ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Φλεβάρη 2007
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Βρήκαν αφορμή για νέες δράσεις του κεφαλαίου

Η δράση των μεγάλων μονοπωλιακών μονάδων είναι από τις βασικές αιτίες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Η δράση των μεγάλων μονοπωλιακών μονάδων είναι από τις βασικές αιτίες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Το τελευταίο χρονικό διάστημα διάφοροι επιστήμονες, επιστημονικοί και άλλοι φορείς όπως Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με περιβαλλοντικό προφίλ, προβάλλουν έντονα τους τεράστιους, όπως λένε, κινδύνους από τις κλιματικές αλλαγές, οι οποίες οφείλονται στην ασύδοτη αντιπεριβαλλοντική δράση των μεγάλων μονοπωλιακών βιομηχανικών μονάδων και των αντιπεριβαλλοντικών μορφών ενέργειας που χρησιμοποιούν. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται «εκτάκτου ανάγκης», λένε, ότι πολύ σύντομα θα είναι μη αναστρέψιμη, τρομοκρατούν τους λαούς, γεννώντας πλήθος ερωτημάτων, για τη σκοπιμότητά τους. Την ίδια ώρα για τις ενδεχόμενες λύσεις στο πρόβλημα η ΕΕ, μέσω και των τριών θεσμικών της οργάνων (Κοινοβούλιο, Επιτροπή και Συμβούλιο), επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον, εστιάζοντας στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας ως λύση βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των Βρυξελλών, ενόψει και της Εαρινής Συνόδου Κορυφής, η οποία θα ασχοληθεί με την «ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική», που θα πρέπει να γίνει «ενιαία και ανταγωνιστική»... Τι ακριβώς συμβαίνει;

Αέρα στα πανιά των μονοπωλίων

Τα προβλήματα του περιβάλλοντος και οι κλιματικές αλλαγές, όλα αυτά που συνθέτουν το γνωστό ως «φαινόμενο του θερμοκηπίου», αντί να λειτουργήσουν ως συναγερμός για το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας και του πλανήτη, μετατρέπονται σε πρόσχημα για την ενίσχυση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, για να χαραχτούν νέοι δρόμοι κερδοφορίας για το κεφάλαιο και για να προστεθούν νέα χαράτσια και βάρη στο λαό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία, επικαλούμενη τις κλιματικές αλλαγές, προωθεί πολιτικές που στόχο έχουν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας και την παράδοσή της στο μεγάλο κεφάλαιο. Οι Βρυξέλλες, επικαλούμενες τη συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, αντί να προτείνουν ουσιαστικά και αποφασιστικά μέτρα, που θα συμβάλλουν στην αποσύνδεση του περιβάλλοντος από την κερδοσκοπία των μονοπωλίων - που είναι και τα κατεξοχήν υπεύθυνα για τη δημιουργία των προβλημάτων αυτών - κάνουν λόγο για άμεση ανάγκη λειτουργίας μιας ακόμη πιο απελευθερωμένης αγοράς Ενέργειας, στο πλαίσιο ενός ακόμη πιο αδυσώπητου ανταγωνισμού...

Το «φαινόμενο του θερμοκηπίου»

Eurokinissi

Οι κλιματικές αλλαγές και η υφιστάμενη απειλή από τη συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας αποτελούν αδιαμφισβήτητο γεγονός ως αποτέλεσμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, με τους επιστήμονες να σημαίνουν συναγερμό, υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη.

Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται. Και σύμφωνα με τους ειδικούς, μια αύξηση της τάξης των 2 βαθμών Κελσίου αρκεί για να προκληθούν ανήκεστες βλάβες στο οικοσύστημα και ίσως εκτός ελέγχου κλιματικές αλλαγές. Οπως προειδοποιούν δε οι επιστήμονες, βάσει των ρυθμών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, που παρατηρούνται σήμερα, η αύξηση των δύο βαθμών Κελσίου στη θερμοκρασία θα είναι πραγματικότητα στα επόμενα χρόνια, ενώ οι πιο πρόσφατες έρευνες κάνουν λόγο για αύξηση της θερμοκρασίας έως το τέλος του 21ου αιώνα της τάξης των 4 - 7 βαθμών Κελσίου.

