ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Απρίλη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
ΕΥΡΩ - ενωσιακή πολιτισμική ισοπέδωση

Ενα σοβαρό θέμα που συνδέεται με την ΕΥΡΩένωση και τις μεταλλάξεις της είναι αυτό που αφορά στην αντικατάσταση της πολιτισμικής ταυτότητας, των μικρότερων ιδιαίτερα εταίρων και την κατάργηση κάθε ποικιλότητας.

Το θέμα αυτό, μακριά από εθνικιστικές αντιλήψεις και περιχαρακώσεις, αποκτά εξαιρετική σημασία κατά το μέτρο που η πολιτισμική ταυτότητα του κάθε λαού που διαμορφώνεται και εμπλουτίζεται κατά την ιστορική του πορεία, συνδέεται με την εθνική του ταυτότητα και ταξικότητα και εντάσσεται στα πλαίσια των κυριαρχικών του δικαιωμάτων.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται να πούμε, ότι κατά τις διαδοχικές μεταμορφώσεις από την Κοινοπραξία Ανθρακος και Χάλυβος, την Κοινή Αγορά, την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τώρα Ευρωπαϊκή Ενωση, η πορεία σχεδιάστηκε και υλοποιείται από εκπροσώπους των ισχυρότερων εταίρων και των αντίστοιχων συμφερόντων τους που ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για το πολιτισμικό στοιχείο. Ο πολιτισμικός άλλωστε χαρακτήρας διαφοροποιείται και αποτελεί εποικοδόμημα των κοινωνικών αναδιατάξεων.

Στο προοίμιο για παράδειγμα, κείμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ψήγματα αναφορών υπάρχουν για τον πολιτισμικό και πολιτιστικό, ενώ κατά την ως τώρα πορεία της εφαρμογής της δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αποφάσεις, επεξεργασίες και πρακτικά μέτρα για τη διαφύλαξη της πολιτισμικής ταυτότητας. Αντίθετα, προβάλλεται η αντίληψη μιας πλασματικής ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία αποβλέπει ακόμη και στην επιβολή γλωσσικής ομοιομορφίας.

Στο προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ αναφέρεται γενικώς, ότι η Ευρω-ένωση (άρθρα 126 και 128) θα επιδιώκει την ανάπτυξη των πολιτισμών, ενώ στην πραγματικότητα υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο την πολιτισμική ιδιαιτερότητα... επιβάλλοντας, προοδευτικά, ακόμη και τις κυρίαρχες γλώσσες των ισχυρών εταίρων, στους οποίους ο εθνικός ποιητής απαντά με τον στίχο:

«Μήγαρις έχουμε άλλο, πιο πολύτιμο,

πάρεξ γλώσσα και ελευθερία;»


Του
Γιώργου ΤΣΑΠΟΓΑ


ΤΙΜΕΣ ΥΓΡΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ
Οι ανατιμήσεις «καίνε» μόνο το λαό

Eurokinissi

Επώδυνες διαστάσεις, εν μέσω του γενικότερου κυκεώνα ανατιμήσεων και τσουχτερής ακρίβειας, προσδίδει η συνεχόμενη ραγδαία αύξηση των τιμών στα υγρά καύσιμα. Ενα και πλέον χρόνο τώρα, οι καταναλωτές πληροφορούνται από τα ΜΜΕ για τις συνεχείς καταρρίψεις των ρεκόρ που σημειώνει η τιμή της βενζίνης και του πετρελαίου. Για το συγκεκριμένο καυτό θέμα, αυτό που πρέπει να είναι ξεκάθαρο για τα λαϊκά στρώματα είναι το εξής: οι συνεχείς ανατιμήσεις των καυσίμων δε σχετίζονται με τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου, ούτε από τις αποφάσεις περί μείωσης ή το αντίθετο της παραγωγής από τις χώρες του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) ή ακόμα και με την ισοτιμία του ευρώ και του δολαρίου. Οι ανατιμήσεις αυτές, σχετίζονται αποκλειστικά με το κυνήγι των υπερκερδών του μεγάλου κεφαλαίου. Είτε αυτό συνδέεται άμεσα με την παραγωγή του πετρελαίου, το οποίο καρπώνεται και τη μερίδα του λέοντος των κερδών, είτε με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.

