Σε μια εποχή, που η σύγχρονη μουσική δημιουργία έχει σπρωχτεί στην αφάνεια και οι καλλιτέχνες που την υπηρετούν ασφυκτιούν ολοένα και περισσότερο από χρόνια και οξυμένα προβλήματα, σ' ένα «τοπίο» όπου το κράτος καταδικάζει αυτό το ανυπότακτο και ζωντανό κομμάτι του πολιτισμού μας στο περιθώριο και την απαξίωση, στηρίζοντας την «πολιτιστική» ομογενοποίηση κάθε Γιουροφιέστας, μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη έρχεται να μας γνωρίσει το έργο ενός πρωτοπόρου δημιουργού, του Γιώργου Σισιλιάνου. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του, η έκθεση - αφιέρωμα με τίτλο «Ο Συνθέτης στην Πρωτοπορία της Σύγχρονης Μουσικής», επιχειρεί να αναδείξει τους βασικούς σταθμούς της πορείας του και πτυχές της προσφοράς του. Η έκθεση λειτουργεί στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου (Κουμπάρη 1), μέχρι τις 15 Απρίλη.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1920, ο Γιώργος Σισιλιάνος σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά τον κέρδισε η μουσική. Αρχικά σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο και στο Ωδείο Αθηνών. Επειτα στη Μουσική Ακαδημία «Santa Cecillia» της Ρώμης, αργότερα στο Ωδείο του Παρισιού και τις ΗΠΑ. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς στο χώρο της έντεχνης ελληνικής μουσικής. Από τα είκοσί του χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του (2005) αφοσιώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη σύνθεση. Ηταν από τους πρώτους που στα μέσα της δεκαετίας του '50 εισήγαγαν τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα με τη συνθετική του δουλιά αγωνίστηκε για την ανανέωση και ανάπτυξη της μουσικής ζωής και την προβολή της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας. Συνέθεσε περισσότερα από 60 έργα, για όλα τα μουσικά είδη. Ανάμεσά τους δύο μονόπρακτες όπερες, κοντσέρτα για σόλο όργανα (βιολί, πιάνο, βιολοντσέλο) και ορχήστρα, έργα για φωνή και ορχήστρα ή και χορωδία (όπως η τραγική καντάτα «Κασσάνδρα»), συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για αρχαίο δράμα. Το 1977, εμπνευσμένος από το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, γράφει τη μονόπρακτη όπερα δωματίου «H Κυρία του Σεληνόφωτος» (σε λιμπρέτο Μάρως Παπαδημητρίου) και δύο χρόνια αργότερα καταθέτει την αναθεώρηση της «Κυρίας του Σεληνόφωτος», για πλήρη ορχήστρα. Εργα του έχουν ερμηνευτεί επανειλημμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό από σημαντικές ορχήστρες (Φιλαρμονική Νέας Υόρκης, Gewandhaus Συμφωνική Ορχήστρα κ.ά.) και σπουδαίους μαέστρους (Δημήτρης Μητρόπουλος, Κουρτ Μαζούρ κ.ά.). Για το έργο του «Κουαρτέτο εγχόρδων Νο 3, op. 15» βραβεύτηκε το 1961 στο διεθνή διαγωνισμό σύνθεσης του Βελγίου. Απέσπασε τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών (1994) και «Μαρία Κάλλας», ανακηρύχτηκε «Ιππότης Γραμμάτων και Τεχνών» της Γαλλικής και της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθώς και επίτιμος διδάκτωρ του Μουσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διατέλεσε διευθυντής μουσικών εκπομπών στην ΕΡΑ, ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής, αντιπρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής, μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής και του ΔΣ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών, μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ, μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών κ.ά. Στη δεκαετία 1960 - 1970 η Διεθνής Επιτροπή της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής επέλεξε δύο έργα του, για να αντιπροσωπεύσουν την Ελλάδα στο 39ο Φεστιβάλ της Μαδρίτης (1965) και το 41ο της Πράγας (1967).
«Το επίσημο ελληνικό Κράτος σπάνια εκδηλώνει την πολιτιστική του μέριμνα, και πάντα αμεθόδευτα και μικρόψυχα, γιατί δυστυχώς μέχρι τώρα, σε καμιά στιγμή της πολιτικής ιστορίας της χώρας, καμία κυβέρνηση, σ' οποιαδήποτε πολιτική παράταξη κι αν ανήκε δεν εφάρμοσε ένα πολιτιστικό πρόγραμμα μελετημένο και υπεύθυνο... Η κρατική ελληνική πολιτιστική μέριμνα δεν έκανε ποτέ ούτε μια παραγγελία για τη σύνθεση ενός αξιόλογου ελληνικού συμφωνικού ή μελοδραματικού έργου, δε φρόντισε ποτέ να προωθήσει την ελληνική μουσική δημιουργία στο ρεπερτόριο των ξένων συμφωνικών και μελοδραματικών συγκροτημάτων, που ωστόσο χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα για τη συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ Αθηνών...».
****
«Η Τέχνη, που είναι η πεμπτουσία της "μνήμης" του Ανθρώπου και μέτρο του βαθμού πολιτισμού στον οποίο βρίσκεται ένας λαός, δεν ανήκει στους λίγους. Οπως είπε κάποιος σύγχρονος Ελληνας στοχαστής, ο βαθμός πολιτισμού ενός λαού εξαρτάται από τον αριθμό και το είδος των αυτονόητων!».
****
«Ιδιαίτερα στη Μουσική, η Παιδεία μας στάθηκε πάντα λειψή, σχολαστική, απρογραμμάτιστη και αψυχολόγητη. Στο σχολείο, αντί να διδάξουμε στα παιδιά μας τον τρόπο να πλησιάσουν και ν' αγαπήσουν τη Μουσική, τα κάνουμε να τη χλευάζουν ή να τη μισούν...»
****
«Πότε, επιτέλους, η πολιτική ηγεσία θα καταλάβει ότι η Τέχνη στοιχίζει, και στοιχίζει μάλιστα ακριβά, γιατί είναι η βιτρίνα και ο καθρέφτης του Πολιτισμού της χώρας; Οτι οι δημιουργοί και καλλιτέχνες είναι οι φορείς αυτού του Πολιτισμού και όχι οι επαίτες της αυλής των κάθε λογής επιτήδειων; Και ότι, τέλος, η ενίσχυση και προβολή της εθνικής δημιουργικής προσπάθειας δεν είναι χαριστική πράξη για την οποία ζητούνται τυχόν ανταλλάγματα, αλλά αυτονόητο καθήκον και μαζί υποχρέωση προσφοράς στην πολιτιστική ιστορία του τόπου;».