Στο θέμα των κλιματικών αλλαγών αναφέρεται κατά καιρούς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκδίδοντας ανακοινώσεις που περιορίζονται στην απαρίθμηση των κινδύνων και στην εξαγγελία ανούσιων μέτρων, που στοχεύουν όμως πάντα στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και όχι στην ουσία του προβλήματος. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο τελευταίες ανακοινώσεις περί «καθαρότερων καυσίμων» και «οικολογικότερων αυτοκινήτων», οι οποίες επικαλούμενες τις αλλαγές κλίματος δεν αναζητούν λύση στο πρόβλημα, αλλά διευκόλυνση της αύξησης των καπιταλιστικών κερδών στον τομέα των πετρελαιοειδών, της Ενέργειας, αλλά και της αυτοκινητοβιομηχανίας, της βιομηχανίας γενικότερα, επιβαρύνοντας ουσιαστικά τους λαούς της Ευρώπης, στους οποίους και μετακυλίεται το κόστος.

Μέτρα όπως π.χ. ο περιορισμός της ρύπανσης που προκαλείται από τα καύσιμα κατά 10% έως το 2020, που ευαγγελίζεται η Επιτροπή Περιβάλλοντος, μόνο αποσπασματικά μπορούν να χαρακτηριστούν, αφού δε φτάνουν να προστατέψουν το περιβάλλον από τον ανταγωνισμό των διεθνικών μονοπωλίων, που δραστηριοποιούνται στο χώρο και ευθύνονται για μεγάλο ποσοστό των σημερινών προβλημάτων.

Απαντώντας στην ερώτηση για το ποιος θα επωμιστεί το κόστος που θα έχουν όλα αυτά τα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας μέτρα, οι Βρυξέλλες περιορίζονται σε αποφθέγματα του τύπου «το κόστος έχει εκτιμηθεί και κρίνεται ότι δικαιολογείται εκ του προσδοκώμενου αποτελέσματος», ενώ είναι βέβαιο ότι τα μονοπώλια θα καταφέρουν όχι μόνο να επωφεληθούν, αλλά και να κερδοσκοπήσουν.

Εμπόριο ρύπων

Αυτό, άλλωστε, έχει δείξει και η μέχρι σήμερα εμπειρία, όπως αποκρυσταλλώνεται στα αποτελέσματα της αρχής τού ότι «ο ρυπαίνων πληρώνει», που έχει καταντήσει στο «ο ρυπαινόμενος πληρώνει και ο ρυπαίνων ...επιδοτείται»! Αυτό αποδεικνύει και το μόνο «μέτρο» που έμεινε από το Πρωτόκολλο του Κιότο, δηλαδή το «εμπόριο ρύπων», που αναδείχτηκε σε μια άκρως αποδοτική επιχείρηση για κάποιους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, που φαινομενικό στόχο είχε να υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα, προκειμένου να σημειωθεί μείωση των εκπομπών ρύπων και κατέληξε μέσω της διάταξης, η οποία προέβλεπε ότι μια βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα, που έχει μειώσει τις εκπομπές της πέραν των αρχικών στόχων που προβλέπει το πρωτόκολλο του Κιότο, να μπορεί να πουλήσει την επιπλέον μείωση σε άλλη χώρα, η οποία δεν είναι σε θέση να «πιάσει» τους στόχους, μέσω του Χρηματιστηρίου Ρύπων. Ετσι, αντί να επιδιώκεται η χρήση καθαρών τεχνολογιών, γιγαντώνεται το εμπόριο ρύπων και κυρίως αυτό του διοξειδίου του άνθρακα, αποφέροντας αστρονομικά ποσά στις πολυεθνικές που ανέλαβαν να «καθαρίσουν» τη δουλιά.

Ασφαλώς, το γεγονός και μόνο ότι τώρα η ΕΕ και οι άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες «ψάχνουν» νέα μέτρα για τις κλιματικές αλλαγές, δε συνιστά παρά ξεκάθαρη ομολογία για την αποτυχία του εγχειρήματος «εμπόριο ρύπων»...