Οι σημερινές τιμές των υγρών καυσίμων, ομολογουμένως έχουν αγγίξει δυσθεώρητα ύψη για το εισόδημα της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά και των λαών των άλλων χωρών. Το πρόβλημα όμως είναι, πως παρά τις όποιες διακυμάνσεις, δηλαδή αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών, ακόμα και αν είναι ραγδαία, οι τιμές στα πρατήρια δεν πρόκειται να μειωθούν. Δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο να «πέσουν» κατά δύο έως τρεις δεκάρες. Η εμπειρία όμως αναφέρει ότι όταν οι τιμές για μεγάλο χρονικό διάστημα παγιώνονται σε υψηλά επίπεδα, τότε τα επίπεδα αυτά, λειτουργούν ως βατήρας για την παραπέρα εκτίναξη των τιμών. Αλλωστε οι κατά καιρούς αναφορές των κυβερνώντων ότι οι Ελληνες... απολαμβάνουν τις χαμηλότερες τιμές στην ΕΕ, αποδεικνύουν με έναν εύγλωττο τρόπο ότι στόχος είναι η σύγκλιση των ελληνικών με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τιμές.

Πώς διαμορφώνονται οι τιμές

Το Γενάρη του 1998 οι διεθνείς τιμές του αργού πετρελαίου, αγγίζουν τα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, περίπου 8 δολάρια το βαρέλι. Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα, η τιμή της αμόλυβδης, κυμαινόταν περίπου στις 200 δραχμές, δηλαδή τα 60 λεπτά. Την ίδια χρονιά, τα «Ελληνικά Πετρέλαια» (ΕΛΠΕ) κατέγραψαν καθαρά κέρδη της τάξεως των 34,1 δισεκατομμυρίων δραχμών και η «Μότορ Οϊλ» 15 δισ. δραχμές. Το 2003 σε μέσα επίπεδα η τιμή του αργού κυμάνθηκε στα 30-32 δολάρια το βαρέλι, επίπεδα τα οποία χαρακτηρίζονται πολύ υψηλά. Η τιμή της αμόλυβδης κυμάνθηκε σε μέσα επίπεδα περί τα 75 λεπτά το λίτρο. Επίσης, πριν ακριβώς δύο χρόνια, το 2002, η μέση τιμή του αργού ήταν περί τα 25 δολάρια το βαρέλι, ενώ η τιμή της αμόλυβδης ήταν περίπου 63 λεπτά. Σημειώνουμε ότι τα κέρδη των ΕΛΠΕ για την οικονομική χρήση του 2003 ήταν 216 εκατομμύρια ευρώ ή 73,6 δισεκατομμύρια δραχμές. Τα αντίστοιχα κέρδη της «Μότορ Οϊλ» διαμορφώθηκαν στα 95 εκατ. ευρώ ή 32,3 δισ. δραχμές.

Από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων φαίνεται ότι οι τιμές λιανικής δε συναρτώνται από τις διεθνείς τιμές του αργού πετρελαίου. Τα πραγματικά στοιχεία για το πώς βγαίνουν οι τιμές λιανικής είναι ένα εφτασφράγιστο μυστικό το οποίο κατέχουν μόνο το κύκλωμα διύλισης και εμπορίας και η κυβέρνηση. Πώς είναι δυνατόν να τριπλασιάζεται η τιμή του αργού από το 1998 έως το 2002 και η τιμή της αμόλυβδης να αυξάνει κατά τρία λεπτά και όταν τετραπλασιάζεται από το 1998 έως τις μέρες μας, να αυξάνεται η λιανική τιμή κατά 17 λεπτά; Μήπως τα ελληνικά διυλιστήρια κάνουν χάρη στον ελληνικό λαό και κρατούν τις τιμές χαμηλές; Από τα κέρδη τους προκύπτει ότι σε καμία περίπτωση δε χάνουν. Αντιθέτως κερδίζουν τα μέγιστα. Επομένως η διαμόρφωση των τιμών λιανικής έχει σχέση με τις επιδιώξεις των πολυεθνικών για άντληση υπερκερδών.

