ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις

Ηδη έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα για την άποψη ορισμένων πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς, που ωθεί στην ενίσχυση της τάσης των εισαγωγών κεφαλαίων και εμπορευμάτων από άλλες χώρες. Κατά την άποψή τους, χρειάζεται πολιτική «προστασίας της εσωτερικής αγοράς», γιατί μόνο έτσι μπορεί να προστατευτεί η ανάπτυξη της χώρας, να αξιοποιούνται προς όφελός της όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, να αντιμετωπίζονται και προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων...

Εχουμε ήδη πει επίσης ότι οι δύο τάσεις, της «απελευθέρωσης» και της «προστασίας», συνυπάρχουν και όταν φαίνεται να υπερτερεί η μία έναντι της άλλης, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κεφάλαιο στη δοσμένη χρονική περίοδο απαιτεί τέτοια πολιτική διαχείρισης. Εξετάζοντας λοιπόν αυτές τις απόψεις πρέπει πάντα να εστιάζουμε στις επικρατούσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, επειδή ακριβώς πρέπει να προσεγγίζουμε το ζήτημα της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από τη σκοπιά της κατάργησής της. Η πολιτική, την οποία παλεύει η εργατική τάξη, πρέπει να τείνει στην κατάργηση της εκμετάλλευσης. Από αυτή τη σκοπιά η λογική περί «προστασίας της εγχώριας αγοράς» ως μια αντίθετη ως προς την «απελευθέρωση» πολιτική διαχείρισης και ωφέλιμη για την εργατική τάξη και το λαό, είναι ουτοπική και πάντως σε συνθήκες καπιταλισμού, αντικειμενικά, ανεφάρμοστη. Πάντα θα συνυπάρχουν οι δυο τάσεις. Η απάντηση του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να είναι «προστασία» ενάντια στην απελευθέρωση, αλλά λαϊκή οικονομία με τα βασικά μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Ενα από τα ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με την απελευθέρωση της αγοράς είναι και οι ιδιωτικοποιήσεις παραγωγικών τομέων της οικονομίας υπό κρατική ιδιοκτησία ή τομέων άσκησης «κοινωνικής πολιτικής» (π.χ. υγεία, πρόνοια κλπ).

«Πραγματοποιούνται με διάφορες μορφές, π.χ. με την αλλαγή της νομικής μορφής μέσω μετατροπής σε ΑΕ, με τη διάθεση μέρους των μετοχών αρχικά στους εργαζόμενους, με την είσοδο στο Χρηματιστήριο, με τη συνολική πώληση, με τη μορφή μερικής ή ολικής άρσης του κρατικού μονοπωλίου μιας αγοράς (π.χ. διατήρηση κρατικής επιχείρησης με απελευθέρωση της αγοράς προς το ιδιωτικό κεφάλαιο). Ανεξάρτητα από τη μορφή, το γενικό χαρακτηριστικό είναι η μείωση της κρατικής συμμετοχής. Συνοδεύονται από την ανατροπή εργασιακών σχέσεων (συνήθως σταδιακά, για τις νέες προσλήψεις κλπ.), κοινωνικής ασφάλισης. Στις αντιδράσεις των εργαζομένων προβάλλεται το επιχείρημα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, ότι δεν έχει σημασία πόσο δημόσια ή ιδιωτική είναι μια επιχείρηση, όσο να είναι αποτελεσματική.

Οι αποκρατικοποιήσεις έχουν έδαφός τους την απελευθέρωση της αγοράς, υπηρετούν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στις συνθήκες της ευρωενωσιακής αγοράς. Ως πολιτική της ΕΕ στα πλαίσια της στρατηγικής των αναδιαρθρώσεων, προωθούνται σχεδιασμένα, προκειμένου να συγκροτηθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά έναντι κυρίως των ΗΠΑ».1

