ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Δεκέμβρη 2011
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Σύντροφοι

Γρηγοριάδης Κώστας

Είμαστε αχώριστοι σύντροφοι, αγαπημένοι. Κ' oι δυό, παιδιά της Αθήνας, με τα ίδια σκεδόν ιδανικά και με την ίδια λαχτάρα να γυρίσουμε μιαν ώρα αρχύτερα πίσω. Λίγο μας ένοιαζε ποιο θάτανε το τέρμα του πολέμου και περισσότερο λογαριάζαμε το γράμμα που θαρχότανε από πέρα, παρά το επίσημο ανακοινωθέν του Στρατηγείου που θα μιλούσε για νικηφόρα προέλαση και τα τέτοια.

Στο ίδιο αμπρί κοιμόμαστε, στην ίδια καραβάνα τρώ­γαμε, και με το ίδιο κομμάτι σαπούνι πλέναμε τα ρούχα μας. Για να αποφασίσει κάτι ο ένας, έπρεπε να το εγκρίνει πρώτα ο άλλος. Μα για ν' αποφασιστεί, έπρεπε να γίνει, συμβούλιο πριν, που, για να λέω την αλήθεια, πολλές φορές έμενε στη μέση. Και το συμβούλιο για τιποτένια πράγ­ματα. Σε ποια λούνα θα πλέναμε τα ρούχα μας, τίνος είτανε η σειρά να κουβαλήσει ξύλα για να ζεσταθεί το νερό της πλύσης, ποιος θα 'πλενε την καραβάνα, το μεσημέρι. Κ' ενώ μπορούσε άλλους να τους χωρίσει ένα τέτοιο μι­κρό ζητηματάκι, εμάς περισσότερο μας ένωνε, γιατί μας έδινε έτσι αφορμή να γραδάρουμε το βαθμό της τεμπελιάς μας, -- και να γελάμε ύστερα ώρες!

Πολλές φορές ζήτησα να επιβληθώ στον άμοιρο φίλο μου. Περισσότερο φωνακλάς από κείνονε, ορμητικότερος πολύ, και με δυο σαρδέλες στο μανίκι, άμα έβλεπα τα σκούρα τόριχνα στην ιεραρχία και φώναζα--φώναζα χίλια τόσα, που δεν είχανε τη θέση τους εκεί. Αυτός πάλι, άφηνε να κατασταλάξει ο θυμός μου, κ' υστέρα, -- ο διάολος! -- μου 'δινε την μπηχτή με το γελαστό και χαρούμενο πάντα ύφος του:

-- Το ζήτημα δεν είναι υπηρεσιακό, κυρ Λοχία! Είναι η σειρά σου να πλύνεις την καραβάνα, θα την πλύνεις; Αν όχι, δεν έχει τσάι το βράδυ.

Και σώπαινε με τέτοια φοβέρα, αν δεν τον έπαιρνε κι αυτόνε ο κατήφορος να μου πει πως δεν είναι ορδινάτσα μου αλλά Γραφέας του Επιτελείου και στο τέλος--τέλος πυροτεχνίτης, με μισό γαλόνι.

Ετσι ο κυρ-υποδεκανέας από τη μια μεριά κι ο κυρ-λοχίας απ' την άλλη, βολεύανε τη σκλάβα ζωή τους στα Μακεδονίτικα βράχια. Από κανόνι δεν είχαμε ιδέα. Μόνο που μάθαμε πως τα νέα ορειβατικά, τα δικά μας, είτανε των 6 και 5 και όχι του Σνάιντερ -- Δαγκλή, καθώς είπαμε κάποτε. Καλαμαράδες κ' οι δυό, μελανωμένοι πάντα, και πολλές φορές, αντί καπνιά του πολέμου, μελάνι στο πρό­σωπο. Οι αξιωματικοί στο Επιτελείο ξέρανε τι κουμάσια είμαστε, μα επειδή, όταν είχαμε κέφι, τραγουδούσαμε κάτι και με καλούτσικη κάπως φωνή, και ξέραμε να δηγιόμαστε όμορφα, μας κρατούσανε κοντά τους στο Επιτελείο και μας τα συχωρούσανε όλα, όταν τα καταφέρναμε να διώξουμε τα έγγραφα γρηγορότερα και να κολλήσει ο Πα­ναγιώτης, ο σύντροφός μου, τους φακέλους. Υστερα κι εκείνη η σερενάτα του Τοζέλι, τους έκοβε σα μεταξότριχα και πολλές φορές, εξ αιτίας της, παίρναμε και κανένα κομμάτι ψητό απ' το πλούσιο τραπέζι των καπετανέων!

