ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 18 Σεπτέμβρη 2021 - Κυριακή 19 Σεπτέμβρη 2021
Σελ. /48

Ανεξάντλητο το έργο που άφησε πίσω του ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο «Ριζοσπάστης», συνεχίζοντας να ρίχνει «ματιές» στο πλούσιο έργο του, φιλοξενεί σήμερα ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Θεοδωράκη «Μουσική για τις μάζες», στο οποίο περιγράφει τη δημιουργική διαδρομή του από τον «Επιτάφιο», το έργο που αποτελεί το ορόσημο για την είσοδο του συνθέτη στο χώρο της λαϊκής μουσικής, έως και το «Αξιον Εστί», το μετασυμφωνικό του έργο, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει. Ακόμα, παρουσιάζουμε μέσα από λόγια του τη σχέση του με τον άλλο «μεγάλο» της μουσικής μας, τον Μάνο Χατζιδάκι.

Από τον «Επιτάφιο»... στο «Αξιον Εστί»

«Η ιστορική περίοδος από το 1940 και δώθε υπήρξε συγκλονιστική για τον ελληνικό λαό. Τα ιστορικά γεγονότα ανασκάλεψαν σε βάθος το έθνος. Ολα διαμιάς άλλαξαν. Οι άνθρωποι φορτώθηκαν με ιστορία (...) Επρεπε να βρεθεί η διέξοδος. Και βρέθηκε με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, μια και το έργο των δόκιμων πνευματικών δημιουργών δεν μπόρεσε να περάσει στις μάζες. Είτε γιατί οι μάζες ήταν απροετοίμαστες να το δεχτούν είτε γιατί το έργο αυτό, στην πλειονότητά του, ήταν πιο κάτω από τις απαιτήσεις των καιρών.

Ομως, το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι έπασχε από μια βασική αδυναμία. Ηταν ετεροβαρές. Δηλαδή όσο βαθύ και ρωμαλέο ήταν στο μουσικό του μέρος τόσο ρηχό ήταν στο στιχουργικό. Η πρώτη μου προσπάθεια έτεινε προς τη λύση αυτής της αντίφασης. Από όλες τις ελληνικές τέχνες η πλέον προωθημένη ήταν, αναμφισβήτητα, η ποίηση. Τι πιο απλό, λοιπόν, να ενωθούν αυτές οι δύο ακραίες κατακτήσεις του σύγχρονου ελληνικού πνεύματος; Ετσι γεννήθηκε ο "Επιτάφιος", που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αυτό το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή μουσική και τη σύγχρονη ελληνική ποίηση (...)

Θέλησα, τόσο με το έργο όσο και με την προσωπική μου στάση, να δώσω μίαν άμεση και ολοκληρωτική αντιστοιχία ανάμεσα στο έργο τέχνης και τη δεδομένη, κάθε φορά, ιστορική στιγμή και πορεία ενός λαού, του λαού μας (...)

***

Μετά τον "Επιτάφιο" ακολούθησαν μια σειρά άλλοι κύκλοι τραγουδιών (...) Φυσικά, ο κύκλος τραγουδιών δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη μουσική φόρμα. Ακολουθεί, πρέπει να ακολουθεί πιστά το ποιητικό κείμενο, που όμως αυτό καθορίζεται από μια ενιαία κεντρική ιδέα (...)

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, η "παιδαγωγική" επίδραση του κύκλου στις μάζες, στη χώρα μας, καθώς τις προετοίμασε και εξακολουθεί να τις προετοιμάζει σταθερά για τη φυσιολογική αποδοχή μιας ακόμα πιο σύνθετης μουσικής δημιουργίας, όπως μπορεί να είναι το λαϊκό ορατόριο (μετασυμφωνική μουσική), η λαϊκή τραγωδία και το τραγούδι - ποταμός.