Πηγές:

  • «Η επίκληση της προστασίας του περιβάλλοντος από την ΕΕ, την κυβέρνηση και ορισμένες ΜΚΟ, είναι βαθύτατα υποκριτική», του Μάκη Παπαδόπουλου, περιοδικό «Ανεμολόγια»
  • «Εμπόριο Δικαιωμάτων Αερίων Ρύπων», του Γ. Γρηγοριάδη, ΚΟΜΕΠ, 3/2005 *www.europa.eu.int/comm

Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ

«Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική»

Η ΕΕ προσεγγίζει το θέμα των κλιματικών αλλαγών, προσπαθώντας να προωθήσει τα κερδοσκοπικά συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι για να δώσει συγκεκριμένες και άμεσες λύσεις στα αυξανόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ως ένας διακρατικός καπιταλιστικός σχηματισμός, με μεγάλα κεφάλαια, τα οποία αναζητούν διέξοδο επενδύσεων, βλέπει τις κλιματικές αλλαγές, υπό το πρίσμα της ενίσχυσης της ενεργειακής αγοράς και των μονοπωλίων του τομέα ενέργειας.

Οι «27» είναι σε μεγάλο βαθμό ενεργειακά εξαρτημένοι, καθώς η Ενωση δεν έχει αυτάρκεια στον ενεργειακό τομέα και αναγκάζεται να αναζητά «προμηθευτές», που θα της λύσουν το πρόβλημα. Εξαρτημένοι είναι και οι ανταγωνιστές της Ενωσης και κυρίως οι ΗΠΑ, λιγότερο από την ΕΕ αλλά πάντως σε σχέση με τις ανάγκες τους είναι εξαρτημένες, αλλά με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε χώρες - βασικούς παραγωγούς πετρελαίου, πετυχαίνουν να λύνουν το πρόβλημά τους, αποκτώντας μάλιστα ισχυρή υπεροχή έναντι των κρατών-μελών της ΕΕ.

Ετσι ο ευρωενωσιακός σχηματισμός αντιμετωπίζει μία διπλή «πρόκληση»: Από τη μία δημιουργίας προβλημάτων στις ΗΠΑ, βάζοντας «εμπόδια» με περιβαλλοντικές συμφωνίες, ενώ από την άλλη προσεγγίζοντας τη Ρωσία, ως το μεγαλύτερο τροφοδότη της Ενωσης σε ενεργειακά προϊόντα. Απώτερος στόχος η σύναψη όσο το δυνατό συμφερότερων συμφωνιών, που θα εξασφαλίζουν διέξοδο στα συσσωρευμένα ευρωπαϊκά κεφάλαια με όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος και παράλληλα να είναι ένα μέσο πολιτικής πίεσης προς τη Μόσχα. Εδώ υπάρχουν και οξύνονται οι ενδομονοπωλιακοί ανταγωνισμοί.

Το περιβάλλον στις αποφάσεις της ΕΕ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμη όπλο προώθησης των συμφερόντων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που αναζητά επειγόντως διέξοδο, με στόχο τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία, καθώς έχει συσσωρευτεί τεράστια οικονομική δύναμη, που πρέπει να αξιοποιηθεί. Χτίζει την άμυνά της προσπαθώντας τόσο να εξοικονομήσει την «παραδοσιακή» ενέργεια, όσο και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανοίγματος και διεύρυνσης της αγοράς εναλλακτικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ο ρόλος του ανταγωνισμού

Στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενεργειακή πολιτική της Ενωσης, οι κλιματικές αλλαγές και η αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση των «27», αναφέρονται ως οι βασικοί λόγοι που «επιβάλλουν» το άμεσο άνοιγμα της ενεργειακής αγοράς στους επενδυτές, την ανάγκη αύξησης της ανταγωνιστικότητας και την παροχή κινήτρων στη βιομηχανία για στροφή στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, με παράλληλη ενθάρρυνση του επιχειρηματικού κεφαλαίου για επενδύσεις στην έρευνα και την τεχνολογία. Η Κομισιόν κρίνει ότι τα κράτη - μέλη της ΕΕ δεν προωθούν επαρκώς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον ενεργειακό τομέα και σε κάθε ευκαιρία τα επικρίνει σφοδρά, σημειώνοντας την ανάγκη ύπαρξης μίας ενιαίας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, προς όφελος πάντα των... Ευρωπαίων κεφαλαιοκρατών.

