ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Σεπτέμβρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο παπα - Πράσο-Λουκαν' κας

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ενα χωριό ανατολικά της πόλης των Σερρών κτισμένο στους χαμηλούς λόφους, πολύ κοντά στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, για ένα αρκετό χρονικό διάστημα, δεν είχε παπά.

Υστερα από συχνές παραστάσεις και παρακλήσεις στον δεσπότη με χειροφιλήματα και λίρες, αλλά και με προσωπικές των κατοίκων έρευνες και ενέργειες, βρέθηκε ένας νεοφώτιστος και λεβέντης παπάς, ο οποίος δέχτηκε να εγκατασταθεί, και μάλιστα οικογενειακώς, στο παραπάνω χωριό, γιατί οι πρώτες πληροφορίες που ρώτησε και έμαθε ήταν ότι ήταν καλό χωριό για έναν παπά. Το χωριό ήταν αρκετά πλούσιο και μεγάλο. Προς βορρά είχε κάμπο κατάλληλο για καλλιέργεια καπνού και για άλλα αξιόλογα προϊόντα, προς νότο δε ήταν πολύ κοντά στον προσφάτως αποξηραμένο ποταμό Στρυμόνα, που μετατράπηκε «εις γην της Επαγγελίας».

Απέραντες εκτάσεις σιτοβολώνες, που, αν έριχνε κάποιος ένα αλουμινένιο ταψί με δύναμη, θα γλιστρούσε πολλά μέτρα πάνω στα πυκνά και μεστωμένα στάχυα.

Θυμήθηκα αυτή τη στιγμή ένα σπάνιο χορωδιακό και ιδιαίτερα αρμονικό τραγούδι με τίτλο «Εύθυμος Γεωργός» του μεγάλου μουσουργού Σούμαν Ροβέρτος 1810-1856, που, μεταξύ άλλων, αναφέρει τις λέξεις ...μεστώσανε τα στάχυα και καρποί ...σκληρή δουλιά και καθαρή καρδιά και καύχημά σου στη ζωή η αγροτιά.

Μετά το θέρος, οι γεωργοί έσπερναν καλαμπόκι (δεύτερη παραγωγή) ή άλλο θερινό προϊόν. Η κάθε καλαμποκιά είχε 2-3 κουκουνάρες. Καρπούζια μέχρι και 15 οκάδες και πολλά άλλα αγαθά της μάνας γης και του θεού Στρυμόνα. Γέμιζαν οι αποθήκες και οι αυλές από τις πλούσιες σοδειές.

Οι αρχαίοι Μακεδόνες λάτρευαν τους 12 θεούς, αλλά περισσότερο λάτρευαν (όπως τον αποκαλούσαν) το θεό Στρυμόνα.

Τον φοβούνταν για τις πλημμύρες του και έκαμναν διάφορες τελετές και θυσίες για να τον ημερέψουν. Τον λάτρευαν ως μεγάλο ευεργέτη και ζωοδότη για τις μεγάλες και εύφορες παραποτάμιες πεδιάδες, καθώς και για τα μεγάλα και νόστιμα γριβάδια και γουλιανούς, που ζύγιζαν μέχρι και 10 οκάδες και για τα μεγάλα χέλια και άλλα ψάρια. Εξυπνοι, λοιπόν, οι αρχαίοι Μακεδόνες, που πίστευαν σε κάποιο υπαρκτό στοιχείο της φύσης, στο γίγαντα Στρυμόνα και μεγάλο τροφοδότη και όχι όπως σήμερα στον εικοστό πρώτο αιώνα οι σύγχρονοι άνθρωποι πιστεύουν στα μάγια, στις χαρτορίχτρες, στα ζώδια, στους σατανάδες και σε ανύπαρκτα θαύματα, με σκοπό το απατηλό και αισχρό κέρδος.

Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Ολα τα παραπάνω τα έμαθε και τα γνώριζε ο νεοφώτιστος παπάς και εγκαταστάθηκε στο χωριό. Επίσης, οι αρμόδιοι του χωριού είχαν ήδη από παντού καλές πληροφορίες και πείστηκαν πως είχε όλα τα προσόντα.