-- Ατιμη τύχη, μουρμούριζε ο Παναγιώτης μασώντας το κόκκλο έξω από τη σκηνή του Διοικητή, σα διωγμένο σκυλί.

Και βλαστημούσε την τύχη του που τα 'φερε στραβά και τον απόρριψαν απ' τον Ουλαμό και δεν έγινε κι αυτός αξιωματικός.

- - Οχι, βρε αδερφέ, για τα γαλόνια, μου απαντούσε σαν τον πείραζα. Ποιος τα λογαριάζει και ποιος τα ορέ­γεται! Σακαράκας εγώ; Ποτέ! Μα, να, για μια εκστρατεία, για έναν πόλεμο! Να μην είσαι σκλάβος. Να καλοπερνάς, να καλοτρώς και να χαρτζιλικώνεσαι με τα όλα σου. Να διατάζεις: «Λοχία Ευθυμίου, πήγαινε δω, τρέχα κει. Αν­τώνη, καθάρισε τις μπότες μου. Ο δεξιός ουλαμός ανά τρεις θεριστικώς». Οχι, σαν και μένα. Κτήνος σε όλα μου εδώ πάνω. Και στο φινάλε να σου πλένω και την κα­ραβάνα σου!

Και τέλειωνε σκεδόν μ' αυτή την επωδό, χαμογελώντας πάντα, γιατί, όπως είπα, στην ψυχή του συντρόφου μου δε χωρούσε κακία και θυμός μεγαλύτερος.

Ωστόσο, επειδή ο Διοικητής δεν ήθελε να ξαπλωθεί το μόλυσμα της αναρχίας στο Επιτελείο, μας όρισε νέο μέρος για κατάλυμα, πέρα στη ρεματιά, κοντά στα Μα­γειρεία.

-- Ετσι θα δουλέψουνε λίγο, είπε. Κ' έδωσε διαταγή να μη μας βοηθήσει κανείς στο σκάψιμο.

Το ζήτημα όμως λύθηκε ευκολότερα. Το μέρος που μας έδωσε γι' αμπρί είτανε τόσο σκληρό, που μήτε φουρνέλο δεν τ' άνοιγε. Σκάψαμε λίγο, καμιά τριανταριά εκα­τοστά, κ' ύστερα στήσαμε ορθοστάτες. Το αμπρί έγινε αν­τίσκηνο κι αντί για στέγη είχε το λινό τεντωμένο πανί.

Το νέο αμπρί--αντίσκηνο δεν είτανε και τόσο άσκημο. Πλεγμένο με φτέρη και με γαύρο και μ' ένα τεχνητό πεζουλάκι και κιόσκι μπροστά, έμοιαζε στ' αχείλι της απότομης και βαθειάς ρεματιάς, σα μια δραγατσούλα ν' αγναντεύει τα γύρω. Οι δέντροι δίπλα του δεν αφήνανε τον ήλιο νωρίς να φανεί και πλέκανε μόνοι τους, με τα πυκνά τους φυλλώματα, ισκιάδες και βεράντες θαυμάσιες.