Η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων είναι γεγονός ότι ξεκίνησε αμέσως μετά την υπογραφή από τα 15 κράτη - μέλη της ΕΟΚ της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το 1991 και τη μετατροπή της από μια τελωνειακή ένωση με συγκροτημένη «Ενιαία Εσωτερική Αγορά», σε Οικονομική και Νομισματική Ενωση, που μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ενωση, έχοντας ως στόχο και την πολιτική ενοποίηση. Ετσι, με διακρατικές συμφωνίες και αποφάσεις καταλήγουν σε ενιαίες κατευθύνσεις για την άσκηση κοινής οικονομικής πολιτικής γενικά και στα πλαίσια αυτά κατέληξαν και στην εφαρμογή της πολιτικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Που σημαίνει αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, με πυρήνα την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, των συμβάσεων σταθερής και μόνιμης δουλιάς (συμβάσεις αορίστου χρόνου), τη μερική απασχόληση κλπ, ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση τομέων όπως η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια κλπ, ιδιωτικοποίηση παραγωγικών τομέων κρατικής ιδιοκτησίας.

Είναι γνωστό ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεσμοθέτησε τις τέσσερις ελευθερίες κίνησης (κεφαλαίων - εμπορευμάτων - υπηρεσιών - εργαζομένων), εντός των ορίων της ΕΕ και έξω απο την ΕΕ, αλλά έχουμε ήδη αναφέρει ότι απέναντι σε τρίτες χώρες υπάρχει προστατευτισμός, γι' αυτό και ανακύπτουν σοβαρά δυσεπίλυτα προβλήματα, πχ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων εμπορευμάτων στην ΕΕ από τρίτες, κυρίως ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, ή με τις εξαγωγές απο την ΕΕ σε τρίτες χώρες που προστατεύουν σ' ένα ορισμένο βαθμό τη δική τους αγορά. (Εδώ εκφράζονται ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί). Επίσης είναι γεγονός ότι τα κράτη - μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να αναπτύσσουν όποιες εμπορικές ή άλλες οικονομικές σχέσεις με τρίτες χώρες έξω από το πλαίσιο που καθορίζουν οι συνθήκες της ΕΕ.

Επομένως η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων εφαρμόζεται αμέσως μετά τη συμφωνία για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, (η ελεύθερη διακίνηση είναι δείχτης απελευθέρωσης της αγοράς). Οι αποκρατικοποιήσεις υπηρετούν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή τη μεγέθυνση των διαστάσεων των μονοπωλίων, ως ένα παράγοντα που βοηθά στην αποκόμιση μεγαλύτερης μάζας κερδών, μπροστά και στις δυσκολίες του μονοπωλιακού ανταγωνισμού.

Απέναντι στην πολιτική των αποκρατικοποιήσεων υπάρχουν ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, που θέτουν ως στόχο πάλης του εργατικού κινήματος -ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις- την επανακρατικοποίηση των επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν ή γενικά προβάλλουν το σύνθημα της υπεράσπισης του κρατικού μονοπωλίου. Είναι βαθιά λαθεμένη η άποψη που θέτει ως στόχο πάλης του εργατικού κινήματος την επαναφορά στο «κρατικό μονοπώλιο». Το αίτημα-στόχος πάλης- αυτό, βασικά, σημαίνει την επαναφορά παραγωγικών τομέων της οικονομίας στην ιδιοκτησία του καπιταλιστικού κράτους. Απ' αυτή την άποψη προκύπτει το ερώτημα: Ενας τέτοιος στόχος πάλης, ακόμη και αν κατακτηθεί, σε ποιο βαθμό συμβάλλει, ώστε η πάλη της εργατικής τάξης για τα άμεσα συμφέροντά της να δένεται οργανικά με την πάλη για τα γενικά της συμφέροντα, στην προοπτική ανατροπής του καπιταλισμού, για να ανοίξει ο δρόμος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού; Πόσο ωριμάζει στις εργατικές συνειδήσεις την αναγκαιότητα της λαϊκής εξουσίας και της λαϊκής οικονομίας, ο στόχος για την επανακρατικοποίηση, δηλαδή το κρατικό μονοπώλιο, η καπιταλιστική κρατική ιδιοκτησία; Αυτός ο στόχος περιορίζει την πάλη του κινήματος στα όρια του καπιταλισμού, της διατήρησης της εκμετάλλευσης. Είναι διαφορετικό πριν ιδιωτικοποιηθεί μια επιχείρηση να βάζεις στόχο να μην ιδιωτικοποιηθεί και μάλιστα να αγωνίζεσαι να διαμορφώνεις συσχετισμούς που αν τα καταφέρουν να αποτρέψουν την ιδιωτικοποίηση...

