ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Ιούνη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό

Ο Πέτρος Μπίκος γεννήθηκε στο Μοναστήρι Μεσσηνίας από γονείς αγρότες. Σπούδασε οικονομικά και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής οικονομολόγος. Η κλίση του προς τη λογοτεχνία εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς και γραφτά του χρονολογούνται από τα μαθητικά του ακόμη χρόνια. Τα περισσότερα θέματά του είναι παρμένα από τις εμπειρίες του πολέμου, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, του εμφυλίου και της μετανάστευσης που σφράγισαν τη γενιά του.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων.

Το διήγημά του αυτό τιμήθηκε με το Α' βραβείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό του υπουργείου Παιδείας (Κεντρική Βιβλιοθήκη Χαλκίδας) το 1997.


Το πουκάμισο του Αλβανού

Παπαγεωργίου Βασίλης

Κοιμάται κάτω από χιλιόχρονη ελιά. Στα πόδια του κουλουριασμένος φύλακας σκύλος. Γύρω του, ως πέρα μακριά, αμπέλια, και πάνω του η νύχτα του καλοκαιριού. Ποιος είναι ο προνομιούχος; Ο Θανάσης! Ποιος Θανάσης; Ο Αλβανός Ιλίρ Μπότσι, που έγινε Θανάσης από τη στιγμή που πέρασε τα σύνορα, κρυφά βέβαια. «Σκοτώνει» κάτι ελάχιστα ελληνικά και λέει πως είναι Βορειοηπειρώτης και Χριστιανός. Παραμύθια φυσικά του Θανάση, συγγνώμη του Ιλίρ Μπότση, για να βολέψει την περίσταση. Τα γνωστά.

Αρχές Αυγούστου, βράδυ, έφτασε στην Αθήνα. Κατέβηκε απ' το λεωφορείο χωρίς αποσκευές, χωρίς χαρτιά, έτσι σκέτος Θανάσης, και ακολούθησε μέσα στο πυκνό πλήθος τη μικρή κομπανία των συμπατριωτών του, συνεπαρμένος και δισταχτικός.

Στην απέραντη πόλη, τη θαυμαστή και τη δύσκολη, δεν έμεινε παρά δυο μέρες. Δεν την άντεξε. Ολα της του πέσανε βαριά: Τα πολύχρωμα ζαλιστικά φώτα της, τα τρελά της αυτοκίνητα, οι γυναίκες της με τα μισά βυζιά και τα μισά μπούτια έξω (αυτό κι αν του 'πεσε βαρύ...), τα πλούσια ελέη των μαγαζιών της, οι λιγοθυμικές μυρουδιές της από φαγιά κι αρώματα, όλα της. Ζήτησε να βγει παραέξω, να πάρει μια ανάσα, να ξαστερώσει το μυαλό του και να βρει καμιά δουλειά από εκείνες της γης που τις ξέρει. Οσο για εκείνα τα θαυμαστά πράγματα της πόλης, είχε καιρό.

Πήρε το λεωφορείο που του δείξανε και βγήκε κάπου στα Μεσόγεια. Αφησε τα σπίτια κι έπιασε να περπατάει σ' ένα δρόμο με εργοστάσια αποδώ κι αποκεί. Στο βάθος, κι απ' τις δυο μεριές, αμπέλια ατελείωτα. Του φάνηκε βολικός τόπος για δουλειά, ιδιαίτερα τ' αμπέλια. Πριν κινήσει για εκεί, είπε να ρίξει μια ματιά στα εργοστάσια, μια και βρεθήκανε μπροστά του. Πίσω από μεγάλες σιδερόπορτες, έβλεπε στις αυλές τους ντάνες με λογής κιβώτια και σακιά, φορτηγά άλλα να στέκονται παρκαρισμένα κι άλλα να τα φορτώνει στο πήγαινε - έλα του το «κλαρκ», και εργάτες με λερωμένες φόρμες και χρωματιστά διαφημιστικά κασκέτα. Απ' τους θυρωρούς που τον βλέπανε μέσ' απ' τα κουβούκλιά τους, άλλοι του κάνανε νόημα πως δεν είχε δουλειά κι άλλοι μπαϊλντισμένοι απ' την αυγουστιάτικη ζέστη κι απ' την ακινησία, τον άφηναν να χαζεύει.