Εκεί μέσα, λησμονημένοι απ' τους ανθρώπους και μα­κριά απ' το μάτι του Θεού, καθώς έλεγε ο σύντροφος, περ­νούσαμε τις καλύτερες ώρες μας. Τα μεσημέρια είτανε υ­πέροχα εκεί κάτω. Δροσούλα κ' ευωδιά από τα δέντρα. Πολλές φορές έπρεπε να βάλλει το Πυροβολικό για να σηκωθούμε απ' το μεσημεριάτικο ύπνο. Μα, τα βράδια; Τι φρίκη, Θεέ μου, και τι ερημιά! Σκοτάδι, πίσσα, ολούθε, και τα δέντρα πυκνά, μαύρα, κατάμαυρα, να ρίχνουνε ίσκιους θανάσιμους και να βροντάνε, να βουίζουνε οι κέδροι, και να βογγάνε τα ελάτια κ' οι βαλανιδιές. Ο άνθρωπος, που δίνει σ' όλα ζωή, φαίνεται να μη διάβηκε ποτέ από κείθε.

Μαζευόμαστε νωρίς στη φωλιά μας. Και πότε δίναμε βεγγέρες στους τηλεφωνητές του Επιτελείου για να περ­νάμε την ώρα μας με συντροφιά, και πότε μόνοι, έρημοι, εξόριστοι, το 'ρίχναμε απ' το δείλι στον ύπνο, με το περί­στροφο εγώ κάτω από το γυλιό και με το γκρα δίπλα του ο σύντροφός μου.

-- Ζωή 'ναι αυτή, ζωούλα μου! Παραπονιότανε ο Πα­ναγιώτης, ο άμοιρος, απ' τις πρώτες ακόμα βραδιές της εξορίας.

Μ' αν δεν είτανε τότε ζωή, πώς μπορούσε να ονομα­στεί το μαρτύριο που μας βρήκε στα μισά του Ιουλίου! Είχαμε τρεις βραδιές να κλείσουμε μάτι! Και δεν είταν τόσο το κουνούπι που μας ενοχλούσε, γιατί βρισκόμαστε ψηλότερα απ' τα βουρκάδια του κάμπου, και, δόξα τω Θεώ, είχαμε οικονομήσει απ' τους Εγγλέζους μια παλιά κουνου­πιέρα που μας φύλαγε κάπως. Οι νύχτες της αγρύπνιας είτανε άλλη αφορμή. Λες και βρισκόμαστε στα κατάβαθα του Αδη, κάθε βράδυ φωνές στρίγγλικες και βρόντοι δυνατοί μας ξυπνούσαν. Για τις φωνές μάθαμε πως ούρλιαζαν κου­νάβια, μα για τους βρόντους, καλύτερα να μην το μαθαίναμε ποτέ. Ο μάγερας ο Γκίκας μου είπε πως μες στη ρε­ματιά περνούσανε αγριογούρουνα και πως ανεβαίνανε ως το μαγεριό του. Είδε σκαψίματα με το ρύγχος, και πατημα­σιές, βαριά πέλματα, γύρω.

-- Θεέ και Κύριε του Παντός, ψιθύρισε ο άμοιρος σύν­τροφός μου, όταν του τόπα. Νάτα λοιπόν, κυρ-λοχία! Δε μας φτάνανε τη μέρα οι Βούλγαροι, δε μας φτάνανε τ' αεροπλάνα κ' οι διαταγές του Διοικητή, έχουμε τώρα και γουρούνια τη νύχτα. Δε βαράς διάλυση, λέω!

Παρακάλεσε τον Υπασπιστή, που τάχε κάπως καλά μαζί του, να μας αλλάξει κατάλυμα. Εκείνος αλύγιστος. Κι όταν έμαθε μάλιστα την αιτία, τον επήρε στο μεζέ, κι ο σύντροφός μου ήρθε να με βρει σα βρεμένη γάτα.

-- Φασκέλωσ' τα! Είναι μοιραίο, φαίνεται, ν' αφήσουμε τα κορμιά μας εδώ πάνω!

Ετσι, θέλοντας και μη θέλοντας, μαζευόμαστε τώρα νωρίτερα στη φωλιά μας. Πριν κοιμηθούμε όμως κοιτά­ζαμε τα όπλα μας, κι ο Παναγιώτης καθάριζε καλά το γκρα του, που 'χε αρχίσει να σκουριάζει!