Καλλίφωνος, έξυπνος, εμφανίσιμος, καταδεχτικός, καλός οικογενειάρχης και εκτελούσε άψογα τα καθήκοντα του ιερέα.

Δε γνώριζαν, όμως, πως είχε μία και μόνη αδυναμία στο τσίπουρο, στο καλό κρασί, στους καλούς μεζέδες και ιδιαίτερα στα χοιρινά λουκάνικα, που είχε μπόλικα το χωριό και μάλιστα σπιτίσια. Επίσης, είχε μεγάλη αγάπη στα παραδοσιακά μακεδονικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε υπέροχα.

Εκείνα τα χρόνια απαγορευόταν στους ιερείς να χορεύουν, ακόμη και να τραγουδούν. Οταν όμως λίγο αργότερα γνώρισε (όπως ήταν φυσικό) μια καλή παρέα γλεντζέδες, που μερικοί εξ αυτών ήταν και κυνηγοί και έρχονταν στο τσακίρ κέφ', έλεγε στην αρχή «το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς», αμέσως άρχιζε σε ήχο πλάγιο του Τετάρτου, το επιτραπέζιο μακεδονικό τραγούδι. «Τίνος η μάνα θλίβεται, τίνος η μάνα κλαίει/ του Ντούλα η μάνα θλίβεται κτλ.». Ολοι μαγεύονταν από τη γλυκιά και καθαρή φωνή του και η κρασοκατάνυξη έπαιρνε διαστάσεις μυσταγωγίας. Το γεγονός αυτό, που αργότερα έγινε σε αρκετούς γνωστό, δεν απασχόλησε σοβαρά τους επιτρόπους και άλλους υπεύθυνους του χωριού. Αντίθετα, τους άρεζε κι αυτούς και το είχαν καύχημα για τον παπά που πέτυχαν. Αλλωστε, ο παπάς δεν εκδηλωνόταν παντού, εκτός από την παρέα του ή σε πολύ στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Η μόνη τους παράκληση και σύστασή τους ήταν να διδάσκει την προσευχή και τη νηστεία.

Το θεωρούσαν ασυγχώρητο αμάρτημα να αρτύνονται οι κάτοικοι στις νηστείες του χρόνου. Ο παπάς κάθε Κυριακή στο κήρυγμά του δεν παρέλειπε να τονίζει «Αλίμονο εις εκείνους που εσθίουν τας Τετάρτας, Παρασκευάς και τεσσαρακοστάς κρέας και οψάρια. Επιτρέπεται μόνον στους ασθενείς, οδοιπόρους και σκληρά εργαζομένους». Αυτό το τελευταίο το έλεγε ίσως για τον εαυτό του.

Στους φίλους του δε και στο πολύ στενό του περιβάλλον, έλεγε πως για τα εισερχόμενα ουκ έστιν αμάρτημα. Αμάρτημα είναι τα εξερχόμενα. Ολα πήγαιναν καλά. Οι κάτοικοι ήταν γοητευμένοι. Εμαθαν, βέβαια, την αδυναμία του που είχε στα λουκάνικα και οι νοικοκυρές, σε κάθε ευκαιρία που πήγαινε ο παπάς στα σπίτια να διαβάσει αγιασμό ή ευχέλαιο, του έδιναν και ένα καλά περιποιημένο δεματάκι. Λουκάνικα, που είχαν όλοι σχεδόν στο χωριό από τα γουρούνια που έθρεφαν με μπόλικο καλαμπόκι και τα έσφαζαν όχι μόνον τα Χριστούγεννα, αλλά και άλλες μέρες του χειμώνα. Τα σπιτίσια λουκάνικα ήταν εξαιρετικά, από καλό κρέας με μυρωδικά και μπαχαρικά. Μοσχοβολούσαν τα ευλογημένα από μακριά και όχι σαν τα σημερινά, που πολλές φορές είναι βαριά και αηδιαστικά. Το πρόβλημά του, όμως, ήταν πάντα οι νηστείες, που είχε χρέος να τις διατηρεί απέναντι του θεού και του ποιμνίου του. Ομως, το τσίπουρο, το κρασί, οι μεζέδες, το δημοτικό τραγούδι και η καλή παρέα του, ήταν ο ακατανίκητος πειρασμός. Οταν τον βόλευε, γλιστρούσε με τρόπο στο απόμερο ταβερνάκι που γνώριζε ότι η παρέα του (κρασοπατέρες και κυνηγοί) είχαν προγραμματισμένη και οργανωμένη κρασοκατάνυξη.