Κατά τις έντεκα, μια τσίκνα του γαργάλισε πρώτα τη μύτη κι ύστερα του ανάδεψε μέσα του την πείνα. Ερχόταν απ' τα σουβλάκια που ετοίμαζε για τους εργάτες η καντίνα στο διπλανό εργοστάσιο. Στην πόρτα του, ειδοποιημένα απ' το ίδιο μήνυμα, είχαν πάρει κιόλας θέση δυο αδέσποτα σκυλιά. Ζύγωσε κι αυτός και στάθηκε να κοιτάει μαζί τους μέσα τους εργάτες που κολάτσιζαν. Οποιος τέλειωνε, γύριζε και χωνόταν σε μια πόρτα του χτιρίου για να ξαναπιάσει δουλειά. Ενας πήγαινε κρατώντας μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα με τρόπο που έδειχνε πως δεν είχε διάθεση να την αποτελειώσει. Περνώντας μπροστά απ' το βαρέλι για τα σκουπίδια, έκανε να τη ρίξει εκεί μέσα, μα φαίνεται πως θυμήθηκε τα σκυλιά στην πόρτα, και κίνησε για εκεί. Πέρασε το χέρι του μέσ' απ' τα κάγκελα, κι εκείνο που όρμησε πρώτο, βούτηξε το αποφάι κι έφυγε τρέχοντας. Τότε ο εργάτης πρόσεξε τον Θανάση, που 'χε προλάβει να τραβηχτεί στην άκρη. Τον κοίταξε μια στιγμή και χωρίς να του μιλήσει, πήγε στην καντίνα, πήρε ένα σουβλάκι, γύρισε και του το 'δωσε αμίλητος πάλι. Είπε ένα μασημένο «ευχαριστώ» ο Θανάσης και βιάστηκε ν' απομακρυνθεί για να μην τον βλέπουν να τρώει.

Καθώς ετοιμαζόταν για την πρώτη δαγκωνιά, άκουσε πίσω του σιγανό θόρυβο. Γύρισε και είδε το άλλο σκυλί να τον ακολουθεί. Κουνώντας την ουρά του, έριχνε το υγρό λυπημένο βλέμμα του πότε στον ίδιο και πότε σ' αυτό που κρατούσε. Ανθρωπος και σκυλί στον ίδιο παράλληλο της δυστυχίας! Στιγμή κρίσιμη και για τους δυο, καθώς, από κάποιο νόμο, πλάσματα το ίδιο δυστυχισμένα ή αλληλοαποφεύγονται, ή γίνονται αχώριστα. Εκανε τη μοιραία κίνηση ο Θανάσης να δώσει μια μπουκιά στο σκυλί και, πάει τέλειωσε, έγινε το δεύτερο...

Νάτους τώρα τους δυο τους να 'χουν στήσει το γιατάκι τους κάτω απ' τη χοντρή ελιά, στο χέρσο κομμάτι ανάμεσα στ' αμπέλια, κάπου μισό χιλιόμετρο απ' τον μεγάλο δρόμο με τα εργοστάσια. Μέρα με τη μέρα, ο Θανάσης βολεύεται όλο και καλύτερα από δουλειά. Κάθε πρωί βγαίνει στο δρόμο, στήνεται σ' ένα ορισμένο σημείο και περιμένει. Αν δεν είναι τη μια μέρα, θα 'ναι την άλλη, που κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει και θα τον πάρει για δουλειά. Βέβαια, δεν έχει κάνει τίποτε για στέγη, αλλά δεν μπορεί, θα βρεθεί κάποιο καλύβι ή ακόμη ένα γιαπί. Αλλωστε, ο χειμώνας αργεί πολύ και για την ώρα μια χαρά είναι στην ελιά. Στη ρίζα της, έχει στρώσει μπόλικες καλαμιές για να κοιμάται και από ένα ξεράδι στον κορμό της κρεμάει το πουκάμισό του.