Κάποιο βράδυ, ζοφερό και σκοτεινιασμένο, με ξύπνησε πάνω στ' όνειρο που 'βλεπα.

-- Τι θες, Χριστιανέ μου; του φώναξα αγριεμένος.

-- Ακου, μ' απάντησε. Και με τα μάτια γουρλωμένα απ' τον τρόμο και με μιαν έκφραση αγριεμένη στο πρόσω­πο, έγειρε κοντά μου ο φτωχός Παναγιώτης.

-- Τι ν' ακούσω! τι τρέχει; τον ξαναρώτησα.

- Αγριογούρουνο! Σώπα. Δεν ακούς; Και κατεπάνω στη σκηνή μας μάλιστα...

Τότε κατάλαβα τι έτρεχε και τότε ξύπνησα στα καλά μου. Οι κέδροι πίσω ανασκαλίζονταν κ' ένα βαρύτατο βή­μα βροντούσε κοντά μας. Το πράγμα δεν είτανε αστείο! Σκεδόν γυμνοί, δεν τολμούσαμε να βγούμε όξω, να πηδήσουμε σε κανένα διπλανό δέντρο, να σωθούμε. Τ' αγριογούρουνο ερχόταν καταπάνω μας.

-- Γέμισε, μωρέ σκυλί, του φώναξα. Και πήρα το περίστροφο κάτω απ' το γυλιό, ενώ γέμιζε το γκρα ο Παναγιώτης, με τρεμάμενα χέρια και στα σκοτεινά.

-- Μη ρήξεις, προτού σου πω, τονέ συμβούλεψα. Πρέπει να το βρεις στα ψαχνά, γιατί αλλιώτικα είμαστε χαμένοι. Θέλει μολύβι δαγκωτό. Κουράγιο!

-- Καλά καλά! Μη φωνάζεις! Μ' απαντούσε με σβη­σμένη φωνή ο σύντροφος.

Το πράγμα όμως σοβάρεψε. Σε μια κίνησή του τ' α­γριογούρουνο έβγαλε τον πισινό πάσαλο και τ' αντίσκηνο μάς σκέπασε σαν κλεισμένη ομπρέλα. Και σε λίγο τ' ακούσαμε μπροστά στο μικρό πεζουλάκι.

-- Φωτιά, Παναγιώτη, του φώναξα.

Και στη σιγαλιά της νύχτας ακουστήκανε δυο πυροβολισμοί. Ο ένας ξερός και σαν κούφιος, κι ο άλλος του γκρα γεμάτος και δυνατός. Ενας γδούπος βαρύς ακούστηκε. Τ' αγριογούρουνο, φαίνεται, χτυπημένο στα καλά, κυλίστηκε κάτω στη ρεματιά, παρασέρνοντας με το βαρύ του σώμα ξερόκλαδα και χαλίκια και πέτρες.

-- Το βρήκα στην καρδιά, μουρμούρισε ο Παναγιώτης.

-- Τα συγχαρητήριά μου, υποδεκανέα, του 'πα. Είσαι άριστος σκοπευτής.

-- Δε βαριέσαι! Κουτουράδα βάρεσα, μα πέτυχε, μ' απάντησε γελαστός ο φίλος.

Κοιμηθήκαμε, τέλος, ήσυχα. Αν δεν είχαμε σκοτώσει, ως τότε Βούλγαρο, είχαμε εξολοθρέψει τον πιο επικίντυνο και προσωπικό μας εχτρό. Σαν ξημέρωσε όμως -- που να μην ξημέρωνε ποτές! -- ποια είτανε η νέα τρομάρα και ποια η έκπληξή μας! Το μουλάρι του Μαγειρείου, που κουβαλούσε τα τρόφιμα απ' τον Εφοδιασμό, κειτότανε κάτω στο ρέμα με τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και μ' αφρούς και πηγμένο αίμα στα χείλια!

