Με ειδικούς εισαγγελείς επιχειρούν να πατάξουν τη φοροδιαφυγή, που η πολιτική τους γεννά και αναπαράγει
Παράλληλα, η κυβέρνηση επαναφέρει την απόφασή της για τη διαγραφή σημαντικού μέρους των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ύψους 24 δισ. ευρώ, παρά τις αντιδράσεις που σημειώθηκαν κατά την πρώτη απόπειρα διαγραφής τους και τη δήθεν απόσυρση της σχετικής διάταξης. Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου, τα ληξιπρόθεσμα χρέη διακρίνονται σε «εισπράξιμα» και «μη εισπράξιμα», μετά από απόφαση τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Και με το συγκεκριμένο Σχέδιο Νόμου, η κυβέρνηση, αφ' ενός εντείνει την απροκάλυπτη φιλομονοπωλιακή της πολιτική, σε μια εμφανή προσπάθεια να ανακουφίσει και να στηρίξει τις μεγάλες επιχειρήσεις από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αφ' ετέρου, είναι ακριβώς το περιβάλλον της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της (περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας και της κατανάλωσης, μεγάλη άνοδος της ανεργίας) που την ωθεί στη λήψη αστυνομικής φύσης μέτρων, προκειμένου να ξεζουμίσει φορολογικά τους βαλλόμενους πανταχόθεν εργαζόμενους και μικρομεσαία στρώματα, για να επιτύχει τους στόχους του μνημονίου.
Από 1/1/2011 μειώνεται από 24% σε 20% ο φορολογικός συντελεστής για το σύνολο των κερδών των ΑΕ και των ΕΠΕ. Επίσης, αλλάζει επί το ευνοϊκότερο η φορολογία των μερισμάτων. Ενώ την προεκλογική περίοδο είχε κάνει σημαία την αλλαγή της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών των επιχειρήσεων, με την ένταξή τους στη φορολογική κλίμακα, κάτι που ισοδυναμούσε με φορολόγηση των μεγαλομερισματούχων με 45%, με το Σχέδιο Νόμου, απλώς προβλέπεται παρακράτηση φόρου 25%. Επίσης, κατά την εισαγωγή τους, δε φορολογούνται από χώρες της ΕΕ, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για αναπτυξιακούς λόγους...
Παρατείνεται μέχρι 31/12/2014 το δικαίωμα έκπτωσης των επιχειρήσεων για επιπλέον ποσοστό 50% των δαπανών έρευνας και τεχνολογίας που πραγματοποιούνται στη διάρκεια κάθε χρήσης.
Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής προβλέπονται τα ακόλουθα μέτρα:
Αποκαλυπτική η ταύτιση με την κυβέρνηση στο θέμα των επιχειρησιακών συμβάσεων, των ΒΑΕ και των εργοδοτικών εισφορών
Ανοικτά υπέρ της εφαρμογής και γενίκευσης των επιχειρησιακών συμβάσεων και των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων τάσσεται η ηγεσία της ΝΔ, βάζοντας γερές πλάτες στην ταχεία υλοποίηση των αντεργατικών διαρθρωτικών αλλαγών που προωθούν κυβέρνηση και τρόικα με στόχο τη δραστική μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, χάριν της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος ξεκαθάρισε χτες ότι η ΝΔ στηρίζει την εφαρμογή των επιχειρησιακών συμβάσεων, επιβεβαιώνοντας ότι ο θόρυβος που προκαλούσε τις προηγούμενες μέρες, ζητώντας επίμονα από την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τι θα κάνει με τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της εφαρμογής του πρόσφατου αντεργατικού νόμου για τις εργασιακές σχέσεις.
«Η διαβούλευση και η συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης μπορεί να αποκλίνει από τα ισχύοντα σε επίπεδο κλαδικής συμφωνίας, όταν αυτό επιβάλλεται από συγκεκριμένες επιχειρησιακές ανάγκες που οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα», είναι η επίσημη θέση του κόμματος, με την οποία ουσιαστικά συναινεί και ενθαρρύνει την εφαρμογή των επιχειρησιακών συμβάσεων. Υποστηρίζει επίσης τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις που ήδη εφαρμόζονται, όπως η εκ περιτροπής εργασία, στο όνομα της διάσωσης και στήριξης των επιχειρήσεων.
Γενικότερα, η ηγεσία της ΝΔ θεωρεί ότι είναι επείγουσα προτεραιότητα «οι εργαζόμενοι στη χώρα μας και οι ελληνικές επιχειρήσεις να βελτιώσουν την προσαρμοστικότητά τους στις σύγχρονες παραγωγικές και ανταγωνιστικές συνθήκες», επικρίνοντας μάλιστα την κυβέρνηση ότι «οι αλλαγές στις οποίες έχει προχωρήσει δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές προκλήσεις της αγοράς εργασίας», δηλαδή στις ανάγκες των μονοπωλίων.
Την ίδια στιγμή, για να θολώσει τα νερά, εμφανίζεται να υπερασπίζεται δήθεν την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δηλώνοντας ότι θεωρεί θετική την ύπαρξη του κατώτατου μισθού. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για διακηρύξεις κενές περιεχομένου, αφού στην πράξη στηρίζει την καταστρατήγηση και κατεδάφισή τους. Επίσης, ασκεί πιέσεις για άμεση και δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών, υποστηρίζοντας ότι στη χώρα μας «έχουμε υψηλό μη μισθολογικό κόστος, αφού το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών ξεπερνά το 45% και προκειμένου για τα βαρέα και ανθυγιεινά το 50%». Στο πλαίσιο αυτό ζητά να ξεκινήσει η σφαγή στη λίστα των βαρέων και ανθυγιεινών.
«Δεν καταλαβαίνουμε γιατί ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ μας προτείνει να κάνουμε κάτι που έχουμε ήδη ξεκινήσει», ήταν η χαρακτηριστική απάντηση του υπουργείου Εργασίας, στην οποία επισημαίνεται μάλιστα ότι «ήδη τις προηγούμενες ημέρες το υπουργείο συζήτησε μαζί με τους εκπροσώπους των δανειστών μας τη λίστα των ΒΑΕ όπως τη σχημάτισε η επιτροπή Μπεχράκη και ήδη δρομολογείται το τελευταίο σκέλος της συγκεκριμένης διαδικασίας, ήτοι ο διαχωρισμός των επαγγελμάτων σε βαρέα και σε ανθυγιεινά». Παράλληλα, συνεχίζεται η κοκορομαχία γύρω από το ζήτημα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, με τη ΝΔ να καταγγέλλει την κυβέρνηση για κινήσεις επικοινωνιακού εντυπωσιασμού, επιχειρώντας να αποκρύψει την απόλυτη ταύτισή της και σε αυτό το ζήτημα. «Πώς είναι δυνατόν μία κυβέρνηση που έχει υπογράψει ένα τέτοιο μνημόνιο και έχει βάλει υποθήκη τη δημόσια περιουσία να έρχεται σήμερα και να εμφανίζεται ως προστάτης της δημόσιας περιουσίας;», αναρωτήθηκε ο εκπρόσωπος του κόμματος Γ. Μιχελάκης, κρύβοντας ότι το κόμμα του έχει δηλώσει ότι θα σεβαστεί και θα εφαρμόσει πλήρως το μνημόνιο.