Τούτο το πουκάμισο το προσέχει πολύ. Είναι το μοναδικό του και δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποιος, εκεί που δουλεύει, να του δώσει κάνα μεταχειρισμένο. Στη δουλειά πάει με τη φανέλα, καλοκαίρι είναι εξάλλου, για να μην το λερώσει. Το φοράει μόνο κάνα βραδάκι, όταν βγαίνει να ψωνίσει τίποτε στο μίνι-μάρκετ του μεγάλου δρόμου. Ακόμη, σαν τύχει καμιά φορά να 'χει πολλή δροσιά τη νύχτα, αποφασίζει και το ρίχνει απαλά πάνω του. Θυμάται τη μάνα του, που του 'πε τη στιγμή που του το 'δινε να το φορέσει για να φύγει: «Στείλε μου όποτε μπορέσεις παιδάκι μου λίγο σαπούνι. Οσο είχε απομείνει το 'λιωσα να στο πλύνω...».

Κι ήταν κλαμένη, θυμάται. Τώρα τις νύχτες, ξαπλωμένος στις καλαμιές, πριν τον πάρει ο ύπνος, τη φέρνει στο νου του να του πλένει το πουκάμισο μ' ένα απολειφάδι και να κλαίει. «Σώπα ρε μάνα, όπου να 'ναι θα σου στείλω ολόκληρη κάσα με σαπούνια, σε ό,τι χρώμα και μυρουδιά θέλεις. Σώπα, λίγο ακόμη και θα δεις...», της ψιθυρίζει και βουρκώνουνε και τα δικά του μάτια. Και το όνειρό του δε σταματάει στα σαπούνια. Προχωράει σε τηλεοράσεις, σε κουζίνες, σε πλυντήρια, σ' όλα τα καλά που έχει τούτος ο τόπος για μια στερημένη μάνα. Στα πόδια του ησυχάζει το σκυλί. Κάνει κι εκείνο τα δικά του όνειρα: Να μείνει κοντά σε τούτο το αφεντικό ονειρεύεται, να του φυλάει το πουκάμισο όταν λείπει, να παίρνει από τα χέρια του φαΐ και χάδια και το βράδυ να κουλουριάζεται άγρυπνο στα πόδια του. Αλλά και το δικό του όνειρο πάει πιο πέρα. Σ' ένα σπιτάκι πάει με αυλή, από όπου θα γαυγίζει άφοβα τους περαστικούς και θα τους δείχνει με καμάρι το κόκκινο λουράκι που θα φορεί στο λαιμό του. Σιγογρυλίζει κι είναι σαν να ψιθυρίζει κι εκείνο: «Λίγο ακόμη...».

Το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι σίγουρα ο φακός του Θεού με καινούριες μπαταρίες. Τον κρατάει στη χερούκλα Του, και βιγλίζει από εκεί ψηλά που βρίσκεται, την πλάση Του όλη. Συνήθως θυμώνει με όσα βλέπει να γίνονται τις νύχτες αυτού του τρελού μήνα, και στέλνει την άλλη μέρα τις τιμωρίες Του. Αν όμως τύχει και πάρει το μάτι Του, μέσ' απ' τα φύλλα της ελιάς, τούτα τα δυο ταπεινά Του πλάσματα, είμαι βέβαιος πως θα γλυκάνει το πρόσωπό Του. Γιατί θαρρώ πως από κάτι τέτοια φτιάχνεται η δική Του ευτυχία...