Ουσιαστική επιδίωξη από την πλευρά της Ενωσης είναι η επιτάχυνση της «απελευθέρωσης» του ενεργειακού τομέα των κρατών - μελών και της ραγδαίας εισόδου του ιδιωτικού κεφαλαίου μέσα από την κοινοτική χρηματοδότηση σχετικών ιδιωτικών επενδύσεων, ο περιορισμός της εξάρτησης της ΕΕ από εισαγόμενα καύσιμα, ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στη «μάχη του πετρελαίου και του φυσικού αερίου» και τέλος η προώθηση της σχετικής κοινοτικής τεχνολογίας και των αντίστοιχων προϊόντων στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά, αποκαλύπτοντας έτσι την άκρως υποκριτική στάση επίκλησης της προστασίας του περιβάλλοντος, εκ μέρους των Βρυξελλών...

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο Συμβούλιο για την Ενέργεια, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, την Πέμπτη, απορρίφθηκαν οι προτάσεις περί υποχρεωτικής μείωσης των εκπομπών ρύπων διά της χρήσης βιοκαυσίμων στο 20% έως το 2020, με τον προσανατολισμό της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ να παραμένει σαφής και ξεκάθαρος, στην προώθηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και όχι ουσιαστικών αποφάσεων επίλυσης του προβλήματος. Σε αυτά τα πλαίσια αναμένεται να κινηθεί και η εαρινή σύνοδος κορυφής, στις 8 και 9 Μάρτη, στις Βρυξέλλες, που έχει σαν βασικό θέμα στην ατζέντα την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση της εξάρτησης από τρίτες χώρες.

Εναλλακτικές Πηγές Ενέργειας

Αιολικό πάρκο στη Ροδόπη
Αιολικό πάρκο στη Ροδόπη
Ως ανανεώσιμες και εναλλακτικές πηγές ενέργειας αναφέρονται η αιολική, υδροηλεκτρική, ηλιακή ενέργεια, τα βιοκαύσιμα, που ευαγγελίζονται την αντικατάσταση των πετρελαιοειδών κλπ.

Ωστόσο, ο χώρος τόσο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όσο και των βιοκαυσίμων, είναι ένας τομέας στον οποίο κυριαρχούν οι ιδιώτες επιχειρηματίες, με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους. Τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα προωθείται η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας εις βάρος των λαϊκών αναγκών.

Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ ενίσχυσαν με κάθε δυνατό τρόπο τους ιδιώτες και με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων, διασφαλίζοντας την κερδοφορία των ιδιωτικών επενδύσεων. Θέσπισαν την υποχρεωτική αγορά από το κράτος του ρεύματος που παράγεται στα αιολικά πάρκα, σε υπέρογκες τιμές, χρηματοδοτώντας τυπικά με 40% της δαπάνης τις ιδιωτικές επενδύσεις παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ υποστήριξαν μέσω του ΕΠΑΝ του Γ' ΚΠΣ τις ιδιωτικές επενδύσεις ΑΠΕ - εξοικονόμησης ενέργειας, απλοποίησαν τη διαδικασία αδειοδότησης, ενώ προωθείται νέο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο, που επιτρέπει στους ιδιώτες να στήσουν Αιολικά Πάρκα ακόμη και στους πυρήνες των εθνικών δρυμών και προστατευόμενων περιοχών.

Χαρακτηριστική για το πώς χρησιμοποιείται το θέμα των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και του περιβάλλοντος, ανάλογα με τα συμφέροντα των συγκρουόμενων οικονομικών και ενδοϊμπεριαλιστικών συμφερόντων, είναι η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών για την Ενέργεια, στην οποία η - εξ αρχής προβληματική - πρόταση της Κομισιόν περί υποχρεωτικής μείωσης των εκπομπών ρύπων για όλα τα κράτη μέλη κατά 20% μέχρι το 2020, μετατρέπεται από υποχρεωτική σε «εθελοντική». Και αυτό γιατί Γερμανία και Ισπανία έχουν ήδη αναπτύξει την αιολική ενέργεια, ενώ η Βρετανία, που δραστηριοποιείται έντονα στο εμπόριο των πετρελαιοειδών, δε θεωρεί ότι πρέπει να επενδύσει σε χώρες παραγωγούς εναλλακτικής ενέργειας, με το παζλ να συμπληρώνεται από τη Γαλλία και την προσπάθειά της να προωθήσει την πυρηνική ενέργεια...

