Ως «διαβατήριο» για ακόμα πιο γερό μπάσιμο της ΔΕΗ ΑΕ στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σε «σύμπραξη» με άλλους επενδυτές και επιχειρηματικούς ομίλους, εμφανίζουν κυβέρνηση και διοίκηση το νέο «επιχειρησιακό σχέδιο» που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, παράλληλα με το ήδη δρομολογημένο σχέδιο της «απολιγνιτοποίησης» που επιταχύνεται σε σχέση με τις αρχικές κυβερνητικές εξαγγελίες, η επιχείρηση βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με πάνω από δέκα επιχειρηματικούς ομίλους για συνεργασία στον τομέα των ΑΠΕ, με στόχο την επόμενη χρονιά να ανέβει στο 25% από το 20% το ποσοστό των επενδύσεων που κατευθύνονται σ' αυτές κι ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Αντίστοιχα, στόχος είναι το μερίδιο της επιχείρησης στην αγορά των ΑΠΕ να φτάσει έως το 2024 στο 10% - 20%, από 2% σήμερα.
Μάλιστα, σύμφωνα με σχετικές πληροφορίες, στο «τραπέζι» των διαπραγματεύσεων έχουν ήδη μπει οι υδροηλεκτρικές υποδομές, ενώ «προίκα» για τους κάθε λογής «επενδυτές» αποτελούν και οι τεράστιες εκτάσεις που διαθέτει η ΔΕΗ (π.χ. ορυχεία κ.τ.λ.) για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών και άλλων υποδομών ΑΠΕ.
Το «διαβατήριο» προς τα νέα αυτά πεδία κερδοφορίας για τους μετόχους της επιχείρησης, αλλά και συνολικά για τα «πράσινα» αρπακτικά στον κλάδο, έχει πάνω του διάφορες «σφραγίδες», όπως:
Αυτά είναι τα «θεμέλια» και οι «πυλώνες», πάνω στα οποία θα βασιστεί το «νέο μοντέλο» της «απελευθερωμένης» Ενέργειας, που «τρέχουν» η μία πίσω από την άλλη οι αστικές κυβερνήσεις - πριν ο ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα η ΝΔ - προωθώντας τη στρατηγική της ΕΕ για μια «Νέα Πράσινη Συμφωνία», με στόχο να δοθεί κερδοφόρα επενδυτική διέξοδος σε κεφάλαια που έχουν υπερσυσσωρευτεί και λιμνάζουν, να αντιμετωπίσει η ΕΕ την ενεργειακή υπεροχή των ΗΠΑ και της Ρωσίας στον τομέα των υδρογονανθράκων και να προωθήσει τα εμπορεύματα «πράσινης τεχνολογίας», στα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ενδεικτικές αυτών των στοχεύσεων είναι και οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την περασμένη βδομάδα, που προανήγγειλαν έναν πακτωλό ενισχύσεων στους επιχειρηματικούς ομίλους για τη «στήριξη» επενδύσεων (1 τρισ. για την επόμενη δεκαετία). Σημειώνουν μάλιστα ότι οι στόχοι της ΕΕ θα δημιουργήσουν «σημαντικές ευκαιρίες, όπως δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη, για νέα επιχειρηματικά μοντέλα και αγορές, για νέες θέσεις εργασίας και τεχνολογική ανάπτυξη», και ότι για το σκοπό αυτόν χρειάζεται στα κράτη - μέλη «να διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο που θα ωφελεί όλα τα κράτη - μέλη και θα περιλαμβάνει κατάλληλα μέσα, κίνητρα, στήριξη και επενδύσεις».
Είναι φανερό από το παράδειγμα της Ενέργειας, όσο και από την εμπειρία της ΔΕΗ, ότι το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους, η πολιτική της ΕΕ και των κομμάτων που το υπηρετεί, εχθρεύονται ανοιχτά τις λαϊκές ανάγκες.
Αυτές μπορεί να τις βάλει στο επίκεντρο μόνο η πάλη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, απέναντι όχι μόνο στις συνέπειες αυτής της πολιτικής, ούτε βέβαια με την υπεράσπιση της σημερινής κατάστασης ή της επιστροφής στο κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ, αλλά σε σύγκρουση με τη στρατηγική κεφαλαίου - κυβερνήσεων - ΕΕ. Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής βρίσκεται η προοπτική για τους εργαζόμενους, συνολικά το λαό, στον ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, μιας άλλης εξουσίας, της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, που σκοπός της παραγωγής θα είναι η κάλυψη των πραγματικών αναγκών όλων των εργαζομένων, με αξιοποίηση όλων των ενεργειακών πηγών, με αυστηρά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και με στόχο τη στήριξη της κεντρικά σχεδιασμένης παραγωγής και την παροχή φτηνού ρεύματος για όλο το λαό.