Ο Θανάσης έχει ξυπνήσει κι ετοιμάζεται να πάει και να ξαναπιάσει το πόστο του στο μεγάλο δρόμο, αλλά χωρίς τη γνωστή αγωνία, αν θα του τύχει ή όχι μεροκάματο. Από χτες έχει κανονίσει με κάποιον να περάσει να τον πάρει για τρεις, ίσως και περισσότερες μέρες, και είναι η πρώτη φορά που νιώθει τη χαρά της σίγουρης δουλειάς. Τούτη η χαρά του μεγαλώνει κι άλλο, καθώς, ατενίζοντας μέσα στο πρωινό φως την πράσινη θάλασσα των αμπελιών, σκέφτεται πως σε λίγες μέρες θα 'ρθουν κι άλλα σίγουρα μεροκάματα με τον τρύγο. «Ακόμη λίγο...», ψιθυρίζει πάλι και πιάνει να σφυρίζει κάτι. Μα πού είναι το σκυλί; Πάντα τούτη τη στιγμή που ετοιμάζεται να φύγει τον γυροφέρνει και τρίβεται στα πόδια του, κουνώντας συνέχεια την ουρά του. Ψάχνει γύρω με τα μάτια, και νάτο πιο κει, να κοιτάει κάπου με τ' αυτιά στυλωμένα, ανήσυχο! Ακολουθεί τη ματιά του και με μιας το χαρούμενο σφύριγμα κόβεται και η πράσινη θάλασσα γίνεται γκρίζα. Στο χωματόδρομο, που περνάει λίγα μέτρα πιο πέρα, σταματημένο ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Ανοίγουν οι πόρτες και δυο αστυφύλακες, ο ένας με μουστάκι κι ο άλλος με γυαλιά, βγαίνουν κι έρχονται προς το μέρος του. Αυτό που τον πλημμυρίζει απότομα δεν είναι τόσο φόβος, όσο παράπονο. «Γιατί μωρέ, λίγο ακόμη...», λέει από μέσα του, και του 'ρχεται να κλάψει. Το σκυλί παίρνει στάση απειλητική και αρχίζει να γαυγίζει.

- Μάζεφτο φίλε, του φωνάζει αυτός με το μουστάκι που προπορεύεται. Χωρίς να καλοκαταλαβαίνει τα λόγια, πιάνει όμως το νόημά τους. Λέει κάτι στο σκυλί, που, αφού σταματάει προς στιγμή, ξαναρχίζει τη φοβέρα, κι αναγκάζεται να το μαλώσει. Τότε εκείνο πάει και στέκεται πίσω απ' την ελιά και συνεχίζει από κει.

- Αλμπάνια; τον ρωτάει, σαν φτάνουν, εκείνος πάλι με το μουστάκι.

- Ναι.

- Χαρτιά έχεις;

-...Οχι.

- Πάρε τότε τα πράγματά σου κι έλα μαζί μας.

Ο Θανάσης νιώθει πως αδικείται, πως κάποιο λάθος έχει γίνει σε βάρος του. Θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να εξηγήσει, να πει για τη μάνα του, για το σαπούνι, για το σκυλί. Θέλει ακόμη να πει πως είναι αμαρτία να μην τον αφήνουν να πιει, έστω και λίγο, απ' τη μικρή φλεβίτσα της ευτυχίας, που ανακάλυψε σε τούτο τον τόπο με τη χαμοζωή που μόλις άρχισε. Μα πώς να τα πει όλα αυτά τα σωστά και τα δίκαια με τα ελάχιστα ελληνικά του;

- Εγώ καλό, λέει μονάχα, κι απλώνει τα χέρια του, σαν να θέλει να δείξει μ' αυτό πως παραδίνεται σ' αυτούς που τον διώχνουν, και το κρίμα πάνω τους.

- Δεν τον αφήνουμε να πάει στο διάβολο, παρεμβαίνει εκείνος με τα γυαλιά.

- Αμα το ρίξουμε στη λύπηση δε θα μαζέψουμε κανέναν, του απαντάει ο άλλος και, γυρίζοντας στο Θανάση, προστάζει κοφτά:

- Αντε τελείωνε!

Ο Θανάσης κατεβάζει τα χέρια και κατευθύνεται στην ελιά. Περπατάει σαν να 'χει σηκωθεί από αρρώστια. Ξεκρεμάει το πουκάμισό του και το φορεί. Τα χέρια του τρέμουν. Ο γυαλάκιας ανάβει τσιγάρο και κοιτάει αλλού. Το σκυλί γαυγίζει πιο δυνατά. Ο μουστάκιας το χουγιάζει να πάει πέρα, κι ύστερα σκορπάει με τα πόδια του τις καλαμιές μήπως και είναι τίποτε κρυμμένο εκεί μέσα.