Ουσιαστικές λύσεις με βάση τις λαϊκές ανάγκες

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία του προβλήματος του «φαινομένου του θερμοκηπίου» και της έλλειψης ενέργειας. Οι διαφορές, ωστόσο, εστιάζονται στο πώς προσεγγίζουν τα συγκεκριμένα θέματα οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης πολιτικής του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ποια είναι η προσέγγιση του θέματος προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.

Από τη μια πλευρά ΕΕ και κεφάλαιο χρησιμοποιούν το περιβάλλον, εκμεταλλευόμενοι την ανησυχία των λαών για τις κλιματικές αλλαγές, σπέρνοντας παράλληλα πανικό για ενεργειακή ανεπάρκεια, προκειμένου να αυξήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό το κέρδος των ιδιωτών και να δημιουργήσουν έδαφος για νέες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος. Αδιαφορούν για τις λαϊκές ανάγκες και επιζητούν τη μετακύληση του κόστους των αλλαγών στους καταναλωτές, με στόχο τελικά όχι να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες αλλαγές, αλλά όσο είναι δυνατόν να κερδοσκοπήσουν.

Εάν, ωστόσο, θέλουμε να μιλήσουμε για λύσεις προσανατολισμένες στα λαϊκά συμφέροντα και όχι στην κερδοφορία του κεφαλαίου, που θα ξεφεύγουν από τα ευχολόγια και θα αναλαμβάνουν ουσιαστικές δράσεις επί του θέματος, οφείλουμε να εξετάσουμε την αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, τη μείωση της εξάρτησης και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ακόμα είναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί το ενεργειακό προϊόν ως κοινωνικό αγαθό, το οποίο θα παρέχεται φτηνά στο λαό, ενώ παράλληλα θα διαφυλάσσεται η ασφάλεια των κατοίκων και η προστασία του περιβάλλοντος.

Η αναζήτηση διεξόδου στο θέμα του περιβάλλοντος και της ενέργειας, όπως και κάθε μεγάλο λαϊκό ζήτημα, δεν είναι δυνατό να μπαίνει στη λογική εξεύρεσης μιας ιδανικής επιστημονικοτεχνικής επιλογής. Οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως θέματα άσκησης πολιτικής, τα οποία αντιμετωπίζουν τα εκάστοτε προβλήματα με βάση την πάλη των ταξικών συμφερόντων.

Επιχειρήματα ότι η βιομηχανική ανάπτυξη έφερε ανισορροπία στις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, μπορούν να ανατραπούν εάν η βιομηχανική ανάπτυξη πάψει να λειτουργεί βάσει των όρων του καπιταλιστικού κέρδους και τεθεί στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών.

Το ζήτημα της δυνατότητας αυτής συναρτάται με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, την κοινωνική ιδιοκτησία στα ανεπτυγμένα μέσα παραγωγής, με παράλληλη επιλογή τεχνολογιών και κατανομή μέσων και πρώτων υλών με κοινωνικά και όχι κερδοσκοπικά κριτήρια, προκειμένου να υπάρξει εφαρμογή συνδυασμένης ικανοποίησης του συνόλου των λαϊκών αναγκών. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά και να μη συνδέεται με τη γενικότερη αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, την εξοικονόμηση των ενεργειακών πόρων, της προσιτής και φθηνής ενέργειας για το λαό, της λαϊκής στέγης, της προστασίας της λαϊκής υγείας και των ευρύτερων λαϊκών επιδιώξεων.

Δεδομένων αυτών, προτάσεις οι οποίες παρουσιάζονται ως μονόδρομος για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, πρέπει να εξετάζονται κριτικά και ιδιαίτερα προσεκτικά, αφού οι εισηγήσεις της ΕΕ, πρέπει να μεταφράζονται κάθε φορά με βάση τα οικονομικά και ενδοϊμπεριαλιστικά συμφέροντα που αναπτύσσονται σε κάθε τομέα και ενίοτε, συγκρούονται, προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί ο πραγματικός στόχος.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