Η παρέα του δεν είχε πρόβλημα με τα αμαρτήματα. Ετρωγαν τα πάντα και τα πιο εκλεκτά. Ο παπάς, όμως, έπρεπε να κρατεί τα προσχήματα και να τηρεί την υπόσχεση που έδωσε για την προσευχή και νηστεία. Φυλαγόταν, όχι βέβαια από την παρέα του, αλλά από τους άγνωστους της ταβέρνας. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν και εκτιμούσαν πως δε θα ήταν σωστή η κρασοκατάνυξη χωρίς την παρουσία του, την ευλογία του και τα ωραία του τραγούδια.

Ο παπάς έπαιρνε τα μέτρα του, όταν, φυσικά, ήταν περίοδος νηστειών. Αγόραζε πράσα καλά και χοντρά, τα καθάριζε κρατώντας μόνον τον κορμό, το κοτσάνι, κι έβγαζε από μέσα την ψίχα τους και στη συνέχεια τα γέμιζε με κομμάτια λουκάνικα. Γέμιζε μετά τις μεγάλες παπαδικές τσέπες του και δρόμο για το ταβερνάκι.

Φυσικά, κρυφά πάντα από την πρεσβυτέρα του. Εκεί έβρισκε παρόντες όλους τους συνδαιτυμόνες του και αφού «ευλογούσε τη βρώσιν και την πόσιν των δούλων του θεού», σε κάθε τσούγκρισμα των ποτηριών και την «πόσιν αυτών», έβγαζε από την τσέπη του με τρόπο ένα από τα πρασολουκάνικα, δάγκωνε μια γερή δαγκωματιά και το υπόλοιπο το έβαζε πάλι στην τσέπη του.

Αν καμιά φορά στο τραπέζι υπήρχε λαγός ή άλλο κυνήγι, δικαιολογούσε τη συμμετοχή του, αστειευόμενος πως τα ζώα και τα πουλιά του βουνού και του κάμπου τρώνε μόνο σπόρους, χόρτα και καρπούς και ως εκ τούτου επιτρέπεται η βρώση αυτών. Σήκωνε προς τα πίσω τα καφτάνια του, λέγοντας πως για ασθενείς και οδοιπόρους ουκ έστιν αμάρτημα. Μια φορά που το τραπέζι ήταν γεμάτο από τα παραπάνω αγαθά και ήταν μέρα νηστείας, τους διηγήθηκε μιαν αληθινή ιστορία για τον Αγιο Σπυρίδωνα, που ήταν επίσκοπος Κέρκυρας, ο οποίος, όπως αναφέρει και το συναξάρι, ήταν παντρεμένος. Εκείνη την εποχή (είπε) επιτρέπονταν να χειροτονούνται επίσκοποι έγγαμοι. Πέρασε μια βραδιά ένας διερχόμενος οδοιπόρος από την Κέρκυρα, αλλά νυχτώθηκε και ζήτησε φιλοξενία στο σπίτι του επισκόπου Σπυρίδωνα. Ο επίσκοπος τον δέχτηκε, όπως όλους τους νυχτωμένους οδοιπόρους. Η γυναίκα του όμως, στεναχωρημένη, τον ενημέρωσε πως δεν είχαν τίποτα το νηστίσιμο φαγητό να τον φιλέψουν, εκτός από τσάι και ελιές. Ηταν μέρα νηστείας. Ο επίσκοπος την πρόσταξε να κόψει ένα χοιρομέρι, από το μεγάλο κομμάτι χοιρινό κρέας, που το είχαν κρεμασμένο στο τσιγκέλι έξω στη βεράντα, να το ψήσει και μαζί με κάτι άλλο να το προσφέρει στον ξένο να φάει.