Τον βάνουν στη μέση και κινάνε για το αυτοκίνητο. Το σκυλί τους ακολουθεί. Δε γαυγίζει τώρα, ουρλιάζει. Κι είναι η φωνή του τόσο ασυνήθιστη, απόκοσμη πες, που ο αέρας γεμίζει μ' έναν σπαραγμό αβάσταχτο.

- Θα σταματήσει καμιά φορά το κοπρόσκυλο, ή θα το ξαπλώσω, αγαναχτεί ο μουστάκιας και πιάνει το μπιστόλι του. Τούτη η κίνηση ταράζει το Θανάση. Σταματάει απότομα και βγάνει το πουκάμισό του.

- Τι κόλπο είναι πάλι τούτο; απορεί ο μουστάκιας. Ο Θανάσης κάνει νόημα πως θα γυρίσει, και πάει προς την ελιά με το σκυλί ξοπίσω του. Κρεμάει το πουκάμισο κι ύστερα σκύβει κι αγκαλιάζει το κεφάλι του ζώου. Ανθρωπος και σκυλί πάλι στον ίδιο παράλληλο της δυστυχίας... Μένουν για λίγο έτσι, κι έπειτα ο Θανάσης, χτυπώντας το τρυφερά στην πλάτη, το αφήνει και φεύγει τρέχοντας.

Εκείνο κοιτάει μια φορά το κρεμασμένο πουκάμισο και πάει και κουλουριάζεται αργά, σαν κουρασμένο, στη θέση του.

Το αυτοκίνητο με δυο μανούβρες κάνει στροφή επιτόπου και παίρνει αντίθετα το χωματόδρομο. Οδηγεί ο μουστάκιας. Ο Θανάσης, που κάθεται πίσω μόνος του, γυρίζει μια φορά κατά την ελιά, κι ύστερα κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του και κλαίει πνιχτά. Γίνεται μικρή σιγή που την κόβει ο οδηγός. Κοιτάει μέσ' απ' τον καθρέφτη το Θανάση και λέει, με αλλαγμένο τώρα τον τόνο της φωνής του:

- Θα πας τζάμπα στη μάνα σου ρε βλάκα και κλαις; Εχεις μάνα; Δεν παίρνει απάντηση και δεν επιμένει. Ξαναγίνεται σιγή, που την κόβει αυτή τη φορά ο γυαλάκιας δίπλα του:

- Δεν υπάρχουν πιο φιλότιμα σκυλιά από τ' αδέσποτα, άμα τα περιμαζέψεις, λέει αποφθεγματικά και ανάβει πάλι τσιγάρο.

Το αυτοκίνητο έχει μπει στο μεγάλο δρόμο και ο Θανάσης, που έχει σταματήσει να κλαίει, ξαναβλέπει αδιάφορος και με ένα μεγάλο κενό μέσα του τα εργοστάσια. Δε μιλάει κανείς. Υστερα από κάμποσο, ο μουστάκιας ξεστομίζει το συμπέρασμα απ' τον συλλογισμό που φαίνεται πως έκανε τόσην ώρα:

- Σκατά... λέει και φτύνει απ' το παράθυρο.

Κοντεύει μεσημέρι. Το σκυλί μένει κουλουριασμένο στη θέση του. Εχει κατεβασμένα τ' αυτιά και τρέμει. Μοιάζει δαρμένο ή άρρωστο.

Σουρουπώνει. Το σκυλί ακόμη εκεί. Μόνο που τώρα δείχνει μικρότερο, σαν να 'χει μαζέψει.

Αν το βράδυ ο Θεός θυμηθεί τα δυο ταπεινά Του πλάσματα και τα ψάξει με το φακό Του κάτω απ' τη γέρικη ελιά, Του λέω πως θα πικραθεί βαθιά μ' αυτό που θα δει. Γιατί θαρρώ πως από κάτι τέτοια φτιάχνεται η δική του δυστυχία...


Του
Πέτρου ΜΠΙΚΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