-- Μωρέ σκυλί, μωρέ Παναγιώτη! Μωρέ, αγριογού­ρουνο είτανε το χτεσινοβραδινό ή το μουλάρι του Γκίκα! Μωρέ, τι θα γίνουμε τώρα; Τι σούρθε να του ρήξεις, σκύ­λε ! Γιατί δεν περίμενες να δούμε πρώτα;

Στα ξεφωνητά και στα μοιρολόγια μου εκείνα, μ' α­πάντησε, όπως πάντα, με γέλια. Είχε λυθεί απ' τα χάχανα, και τα μάτια του κλαίγανε και κρατούσε την κοι­λιά του.

-- Τραγική, φίλε μου, η θέση μας, πολύ τραγική ! Τι να κάνουμε όμως. Φτάνει, που βεβαιώθηκες πως δεν εί­μαστε μεις για ηρωισμούς! Γουρούνι σημαδεύαμε το βράδυ και μουλάρι βγήκε το πρωί!

Ευτυχώς που το πήρανε στ' αστείο και στη Μοίρα. Αλλιώτικα θα 'χαμε Στρατοδικείο. Επειδή όμως γελοιο­ποιήθηκε το Επιτελείο με το κάζο μας, ο Διοικητής μας διέγραψε από τη δύναμή του και μας έστειλε κάτω στην Πυροβολαρχία μ' ένα μήνα «αυστηρά» στην πλάτη.

Κ' έτσι όμως δε χωρίσαμε. Μείναμε ως το τέλος αχώ­ριστοι σύντροφοι, αγαπημένοι. Μόνο που -- για να μην ξε­χνάμε τα παλιά μας!-- τσακωνόμαστε κάποτε όσο να βρού­με τίνος είτανε η σειρά να πλύνει την καραβάνα το με­σημέρι.

(Ανω Κιουλαλή

Ιούλιος 1918)


Βιογραφικό Του Πάνου Δ. Ταγκόπουλου

(1895 - 1931)

Γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στο περιβάλλον του «Νουμά». Σπούδασε και πήρε δίπλωμα της Εμπορικής Ακαδημίας. Εγραφε στίχους που τους βλέπανε και τους επαινούσαν οι συνεργάτες του «Νουμά». Το περιοδικό όμως δεν τους δημοσίευε. Πολύ αργότερα έγινε και αυτό σηματοδοτώντας την είσοδο του νεαρού Ταγκόπουλου στη Λογοτεχνία. Βοηθούσε τον πατέρα του στην έκδοση του περιοδικού, έζησε τον αγώνα του «Νουμά» και ζυμώθηκε με τις περιπέτειές του. Εγινε και ο ίδιος μαχητής του δημοτικισμού. Από το 1919 είναι τακτικός συνεργάτης και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την έκδοση του «Νουμά». Το 1917, όταν, λόγω του πολέμου, σταμάτησε η έκδοση του «Νουμά», μαζί με μια ομάδα νέων λογοτεχνών βγάζει ένα νέο περιοδικό τον «Πυρσό» που σταματά την έκδοση με την επιστράτευση του Ταγκόπουλου. Συμμετέχει στη μικρασιατική Εκστρατεία και γυρίζει με κλονισμένη υγεία.

Η σκορπισμένη στα περιοδικά εργασία του είναι πολλή, ποικίλη και ενδιαφέρουσα. Εργα του, πεζά ποιήματα: «Πρόζες» 1915 και «Λουλούδια - Ερωτες - ταξίδια» 1924. Ποιήματα: «Δροσοσταλίδες» 1915 με πρόλογο του Κ. Παλαμά, «Λυρικά» 1921, «Γυρίσματα στο ξέφωτο» 1923. Συλλογές διηγημάτων: «Ενα διαμάντι που πέρασε» και «Η ζωή που πέρασε, ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», όπου με μεγάλη επιτυχία παρουσιάζονται λαϊκοί τύποι της Αθήνας.

Ο πρόωρος χαμός του ήταν απώλεια για τα ελληνικά Γράμματα.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