Πρόσθεσε, δε, ότι για τους ασθενείς και οδοιπόρους ουκ έστιν αμάρτημα. Ετσι, ο παπάς και με διάφορες άλλες δικαιολογίες που είχε στο ευχολόγιό του και διάβαζε τακτικά υπέρ αφέσεως αμαρτιών των δούλων του Θεού, πρόσθετε και το «συγχώρησον και εμοί τω αναξίω δούλω σου διά τας ανομίας και τας αμαρτίας μου». Απολάμβανε την καλή παρέα, το τραγούδι, τα λουκάνικα και τα άλλα εδέσματα, βέβαιος ότι ο Θεός συγχωρεί όχι μόνον επτά, αλλά εβδομηκοντάκις επτά.

Ομως, οι φίλοι του, χωρίς να θέλουν να τον κατηγορήσουν και να του κάνουν κακό, σε κάποιες στιγμές αστειότητας και επιπολαιότητας, μαζί με τα παινέματα και τις αρετές του, σχολίασαν και το ότι ο παπάς, στα συμπόσια της παρέας, τρώει λουκάνικα κρυφά, τα οποία κρύβει μέσα σε κούφια κοτσάνια πράσα.

Τα παραπάνω διαδόθηκαν στο χωριό και σιγά σιγά του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο ΠΑΠΑ - ΠΡΑΣΟ-ΛΟΥΚΑΝ'ΚΑΣ».

Παρ' όλα αυτά, δεν έπεσε ούτε στο ελάχιστο η αγάπη, η αξία και η υπόληψη, που είχε από το ποίμνιό του, αλλά και απ' όλη την περιφέρεια. Δεν παρέλειπε, δε, στα κηρύγματά του να ομιλεί κατά των πολέμων, της αδικίας, της εκμετάλλευσης και υπέρ της αγάπης, της δικαιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης.

Ομως, εν τη απουσία του, αντί να λένε, π.χ., ο παπα - τάδε, έλεγαν ο ΠΑΠΑ - ΠΡΑΣΟ-ΛΟΥΚΑΝ'ΚΑΣ.

Θεσσαλονίκη Αύγουστος 2000

Από τα λαογραφικά διηγήματα του Κ. Μπασλή


Του
Κωνσταντίνου ΜΠΑΣΛΗ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ Κωνσταντίνου ΜΠΑΣΛΗ

Γεννήθηκε στο Αηδονοχώρι Σερρών το 1922. Από 10 χρόνων μαθαίνει βυζαντινή μουσική, μαντολίνο, βιολί, λαούτο. Συνέχισε τα θεωρητικά στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Σερρών με διευθυντή τον Μανώλη Καλομοίρη. Συγκρότησε κατά καιρούς χορωδίες και μικρές ορχήστρες σε Σέρρες, Σιδηρόκαστρο (και φιλαρμονική στο δήμο). Στη Θεσσαλονίκη διηύθυνε επί 32 χρόνια τη μεγάλη χορωδία «ΟΡΦΕΑΣ», την παιδική «Νικ. Μάντζαρος» στην Πολίχνη, του «Φιλοπρόοδου» Κοζάνης. Εγραψε μικρό συμφωνικό έργο για πιάνο και μεικτή χορωδία (σε στίχους του), το «ΕΙΡΗΝΗ» κ.ά., ενώ διασκεύασε και πλήθος διαφόρων τραγουδιών. Εγραψε, επίσης, πάνω από 50 λαογραφικά διηγήματα με ντόπιο γλωσσάρι του Ν. Σερρών και άλλα προσωπικά του βιώματα και αναμνήσεις. Εζησε όπως και εκατομμύρια άλλοι Ελληνες τις συνέπειες της Κατοχής, των διώξεων και του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου στις 29/2 και 1/3 του 1948, τα οποία και περιέγραψε σε άλλη του αφήγηση.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