Αλλά σε συνθήκες εξουσίας των μονοπωλίων, που απαιτούν «απελευθέρωση», αυτό μάλλον είναι ανέφικτο, όπως έχει αποδείξει η ως τώρα εμπειρία. Η συνέχεια όμως αυτού του αγώνα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, μετά τη συντέλεσή τους, δεν μπορεί να είναι η επανακρατικοποίηση. Γιατί θέτει στο εργατικό κίνημα τη διεκδίκηση ενός καπιταλισμού με άλλη πολιτική διαχείρισης, με διογκωμένο τον κρατικό καπιταλιστικό τομέα. Ενας τομέας, ο οποίος και όταν υπήρχε συνέβαλε στην απρόσκοπτη αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά και όχι στη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και του λαού. Η απάντηση του εργατικού κινήματος στις ιδιωτικοποιήσεις και την «απελευθέρωση» είναι: Κρατικός λαϊκός τομέας της οικονομίας με τα βασικά μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία και όχι κρατικός καπιταλισμός.

«Ο κρατικός επιχειρηματικός τομέας δεν αποτελεί μόνιμη κατάσταση, αλλιώς θα αντιστρατευόταν την καπιταλιστική παραγωγή. Προετοιμάζει το έδαφος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, εκεί όπου απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια, με πολύ μεγάλο κίνδυνο στο κέρδος, π.χ. στις υποδομές στην ενέργεια. Το κρατικό μονοπώλιο στη συνέχεια δίνει τη θέση του στο ιδιωτικό. Οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως οι κρατικοποιήσεις σε άλλη φάση, συνιστούν απάντηση στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Το ποσοστό κέρδους δεν ταυτίζεται με τη μάζα των κερδών, που μπορεί να μεγαλώνει. Η υποτίμηση* του κεφαλαίου μέσω της ιδιωτικοποίησης, δρα ανασταλτικά στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους».2

(* Υποτίμηση του κεφαλαίου σημαίνει πώληση των επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας κάτω από την αξία τους).

«Η εργατική τάξη πρέπει να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες της αποκρατικοποίησης, όπως εκτίθενται συνοπτικά παραπάνω. Οι αρνητικές επιπτώσεις αφορούν ολόκληρη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και όχι αποκλειστικά ή περισσότερο τους εργαζόμενους των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.

Οι αποκρατικοποιήσεις δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα οι εργαζόμενοι πώς πρέπει να βλέπουν από τη δική τους ταξική πλευρά το ζήτημα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, το χαρακτήρα και το ρόλο του δημόσιου τομέα.

Ακόμα και αν μια επιχείρηση μείνει στο κράτος ή επανέλθει στο κράτος για διάφορους λόγους, δεν πρόκειται για λύση του προβλήματος και δικαίωση. Οι συνέπειες π.χ. στην άνοδο της εκμετάλλευσης, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής ασφάλισης, θα υπάρξουν λόγω της γενικής τάσης που επικρατεί στα πλαίσια των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

Ακόμα και αν κάποιες επιχειρήσεις μείνουν κρατικές δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί η γενική τάση, γιατί αφορά όχι τις επιλογές μιας κυβέρνησης, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η διαπλοκή με το ιδιωτικό κεφάλαιο, ελληνικό και διεθνικό είναι δεδομένη, όπως δεδομένη είναι η απελευθέρωση της αγοράς κλπ.

Στο έδαφος της πάλης κατά των ιδιωτικοποιήσεων, στο έδαφος της διεκδίκησης για δημόσιο τομέα, π.χ. σε υγεία, παιδεία, ασφάλιση, κοινωνική πολιτική κλπ., υπάρχουν περιθώρια να γίνει πλατιά εκλαΐκευση της αναγκαιότητας της πάλης για τη λαϊκή οικονομία».3

(1,2,3: Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 106-107).


Σ. Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