανέργων).
Με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στις εργασιακές σχέσεις, στην Κοινωνική Ασφάλιση, στους τομείς Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, επιδιώκουν τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Η ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση των «κοινωνικών υπηρεσιών» (αυτό είναι το ζητούμενο μέσω της «κοινωνικής οικονομίας» που θα παρέχει φτηνές ανταγωνιστικές υπηρεσίες μέσω της αγοράς) είναι μια αναδιάρθρωση που συμβάλλει από κοινού με τις άλλες σ' αυτό. Οι μέχρι τώρα παρεχόμενες δωρεάν ή με μικρό τίμημα κοινωνικές υπηρεσίες από το κράτος, τώρα θα παρέχονται με πληρωμή από τις επιχειρήσεις της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας. Η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι ένας τρόπος απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας, που σημαίνει ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης. Μ' αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η διευκόλυνση της συσσώρευσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Επίσης, η παροχή «κοινωνικών υπηρεσιών» από «εθελοντές» ή συνεταιρισμένους επιχειρηματίες, δηλαδή από την επιχειρηματική δραστηριότητα, σημαίνει υποβάθμισή τους. Το επιχείρημα της παροχής «φτηνών», λόγω «ανταγωνισμού», «κοινωνικών υπηρεσιών, σημαίνει επίσης υποβάθμιση. Γιατί πράγματι οι επιχειρήσεις, προκειμένου να μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, μπορεί να επιδιώκουν στο να φτηνύνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, υπολογίζοντας όμως ταυτόχρονα το κέρδος τους. Αυτό σημαίνει δραστική υποβάθμιση της ποιότητάς τους σε συνδυασμό με τη φτηνή εργατική δύναμη που θα χρησιμοποιούν. Διαφορετικά, οι καλές υπηρεσίες θα είναι ακριβές, άρα και απαγορευτικές για τα λαϊκά στρώματα. Επομένως, σύμφωνα με το ελληνικό σχέδιο «κοινωνικής οικονομίας», δε θα καλύπτονται οι ανάγκες της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό επίσης οδηγεί στο να μην καλύπτονται ανάγκες της εργατικής τάξης.
Ταυτόχρονα, το δέλεαρ προς τους ανέργους, αλλά και την εργατική τάξη συνολικά, ότι η λεγόμενη κοινωνική οικονομία δημιουργεί θέσεις εργασίας, καλλιεργεί την αντίληψη ότι αντί για πάλη κατά της ανεργίας και των αιτιών της, που είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, μπορούν να βρουν δουλιά στο λεγόμενο τρίτο τομέα της οικονομίας. Επιδρά στη συνείδηση έτσι που να ενισχύει την υποταγή στην υπάρχουσα πραγματικότητα, ενάντια στον ταξικό αγώνα για την ανατροπή της. Ενισχύει δε τη διάσπαση της εργατικής τάξης, καλλιεργεί τη λαθεμένη αντίληψη της συλλογικότητας (συλλογικότητα για επιχειρηματική δράση και όχι για κοινωνικοπολιτική πάλη), με τη συμμετοχή στη συνεταιρισμένη αγορά ως διέξοδο, χωρίς την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Δε θα παράγουν κοινωνικό έργο οι συνεταιρισμένοι, αλλά θα πουλούν υπηρεσίες με σκοπό το κέρδος.
Ενα τουλάχιστον τμήμα της εργατικής τάξης θα αναλώνεται στην προσπάθεια, μέσω της ατομικής συμμετοχής στη συνεταιριστική διαδικασία, να λύσει το άλυτο στον καπιταλισμό πρόβλημα της ανεργίας, εμποδιζόμενο να προσεγγίσει την ουσία των δεινών που το βασανίζει. Και με δεδομένο πως στον καπιταλισμό καμιά επιχείρηση δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να υπάρχει πάντα και να αναπτύσσεται (ο κύκλος της κρίσης αυτό διδάσκει), ιδιαίτερα δε αν οι διαστάσεις του κεφαλαίου της είναι μικρές. Αρα, δε δημιουργεί και σίγουρες θέσεις εργασίας, πολύ περισσότερο δεν είναι σίγουρο ότι θα αυξάνει την απασχόληση, όπως λένε οι εμπνευστές του σχεδίου περί «κοινωνικής οικονομίας».