***

Το "Λαϊκό Ορατόριο" του Οδυσσέα Ελύτη άρχισε και τελείωσε σχεδόν, στα 1960. Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω γιατί διαισθανόμουν ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμα ώριμο για να το δεχθεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964. Δηλαδή, όταν ένα πλατύ κοινό είχε ήδη σχηματισθεί γύρω από τη λαϊκή μουσική μου και όταν οι διάφοροι κύκλοι, καθώς και τα υπόλοιπα τραγούδια μου, είχαν αρχίσει να γίνονται κτήμα μεγάλων μαζών.

Ετσι μπορώ να πω ότι το κοινό προσδοκούσε το νέο έργο. "Νέο" από την άποψη ότι θα περνούσε τα όρια του «κύκλου», σαν φόρμα και σαν περιεχόμενο, ενώ σαν όγκος (πλήθος οργάνων και εκτελεστών) καθώς και σαν χρονική διάρκεια, θα περνούσε στην κατηγορία των μεγάλων παραδοσιακών μουσικών έργων.

Εν αρχή ην ο Λόγος. Αυτή η αλήθεια ισχύει αλάθητα για όλο μου το έργο. Ωστε δεν έχει παρά να βάλει κανείς σε πρώτο πλάνο το ποιητικό κείμενο, για να εξηγήσει, κάθε φορά, τη μουσική μου. Αλλωστε ηθελημένα, ευθύς εξαρχής, δήλωσα ότι η μεγαλύτερη μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση (...)

Φυσικά και οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου αλλά και η φόρμα του γενικά, οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούριας μουσικής μορφής (...)

Τρία είναι τα βασικά του μέρη: Η Γένεση, τα Πάθη και το Αξιον Εστί. Αυτά ως προς την επιφανειακή του διάσταση. Ως προς την εσωτερική του διάρθρωση υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: Η αφήγηση, ο ύμνος και το χορικό. Για το πρώτο ο ποιητής χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο. Για το δεύτερο τον ελεύθερο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Ετσι στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: Τον Αφηγητή που διαβάζει το κείμενο, τον Ψάλτη για τους ύμνους και τον Λαϊκό Τραγουδιστή για τα χορικά. Αλλα τρία επίσης βασικά στοιχεία ολοκληρώνουν τη μουσική δομή του έργου: Η μεικτή χορωδία, η ορχήστρα και τα λαϊκά όργανα (...)

Το μετασυμφωνικό έργο είναι, κατ' εμέ, καταρχήν ποιητικό και σε συνέχεια μουσικό έργο. Επομένως η ευθύνη για τη δημιουργία του μοιράζεται εξ ίσου στους δημιουργούς του. Πρέπει να γίνει κοινή φροντίδα του ποιητή και του συνθέτη, είτε του δραματικού συγγραφέα και του συνθέτη (...)».

Δημιουργώντας παράλληλα στην κορυφή...

Ο λαός μας δικαίως κατέτασσε τον Μίκη Θεοδωράκη μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι στην κορυφή των Ελλήνων συνθετών του 20ού αιώνα.

Ολοι οι παλιότεροι θυμούνται και οι νεότεροι έχουν ακούσει για το καλοκαίρι του 1962, που ο Θεοδωράκης κάνει μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Μποστ την «Ομορφη Πόλη» και δίπλα ακριβώς ο Χατζιδάκις έκανε την «Οδό Ονείρων». «Υπήρχε ακριβώς αυτή η αντιπαράθεση δύο διαφορετικών στιλ με τις ομοιότητες και με τις διαφορές τους, που φανάτισε το κοινό και δημιούργησε πραγματικά μια, έτσι, πολύ ευνοϊκή ατμόσφαιρα για κείνη την εποχή», λέει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης για τα έργα και συμπληρώνει: «Ετσι τον επόμενο χρόνο συνεργαστήκαμε στο ίδιο πια θέατρο με τον Χατζιδάκι και κάναμε τη "Μαγική Πόλη"».

Η μεταξύ τους σχέση και συνεργασία όμως ξεκινάει από τη νεαρή τους ηλικία, από τα 20 του χρόνια και η δημιουργία τους ακολούθησε παράλληλους δρόμους.

Διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης γι' αυτό («Το ΒΗΜΑ» 15-6-2003):

«H πρώτη μας συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι έγινε την άνοιξη του 1945. Ημαστε και οι δύο εν τη γενέσει μας συνθέτες, με κοινά πρότυπα τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. (...)

H πρώτη μας συνύπαρξη με τον Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της Βρετάνιας. Αυτός είχε γράψει τη μουσική για "Το καλοκαίρι θα θερίσουμε" του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από ΕΠΟΝίτες. Κάπου κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο. (...)

Οταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. (...)

Μετά τον Εμφύλιο, ο Χατζιδάκις ήταν ήδη πολύ γνωστός κυρίως από τις μουσικές που έγραψε για το θέατρο. Οταν ξεκινούσε με τον Κάρολο Κουν, με τον "Ματωμένο γάμο" του Λόρκα, στα 1948, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πήγαμε με την Μυρτώ στην πρεμιέρα. Ημουν παράνομος και κινδύνευα την ίδια τη ζωή μου. Καθήσαμε στα πίσω καθίσματα, για να κρύβομαι, και μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του τού έστειλα ένα μικρό σημείωμα που το είχε φυλάξει και μου το έδειχνε συχνά με μεγάλη πάντα συγκίνηση. Υποθέτω τόσο για τα καλά μου λόγια όσο και γιατί γνώριζε τους κινδύνους που αψήφησα για να είμαι κοντά του σ' εκείνη την ξεχωριστή για κείνον στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα την ιδιαιτερότητα εκείνων των καιρών. Πόσο ο θάνατος σεργιανούσε στις γειτονιές της Αθήνας και πόσο διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον... μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δεν φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς - ίσως γι' αυτό - παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει...

Νομίζω ότι ο Μάνος βρήκε τότε, στη δεκαετία του '50, τον δρόμο του που αργότερα θα γινόταν και δικός μου δρόμος. Το θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και αργότερα ο κινηματογράφος τον βοήθησαν να λυτρωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της ευρωπαϊκής μουσικής και να ακολουθήσει έναν δρόμο μοναδικό, προσωπικό, πρωτότυπο και βαθιά ελληνικό. (...)

Ευτύχησα να είμαι μαζί του στην Οπερα της Ρώμης στα 1953, όταν ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε με τους Ιταλούς μουσικούς τον "Καραγκιόζη" (σ.σ. Χατζιδάκις) και την "Ελληνική Αποκριά" (σ.σ. Θεοδωράκης). Βγαίναμε και οι δύο για πρώτη φορά στην εμβληματική Ευρώπη των μεγάλων συμφωνιστών! Την επομένη εγώ θα πήγαινα στο Παρίσι να δαμάσω επιτέλους τα φαντάσματα της συμφωνικής μουσικής που με βασάνιζαν, ο δε Μάνος θα γύριζε στην Ελλάδα ακολουθώντας έναν δρόμο που ο ίδιος είχε στρώσει και που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μιας κορυφής που ήταν ίσως η πιο ψηλή για όλους μας: Το Ελληνικό Τραγούδι. (...)

Ο Μάνος ηχογράφησε πρώτος τα τραγούδια του "Επιτάφιου", κάνοντας έτσι τις πορείες μας παράλληλες. Το πόσο ήταν όχι μόνο παράλληλες αλλά και παρόμοιες το δείχνει η κοινή μας αγάπη τόσο για το τραγούδι όσο και για τη συμφωνική μουσική. Εγώ την έδειξα με συμφωνικές συνθέσεις, ενώ ο Μάνος με τη διεύθυνση συμφωνικών έργων».

Και σε άλλο άρθρο του («Καθημερινή, 18-3-1999 & 7 ημέρες 6-6-1999) συμπερασματικά σημειώνει:

«Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τελικά δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτό γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έμπνευσή μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