Πρόσφατη κλαδική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την αγορά του πετρελαίου καταγράφει πως τα κέρδη των διυλιστηρίων αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα, τα καθαρά προ φόρων κέρδη των διυλιστηρίων (ΕΛΠΕ, «Μότορ Οϊλ» και «Πετρόλα») για την πενταετία 1997-2001 «παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258%». Το ίδιο διάστημα οι πωλήσεις σημείωναν άνοδο με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 18,6%.

Αν τα διυλιστήρια κερδίζουν τέτοια ποσά, τότε εύλογα ο καθένας μπορεί να φανταστεί τα μεγέθη των κερδών των 6-7 γιγαντιαίων πετρελαϊκών πολυεθνικών που λυμαίνονται τα αποθέματα του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι εταιρίες αυτές («Exon Mobil», BP, «Shell», «Cevron - Texaco», «Total/Elf/Fina» κλπ.) εκμεταλλεύονται τα αποθέματα πετρελαίου στις περισσότερες χώρες του ΟΠΕΚ. Μαζί με τις εταιρίες, κερδίζουν και οι κυβερνήσεις, όπου με την επαχθή φορολογία στα καύσιμα, γεμίζουν τα ταμεία. Για κάθε ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης αντιστοιχεί φόρος 30 λεπτών!

Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες, οι οποίες διαμορφώνουν τις παγκόσμιες τιμές, χαρακτηρίζουν ως υπεύθυνους για την άνοδο των τιμών τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Πέρα από τον ΟΠΕΚ, καταγγέλλουν και συγκεκριμένες χώρες. Καταγγέλλουν ως υπεύθυνη τη Βενεζουέλα, επειδή ο λαός της αντιστέκεται στα αμερικανόπνευστα σχέδια ανατροπής του Ούγκο Τσάβες. Καταγγέλλουν και τις... αναταραχές στη Νιγηρία. Οι «αναταραχές» αυτές είναι οι αντιδράσεις των ντόπιων κατοίκων κατά της «Shell», που έχει μετατρέψει τη χώρα σε χαβούζα. Ας μην ξεχνάνε και την εκτέλεση των Ογκόνι! Για τις πολυεθνικές υπεύθυνοι είναι και οι Ιρακινοί, που εξαιτίας της αντίστασης στους εισβολείς δεν μπορεί να εξαχθεί πετρέλαιο από τη χώρα.

Η κυβέρνηση, παριστάνει πως την απασχολεί το θέμα των ανατιμήσεων των υγρών καυσίμων. Εχει μάλιστα και τη λύση. Την ανάπτυξη του ελεύθερου και... υγιούς ανταγωνισμού, δηλαδή την παράδοσή του πλήρους ελέγχου του κλάδου της ενέργειας στα μονοπώλια. Οταν το ΠΑΣΟΚ παρέδωσε τα ΕΛΠΕ στο Λάτση, η ΝΔ επέκρινε την τότε κυβέρνηση γιατί δεν παρέδωσε αυτόματα και το μάνατζμεντ του ομίλου. Σήμερα ο Λάτσης πλουτίζει στις πλάτες του ελληνικού λαού, αποκομίζοντας υπερκέρδη.

Αν θέλει η κυβέρνηση, μπορεί να συγκρατήσει τις τιμές στα καύσιμα, όπως και σε όλους τους τομείς. Δε θέλει όμως, διότι είναι ταγμένη στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου. Ετσι, και τους επιχειρηματίες κάνει πλουσιότερους και μέσω της επαχθούς φορολογίας γεμίζει τα ταμεία της.


Σταμάτης ΖΗΣΙΜΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